ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 6, 22-33)
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ὁ παρὼν κόσμος, ὅσο ὄμορφος καὶ γλυκὺς καὶ νὰ εἶναι -ἐξοῦ καὶ τὸ ὄνομά του: κόσμος, ποὺ πάει νὰ πεῖ ὀμορφιὰ καὶ κάλλος- τὴν ἴδια στιγμὴ παρουσιάζεται ὡς ἀπατηλὸς καὶ πλάνος. Καὶ τοῦτο διότι οἱ ἄνθρωποι βαλτώνουν στὶς καθημερινὲς μέριμνες, προσκολλῶνται στὴ γῆ καὶ λησμονοῦν τὸν πραγματικὸ προορισμό τους, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ πράγματι, ἄλλο ἡ μόνιμη κατοικία κάποιου καὶ ἄλλο ἡ προσωρινή. Μόνιμη εἶναι ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ τὴν ἐκδημία μας, καὶ προσωρινὴ ἡ παροῦσα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζητοῦν πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θέτουν σὲ δεύτερη μοῖρα τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινά, ὅπως τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐνδυμασία. Θέτοντας αὐτὴ τὴν προτεραιότητα ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀπάτη τοῦ κόσμου καὶ στρέφεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πρόνοια τοῦ ὁποίου ἀγκαλιάζουν καὶ συντηροῦν ὅλη τὴν κτίση.
Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναλύεται στὶς οὕτως ἢ ἄλλως ἀπαραίτητες μέριμνες καὶ φροντίδες σὲ σχέση μὲ τὴν ἐπίγεια ἐπιβίωσή του, λησμονῶντας τὴν ὕπαρξη τοῦ δωρεοδότη Θεοῦ, τοῦ χορηγοῦ τῆς ζωῆς, τότε καταντᾶ ἕνας ἰδιότυπος σκλάβος τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Τότε ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν θεωρεῖται ὡς παροικία, ἀλλὰ ὡς κατοικία, δηλαδὴ ὡς κάτι τὸ μόνιμο. Οἱ φροντίδες τῶν ἀνθρώπων πλέον γι’ αὐτὴ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ λησμονεῖται ἡ ἄνω καὶ πραγματικὴ πατρίδα. Ἔτσι προκύπτει καὶ τὸ παράδοξο, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὴ οἱ Χριστιανοί, ἐνῶ γνωρίζουν τὴν ἄνω πόλη, σύμφωνα καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δηλαδὴ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅμως, ὅλος ὁ ἀγώνας τους καὶ ἡ καθημερινὴ φροντίδα καὶ μέριμνα γιὰ ἀπόκτηση πλούτου καὶ μεγαλείου, κτημάτων, περιουσίας καὶ πολυτελῶν κατοικιῶν, δείχνει ὅτι τὴν ἔχουν λησμονήσει ἐντελῶς.
Τὸ νὰ περιορίσει κανεὶς τὶς φροντίδες καὶ τὶς μέριμνές του στὰ ἀπαραίτητα μιᾶς σαφῶς ἀξιοπρεποῦς ἐπίγειας διαβίωσης δὲν σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείπει καὶ ὅτι ἀρνεῖται τὴ ζωή. Αὐτή του ἡ πράξη πιὸ πολὺ ὀφείλεται στὴ γνώση ποὺ ἔχει γιὰ τὸ προσωρινὸ τοῦ παρόντος κόσμου, καὶ βέβαια στὴν πίστη του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐντέλλεται: «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε».
Οὐσιαστικὰ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μένει μακριὰ ἀπὸ τὶς περιττὲς μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ἕνας ἄριστος ἔμπορος. Ἀνταλλάσσει τὴ σκλαβιὰ στὸ δίχως τέλος κυνήγι γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, μὲ τοὺς θησαυροὺς τῆς μονιμότητας τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, δείχνει ἐπίσης ὅτι ἡ πίστη του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἁπλὴ θεωρία, ἀλλὰ οὔτε λόγια χωρὶς ἀντίκρυσμα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἀναγνωρίζει ἁπλὰ κάποιες θρησκευτικὲς ἢ ἠθικὲς ἀλήθειες, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν ἐν Χριστῷ φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους εἶναι παράλληλη καὶ μὲ συγκεκριμένες ἐντολές, ὅπου μία ἐξ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ ἀμεριμνία ὡς πρὸς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἐκζήτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μόνο οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα ἐπικεντρώνουν τὶς προσπάθειές τους στὰ ὑλικὰ πράγματα, τὸ φαγητό, τὸ ποτό, τὰ ἐνδύματα, τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς ἐντυπωσιακὲς περιουσίες. Δηλαδὴ σὲ πράγματα ποὺ προσφέρουν μία ἀσφάλεια στὸν ἄνθρωπο καὶ παράλληλα τοῦ γεμίζουν καὶ τὸ κενὸ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀγωνιστὲς τῆς πίστης, ὅμως, θέτουν ὡς στόχο τους τὴν αἰώνιο ζωή, διαβιοῦν μὲ ἀξιοπρέπεια, καταφρονοῦν τὴν προσκόλληση στὰ ἐπίγεια καὶ μὲ αὐταπάρνηση προσπαθοῦν νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
(Τίτ. 3, 8-15)
Ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἀρετὲς μεγίστης σημασίας στὴ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἀδυνάτους εἶναι τὸ βασικὸ γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, διὰ τῆς Ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν ἀπόστολο Τίτο, μᾶς νουθετεῖ καὶ μᾶς λέει πὼς δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ πίστη πρὸς σωτηρία καὶ οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἐπιτελοῦν καὶ καλὰ ἔργα. Τὰ καλὰ ἔργα, δηλαδὴ τὸ ἔλεος πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκη, εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς χριστιανικῆς μας ποιότητας καὶ ὁ δείκτης γιὰ τὸ πόσο κοντὰ ἢ μακριὰ βρισκόμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης.
Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ἡ ἀνταπόδοση τῶν ἀνθρώπων στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ γεύτηκαν. Συνεπῶς καὶ αὐτοὶ ὀφείλουν νὰ ἐλεήσουν τοὺς ἄλλους. Τὰ καλὰ ἔργα ἀφοροῦν τόσο στὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση καὶ φροντίδα τῶν ἐμπερίστατων, τῶν χηρῶν, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ἀσθενῶν, ὅσο καὶ στὶς συμβουλές, τὶς νουθεσίες καὶ τὸ προσωπικὸ παράδειγμα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζονται ὡς τὸ καλὸ καὶ ὠφέλιμο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, διότι ἀφοροῦν στὸν θεῖο νόμο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας, ὁ ὁποῖος συμπληρώνει τὴ θεωρητικὴ πίστη.
Ὀφείλουν οἱ Χριστιανοὶ, διὰ τῶν καλῶν ἔργων, νὰ ὑπηρετήσουν τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἡ φιλανθρωπία τῶν Χριστιανῶν πρέπει νὰ ἐπιδειχθεῖ πρὸς ὅλους ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη, ὑλικὴ ἢ πνευματική. Στὴν πρώτη περίπτωση θὰ τοὺς ἐφοδιάσουν μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, ἐνῷ στὴ δεύτερη θὰ τοὺς προσφέρουν τὴ διδαχὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ περιμένουν τοὺς φτωχοὺς καὶ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη νὰ τοὺς ζητήσουν βοήθεια, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι πρέπει νὰ τοὺς ἀναζητοῦν γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας: «Ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ φτάσουν οἱ φτωχοὶ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἐξαθλίωσης, ὥστε νὰ σᾶς ψάχνουν καὶ νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνη. Ὄχι, ἀλλὰ ἐσεῖς πρέπει μόνοι σας νὰ ψάξετε καὶ νὰ βρεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἀνάγκη σας».
Ἡ προσφορὰ τῶν Χριστιανῶν εἶναι φανερὸ ὅτι γίνεται, ὥστε ἡ πίστη τους στὸν Χριστὸ νὰ εἶναι ἔμπρακτη καὶ νὰ παράγει καρπὸ πνευματικό. Ἑπομένως, ἡ φιλανθρωπία πρὸς ὅσους ἔχουν ἀνάγκη μεταφράζεται σὲ πνευματικὸ κέρδος γιὰ αὐτοὺς ποὺ τὴν προσφέρουν. Οἱ φτωχοί, οἱ ὁποῖοι εἰσπράττουν καὶ ὠφελοῦνται ἀπὸ τὴ φροντίδα τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, ἀπὸ τὴ μιὰ ἀνακουφίζονται οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γίνονται αἴτιοι τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας ὅσων τοὺς βοηθοῦν.
Πράγματι, τὰ ἔργα ἐλεημοσύνης πρὸς τὸν πλησίον, τὰ δέχεται ὁ Θεὸς ὡσὰν νὰ γίνονται πρὸς αὐτὸν τὸν ἴδιο: «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν», μᾶς λέει ὁ Κύριος, «ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθατε πρός με. ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τοὺς ἄλλους καταλήγει τελικὰ σὲ δικό μας ὄφελος: «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται», διακηρύττει ὁ Κύριος στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του. Ἐφόσον δηλαδὴ δείχνουμε ἔμπρακτα τὸ ἔλεός μας πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκη, θὰ ἐλεηθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό.
«Ὅπως τὸ σιτάρι, ὅταν πέσῃ στὴ γῆ» -μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος- «γίνεται κέρδος γι᾽ αὐτὸν ποὺ τὸ ρίχνει, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸ ψωμί, ὅταν τὸ δώσουμε στὸν πεινασμένο, πηγάζει ἄφθονη γιὰ ἐμᾶς ἡ ὠφέλεια ἀργότερα. Ἂς γίνῃ λοιπὸν γιὰ σένα τὸ τέλος τῆς καλλιέργειας τῆς γῆς, ἀρχὴ τῆς σπορᾶς σου στὸν οὐρανό». Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς δίνει μιὰ καταπληκτικὴ εἰκόνα γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ἐλεημοσύνης: περιγράφει τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα περιπλανώμενο φτωχό, ὁ ὁποῖος λέει: «Θὰ μποροῦσα νὰ τραφῶ μόνος μου, ἀλλὰ καλύτερα νὰ περιπλανιέμαι σὰν ζητιάνος καὶ νὰ ἁπλώνω τὸ χέρι γιὰ ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ μὲ τρέφεις. Καὶ τὸ κάνω αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ἐσένα».
Τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας εἶναι ἡ ὀρθὴ πορεία στὴν πίστη μὲ κατάληξη τὸν Θεό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁμοιάσουν μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τελικὰ ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τοῦτο διότι θὰ τὸν ὑπερασπιστεῖ κατὰ τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 8, 28 - 9, 1)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀναφέρεται σὲ ἕνα θέμα, ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα ἤδη ἀπὸ τὴ δημιουργία της. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στὶς πολλὲς ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἀφ᾽ ὅτου ὁ Σατανᾶς, ἑκουσίως καὶ ἐλεύθερα, ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Θεό, διακατέχεται πρωτίστως ἀπὸ μῖσος γιὰ τὸν Δημιουργό του. Ἐπειδή, ὅμως, ἀδυνατεῖ γιὰ μία κατὰ μέτωπο πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, μεθοδεύει ἀλλιῶς τὸν ἀγῶνα του˙ προσπαθεῖ νὰ ἀμαυρώσει τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψη τοῦ Θεοῦ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν κακόβουλη συμβουλὴ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους, τοὺς ὁποίους οὐσιαστικὰ νουθέτησε νὰ ἀντιταχθοῦν στὸν Θεό.
Τὴν παρακοὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἔκπτωσή τους ἀπὸ τὸν παράδεισο, διαδέχθηκε ἡ εἰδωλολατρεία, ὅπου ἀντὶ νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς ὡς Θεός, προσκυνοῦνταν καὶ λατρευόντουσαν τὰ κτίσματα. Αὐτὴ ἦταν ὄντως νίκη τοῦ δαίμονα, ὅπου μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν πάσης φύσεως εἰδώλων, προσκυνεῖτο ὁ ἴδιος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὡς θεός.
Μὴ ἀρκούμενος σὲ τοῦτο ὁ δαίμονας ἀποπειρᾶται καὶ μερικὲς φορὲς τὸ ἐπιτυγχάνει -γιὰ διάφορους λόγους- νὰ εἰσέλθει στὸν ἄνθρωπο ταλαιπωρῶντας καὶ ἐξευτελίζοντάς τον.
Συγκεκριμένα, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς λέει ὅτι εἰσερχόμενος ὁ Κύριος «εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν», ἔρχεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ δύο ταλαίπωρους δαιμονισμένους. Οἱ δύο ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι γιὰ πολλὰ χρόνια ἀποτελοῦσαν κατοικητήριο δαιμόνων, βρισκόντουσαν σὲ μία ἄθλια κατάσταση. Ζοῦσαν μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μέσα στὰ μνήματα, ἴδιοι μὲ ζωντανοὺς νεκρούς. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο οἱ δύο δαιμονιζόμενοι ἦταν «χαλεποὶ λίαν», δηλαδὴ πολὺ ἐπικίνδυνοι, τόσο ὥστε κανεὶς νὰ μὴν τολμᾶ νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μέρη φοβούμενος γιὰ τὴ ζωή του. Τέτοιου μεγέθους ἦταν ἡ συμφορὰ τῶν δύο δαιμονισμένων, ἀλλὰ καὶ τόσο μεγάλη ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀπανθρωπίας τοῦ ἀρχέκακου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Κατανοῶντας οἱ δαίμονες ποῖον εἶχαν μπροστά τους, ταράσσονται καὶ διαμαρτύρονται καὶ τρέμουν γιὰ τὴν ἐπικειμένη τιμωρία: «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ;», λένε στὸν Κύριο, διὰ τοῦ στόματος τῶν δαιμονισμένων, «ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;». Οἱ δαίμονες δειλιάζοντας, δέονται νὰ μὴν βασανισθοῦν καὶ προκρίνουν ἀντὶ τῆς ἀβύσσου, δηλαδὴ τῆς ἑτοιμασμένης τιμωρίας γιὰ αὐτούς, τὴν εἴσοδό τους στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων, ποὺ ἔβοσκαν στὴν περιοχή. Ἡ ἐν λόγῳ παράκληση τῶν δαιμόνων, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴν εἴσοδό τους στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων, ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία τους. Παράλληλα, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, δηλαδὴ τῆς πτώσης ὅλης τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων ἐκ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴ θάλασσα, ἀναδεικνύεται καὶ ἡ κακότητά τους, ἀφοῦ δὲν φείδονται οὐδενὸς ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀνθρώπου οὔτε ζώου.
Ἡ κακότητα, ἡ ἀπανθρωπιὰ καὶ ἡ ἔχθρα τῶν δαιμόνων, ἀναιροῦνται ἀπὸ τὴν ἀκαταγώνιστο ἰσχὺ τοῦ Κυρίου, τὴν ἀγαθότητα, τὴ φιλανθρωπία, τὴν κηδεμονία καὶ τὴν πρόνοιά του. Τίποτα ἀπὸ τὴ δημιουργία δὲν θὰ ὑφίστατο ἐὰν ὁ δαίμονας εἶχε τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία νὰ ἐνεργεῖ ὅπως ἤθελε. Πολεμῶντας τὸν Δημιουργὸ ἐπιζητεῖ τὸν ἀφανισμὸ τῆς καλῆς λίαν δημιουργίας εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε τοῦ ὑπόλοιπου κόσμου.
Μέσα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση φαίνεται ἡ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἤδη μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἄρχεται ἡ κατάπτωση τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ. Ἡ ἐπικουρία τοῦ Θεοῦ προσφέρεται δαψιλῶς γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ πλάσματος ἀπὸ τὴ φθορά. Στὴν προκειμένη περίπτωση, οἱ πρώην δαιμονισμένοι ἀπὸ ἀκοινώνητοι, ἐχθρικοὶ καὶ ἄγριοι, ὑφίστανται τὴν ἀνάπλαση ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὸν δαίμονα, ἡσυχάζουν, ἠρεμοῦν καὶ ἀποκτοῦν κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους.
Ἡ ἐν λόγῳ εὐαγγελικὴ διήγηση μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ μία περίληψη τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πλάνη τοῦ Σατανᾶ φθείρει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καταδυναστεύει ἐξαθλιώνοντας τὴν καλὴ λίαν δημιουργία. Ἡ ἔλευση, ὅμως, τοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλὰ καὶ παντοδύναμου Θεοῦ, ἀναπλάθει τὸ πλάσμα, ἐκμηδενίζοντας τὸν δαίμονα.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
(Ρωμ. 12, 6-14)
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁρίζοντας μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸν χριστιανισμό, μᾶς συμβουλεύει καὶ μᾶς λέγει: «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε».
Δὲν εἶναι πρέπον ὁ χριστιανὸς νὰ μισεῖ, νὰ μὴν ἀνέχεται τοὺς ἄλλους, νὰ λέει κακὰ καὶ ἄσχημα λόγια γιὰ αὐτούς, ἢ καὶ νὰ ἀγανακτεῖ ἐναντίον τους. Δὲν ἔχει σημασία ἐὰν κάποιος μᾶς βρίζει, μᾶς συκοφαντεῖ ἢ μᾶς ἐπηρεάζει μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο. Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ παραφερόμαστε. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ συμπεριφερόμαστε ὅπως φέρονται ὅσοι δὲν γνώρισαν ποτὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία του. Ἀντ᾿ αὐτοῦ πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ βέβαια καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς καταδιώκουν, μᾶς θέτουν ἐμπόδια καὶ μᾶς διαβάλλουν μὲ διάφορους τρόπους.
Στὸ ἰδιαίτερα διδακτικὸ βιβλίο, τὸ ἐπονομαζόμενο Γεροντικό, ἀναφέρεται ἕνα σχετικὸ περιστατικὸ μὲ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Ἡ διήγηση ἔχει μία ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ μία παραστατικότητα, χάρη στὶς ὁποῖες διδασκόμαστε τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς διακριτικότητας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου συνοδοιποροῦσε μία μέρα μὲ τὸν μαθητή του. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀσκητικὰ θέσμια ὁ μαθητής, καθὸ ἀρχάριος, προπορευόταν, ὥστε νὰ μὴν ἐμποδίζει καὶ νὰ μὴν διασπᾶ τὴν προσοχὴ τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου ἀπὸ τὴν προσευχή. Κάποια στιγμὴ ὁ προπορευόμενος μαθητὴς συνάντησε ἕνα ἱερέα τῶν εἰδώλων καὶ φερόμενος ἀπερίσκεπτα, ἐγωιστικὰ καὶ καθόλου χριστιανικὰ τὸν ἐξύβρισε, χαρακτηρίζοντάς τον ὡς «δαίμονα». Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐξαγριωθεῖ ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας καὶ νὰ κτυπήσει τόσο πολὺ τὸν ἀρχάριο μοναχό, ὥστε νὰ τὸν ἀφήσει ἡμιθανῆ.
Συνεχίζοντας τὸν δρόμο του ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας συνάντησε καὶ τὸν ἀββᾶ Μακάριο, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς, ὡς ἀληθινὸς δηλαδὴ χριστιανός, τὸν χαιρέτησε μὲ πραότητα. Αὐτὸ παραξένεψε τὸν εἰδωλολάτρη, ποὺ κοίταξε ἀπορημένος τὸν Μακάριο καὶ τοῦ ἀπάντησε: «ἀπὸ τὰ λόγια σου φαίνεται νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ ἕνα ἄλλο κακόγερο ποὺ συνάντησα πιὸ πάνω καὶ μὲ ἐξύβρισε, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ τὸν κτύπησα». Ὁ Μακάριος κατάλαβε ὅτι μιλοῦσε γιὰ τὸν μαθητή του, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσει νὰ τὸν περιμαζέψει καὶ νὰ τὸν πάει στὸ κελί του γιὰ ἀνάρρωση. Πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Ὅταν περιποιήθηκαν τὸν ἀρχάριο καὶ ἀθυρόστομο μοναχό, ὁ εἰδωλολάτρης στράφηκε πρὸς τὸν ἀββᾶ Μακάριο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θέλει νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του καὶ ὅτι τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν προσλάβει ὡς ὑποτακτικό του!
Ὁ ἀγαθὸς ἀββᾶς Μακάριος δὲν ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας, χάρη στὴν ἀγάπη ποὺ ἔμπρακτα βίωσε, ἔγινε μαθητὴς τοῦ ἁγίου. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ ἀββᾶς Μακάριος βρέθηκε σὲ μία σύναξη γερόντων τῆς ἐρήμου, ἐξέθεσε τὸ περιστατικὸ καὶ μίλησε μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸν ζῆλο τοῦ πρώην εἰδωλολάτρη ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πίστης του. Τότε οἱ ἄλλοι γέροντες χάρηκαν γιὰ τὴ μεταστροφὴ τοῦ ἱερέα καὶ ἐπεσήμαναν τὸ ἑξῆς: «ὁ λόγος ὁ κακὸς τοὺς καλοὺς τοὺς κάνει κακοὺς καὶ τοὺς κακοὺς χειρότερους, ἐνῶ ὁ λόγος ὁ καλὸς τοὺς κακοὺς τοὺς κάνει καλοὺς καὶ τοὺς καλοὺς καλύτερους».
Ὁ ἀρχάριος μοναχὸς δὲν ἦταν σωστὸς χριστιανός. Βρισκόταν σὲ μία κατάσταση πλανεμένης πνευματικῆς αὐτάρκειας, θεωρῶντας ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὸν καὶ πίστευαν κάτι ἄλλο, ἀνῆκαν στὸν Σατανᾶ, καὶ ὡς ἐκ τούτου μποροῦσε νὰ τοὺς βρίζει καὶ νὰ τοὺς καταρᾶται. Δὲν σκέφτηκε ὅτι αὐτὸ ποὺ μετρᾶ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ θὰ δείξει ὁ ἄνθρωπος στοὺς συνανθρώπους του, ἀνεξάρτητα τοῦ τί ἢ ποὺ πιστεύουν. Στὸ κάτω κάτω μπορεῖ αὐτοὶ νὰ μὴν γνώρισαν ἀπὸ πουθενὰ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ψάχνουν. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἀντιπροσώπευε καὶ ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας. Ναὶ μὲν λάτρευε καὶ θυσίαζε στὰ εἴδωλα, ὅμως δὲν ἤξερε τί ἔκανε καὶ οὔτε τὸ θεωροῦσε μεμπτό. Γι᾿ αὐτὸν ἡ θρησκεία καὶ ὁ Θεός, ὅπως τὰ ἀντιλαμβανόταν, ἦταν ἀγάπη. Στὸν ἀρχάριο μοναχὸ δὲν διέκρινε ἀγάπη, ἀλλὰ ἀπόρριψη. Στὸ πρόσωπο, ὅμως τοῦ ἀββᾶ Μακάριου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔβριζε, δὲν καταριόταν, ἀλλὰ ἀγαποῦσε, ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, βίωσε τὴ συνάντηση μὲ ἕνα πραγματικὸ χριστιανό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀβίαστα ἑλκύστηκε στὴν ἀληθινὴ πίστη.