Μὲ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ὁλοκληρώνεται ἡ τρίτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, οἱ χριστιανοὶ ἔχουν νηστέψει ἕνα εὔλογο διάστημα, δὲν ἀναμένεται νὰ ἔχουν δεῖ ἐντυπωσιακὲς ἀλλαγὲς στὴ ζωή τους καὶ εὔκολα μπορεῖ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μυαλό τους ἡ σκέψη ὅτι ἡ ἄσκηση καὶ ἡ δοκιμασία, τὸ πάθος δηλαδή, ἴσως νὰ μὴν ἀξίζουν τὸν κόπο. Παρόμοιες σκέψεις ἔκανε καὶ ὁ Πέτρος ποὺ διαφώνησε μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ νὰ πάθει καὶ νὰ πεθάνει στὸν Σταυρό. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ στὶς σκέψεις τοῦ Πέτρου ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονη. Ὄχι μόνο ἐπιτίμησε μὲ αὐστηρότητα τὸν Πέτρο, ἀλλὰ καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸ πάθος Του. Αὐτὴ τὴν πρόσκληση ἀπευθύνει σήμερα καὶ ἡ Ἐκκλησία καλῶντας τοὺς πιστοὺς νὰ προσκυνήσουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνοντας ὅτι τὸ νὰ σηκώσει κανεὶς τὸν σταυρό του ὅπως ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸν δικό Του σταυρὸ, δὲν εἶναι μόνο ἀναγκαῖο καὶ ἀπαραίτητο, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος λόγος νὰ καυχᾶται κανεὶς γιὰ κάτι στὴ ζωή του.
Οἱ χριστιανοὶ στὶς μέρες μας καὶ σίγουρα πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπὸ τὰ θαύματα σπουδαίων ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν τῆς ἐποχῆς μας, χωρὶς νὰ εἶναι βέβαια αὐτὸς ὁ σκοπός τους. Μᾶς ἀρέσει, ἐπίσης, νὰ ἀκοῦμε ἱστορίες ἐξαιρετικῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν καὶ διηγήσεις μὲ τὰ ἀξιοθαύμαστα πνευματικά τους κατορθώματα. Ξεχνᾶμε, ὅμως, ὅτι δὲν ὑπάρχει σπουδαιότερο θαῦμα ἀπὸ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, σπουδαιότερο καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως ἐκείνης τοῦ Λαζάρου ποὺ ἔχει προηγηθεῖ τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ πολὺ περισσότερα ἐκεῖνα ποὺ ἀκόμα ἐπιτελοῦνται μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἁγίων καὶ ἀφοροῦν συγκεκριμένους συνανθρώπους μας. Ἀλλὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ θαῦμα τῆς Σταύρωσης, νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες ὅλων μας, κάθε ἀνθρώπου, σὲ κάθε ἐποχή.
Ἀπέναντι στὸ θαῦμα τῆς Σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ στεκόμαστε μὲ ἀνάμικτα συναισθήματα. Νιώθουμε τὴ λαχτάρα νὰ προσκυνήσουμε τὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ, μᾶς πιάνει δέος ἀτενίζοντας τὸν Σταυρὸ ποὺ περιφέρεται ἀναμεταξὺ τῶν πιστῶν, ἐνῷ συγκινούμαστε στὴ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ στὸ ἄκουσμα τῶν ὕμνων ποὺ συνοδεύουν τὴ θυσία Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν θὰ θέλαμε νὰ τύχει καὶ σὲ ἐμᾶς ὅ,τι συνέβη στὸν Χριστό. Προτιμοῦμε τὸν Χριστὸ πάνω στὸν σταυρό, ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι σηκώνουμε ἤδη τὸν σταυρό μας καθὼς τὸν συνδέουμε μὲ τὶς δυσκολίες καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς μας, ἐνῷ κάποιοι ἄλλοι τὸν ταυτίζουν μὲ τὰ δεινὰ τοῦ κόσμου. Δὲν θέλουμε νὰ σηκώσουμε ἕναν πιὸ βαρὺ σταυρὸ ποὺ θὰ μᾶς γονατίσει, ποὺ θὰ ἀμφισβητήσει τὴν κανονικότητα τῆς ζωῆς μας. Τὸ μόνο ποὺ νομίζουμε ὅτι χρειάζεται εἶναι νὰ μᾶς βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς δυσκολίες μας. Ἂν ἔτσι σκεπτόμαστε, στην πραγματικότητα στρεφόμαστε πρὸς τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς ὑποθέσεις μας κι ὄχι πρὸς τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὥστε μὲ εἰλικρίνεια νὰ τὸν προσκυνήσουμε.
Ἂν ἔχουμε ἀνάμικτα συναισθήματα εἶναι γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μᾶς καλεῖ νὰ πάρουμε θέση ἀπέναντί του καὶ εἴτε νὰ τὸ θεωρήσουμε καύχημά μας, εἴτε νὰ τὸν ἀπορρίψουμε θεωρῶντας ὅτι ὅλα ὅσα φαίνεται νὰ σημαίνει εἶναι παράλογα, ἀδύναμοι νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημά του. Γιὰ νὰ μιμηθοῦμε τὸν Παῦλο ποὺ θεωρεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καύχημά του, θά πρέπει νὰ κινηθοῦμε πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν συναισθημάτων μας ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὶς ἀντικειμενικὲς συνέπειες τῆς θυσίας πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ τὴ σημασία τους γιὰ τὶς ζωές μας.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουμε νὰ καυχόμαστε γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά μας, γιὰ ὅ,τι θεωρεῖται ἐπιτυχία στὴν ἐποχή μας, γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, τὶς θέσεις ποὺ κατέχουμε, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν μας, τὰ χρήματά μας. Φαντάζει περίεργο νὰ πρέπει νὰ καυχᾶται κανείς γιὰ ἕναν Ἐσταυρωμένο ποὺ δείχνει ἀποτυχημένος καὶ ἀδύναμος καὶ ὁ ὁποῖος μάλιστα μᾶς καλεῖ νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνει κι αὐτός. Τὰ παραδείγματα ποὺ μᾶς ἀρέσει νὰ προβάλλουμε εἶναι ἐκεῖνα τῶν ἐπιτυχημένων, τῶν ἰσχυρῶν, ἐκείνων ποὺ τὰ καταφέρνουν στὴ ζωὴ κι ὄχι ἐκείνων ποὺ πεθαίνουν μόνοι τους ἕναν ἐπώδυνο, ἀτιμωτικὸ καὶ προσβλητικὸ θάνατο. Ἂν τουλάχιστον ἦταν ἕνας ἀξιοπρεπὴς θάνατος, θὰ εἴχαμε νὰ ποῦμε μιὰ καλὴ κουβέντα γι’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν παρουσιάσουμε ὡς ἕνα σημεῖο ἀξιότιμης ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.
Ὁλοκληρώνουμε τὴν τρίτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν καὶ θὰ ἦταν κρῖμα νὰ χάσουμε τὸν προσανατολισμό μας νομίζοντας ὅτι τὸ πρόβλημά μας εἶναι ἡ διαχείριση τῶν οἰκογενειακῶν, ἐπαγγελματικῶν καὶ κοινωνικῶν ὑποθέσεών μας καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν θέλουμε δοκιμασίες, προβλήματα, ἀποτυχίες καὶ δυσκολίες ποὺ δὲν ἀντέχουμε, ἀνάγκες ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιμετωπιστοῦν. Εἶναι ἀνθρώπινες καὶ κατανοητὲς αὐτὲς οἱ ἀνησυχίες, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας τὸ πρόβλημά μας εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ἁμαρτίες μας, καὶ ἡ πραγματική μας ἀνάγκη εἶναι ἡ συγχώρεσή τους. Μάλιστα προσκυνοῦμε τὸν Τίμιο Σταυρὸ γιὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε ὅτι τὸ πραγματικό μας πρόβλημα λύθηκε μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο μιὰ γιὰ πάντα, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὄχι ἀναγκαστικά. Ἔχουν συγχωρεθεῖ οἱ ἁμαρτίες μας ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχει μείνει νὰ γίνει εἶναι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, προσωπικὰ πιά, νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴ συγχώρεση ὅλων τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴ δική μας μετάνοια. Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἔτσι ἔχουν, δὲν ὑπάρχει κάποιο πραγματικὸ πρόβλημα ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα ἐπιλυθεῖ, ἀρκεῖ κι ἐμεῖς νὰ συμφωνήσουμε σὲ αὐτὸ ἀναθεωρῶντας, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸν κόσμο μετακινούμενοι ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ κυριαρχοῦν στὶς μέρες μας, στὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πάθους Του.
Κυρίαρχη ἀντίληψη στὸν κόσμο ἀποτελεῖ ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ γενικότερα ἀπὸ τὴν παρουσία Του στὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη στὴν πραγματικότητα ταυτίζεται μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζεῖ ὅπως θέλει, νὰ συνάπτει ὅποιες σχέσεις θέλει καὶ μὲ ὅποιον θέλει, νὰ διαλύει τὶς σχέσεις του ὅποτε θέλει καὶ μάλιστα νὰ μὴν ἔχει καμία ἠθικὴ εὐθύνη γιὰ τὶς συνέπειες τῶν πράξεών του στοὺς ἄλλους, στὰ μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας καὶ τὴν οἰκογένειά του καὶ εὐρύτερα στὴν κοινωνία. Ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἁμαρτία νὰ θέλει κανεὶς νὰ ἐπιβάλλει τὸ θέλημά του καὶ στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους, ἀγνοῶντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔρθουν ὁ ἕνας κοντὰ στὸν ἄλλο, νὰ ἀγαπήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ τελικὰ νὰ ἀγαπήσουν καὶ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς δὲν κάνει τὸ θέλημά Του, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπειδὴ τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σηκώνει τὸν Σταυρό Του, σταυρώνεται καὶ ἀπαλλάσσει ὅλους, ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Κατὰ ἕναν τρόπο ποὺ κανεὶς τὸν καταλαβαίνει καλύτερα σηκώνοντας τὸν σταυρό του, ὅλα γύρω μας ἀλλάζουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τὸν Κύριο ὅταν Ἐκεῖνος σήκωσε τὸν δικό Του σταυρό.
Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ εἶναι ἀναμενόμενη γιατὶ συνδέεται μὲ τὴν ὑπακοή, ἕνα χαρακτηριστικὸ ποὺ λείπει ἀπὸ τὸ λεξιλόγιο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καὶ τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἔχει καταλυτικὲς συνέπειες ὅταν ἐφαρμόζεται στὴν πράξη. Ἡ ὑπακοὴ γιὰ τὸ συλλογικὸ ἀσυνείδητο συνδέεται μὲ τὴν κατάσταση τῶν δούλων, τὴ σχέση τῶν ὑπηκόων μὲ τὴν ἐξουσία σὲ αὐταρχικὰ καθεστῶτα, μὲ τὶς παραδοσιακὲς κοινωνίες πρὶν τὴν χειραφέτηση τοῦ ἀτόμου καὶ τὴν ἀναγνώριση τῶν δικαιωμάτων του. Ἀλλὰ καὶ ἀναμεταξὺ τῶν χριστιανῶν, ἡ ὑπακοὴ ἔχει συχνὰ ἕνα μᾶλλον περιορισμένο πεδίο ἐφαρμογῆς ἀφοῦ γιὰ τοὺς περισσότερους περιγράφει τὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τοὺς πνευματικούς τους πατέρες. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ὑπακοὴ ἀφορᾶ πρωτίστως τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδεικνύει ὑπακοή, πλησιάζει ὅλο καὶ περισσότερο τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπομακρύνεται μὲ τὴν παρακοή, μιὰ παρακοὴ ποὺ συμπαρασύρει ὁλόκληρο τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν κάνει κόσμο τῆς Πτώσης. Προσκυνοῦμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς προϋποθέσεις του, ἀλλὰ ἡ προοπτικὴ τῆς προσκύνησης εἶναι οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς γιὰ ἐμᾶς καὶ τοὺς γύρω μας. Ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ δὲν εἶναι μιὰ ἰδιωτικὴ ὑπόθεση γιὰ τὴν ἱκανοποίηση ἀτομικῶν αἰτημάτων. Προσκυνοῦμε τὸν Σταυρὸ δημόσια, μέσα στὶς Ἐκκλησίες, ἐνώπιον ὅλων, ἀποφασισμένοι νὰ μιμηθοῦμε τὴν ὑπακοὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ ἔτσι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς προσδοκίες τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ὅλων στὸν Θεό.
Χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ καὶ τὴ σοβαρότερη πρόκληση γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς ὑπακούει στὸν Θεὸ καὶ αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ σημαίνει νὰ θυσιάσει τὸν ἑαυτό Του χάριν τῶν δούλων Του, τῶν ἀνθρώπων, καταφρονῶντας τὸν δικό Του θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πολλῶν. Μιμεῖται κανεὶς τὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ ὅταν εἶναι διατεθειμένος νὰ θυσιάσει κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του χάριν, ὄχι ἐκείνων ποὺ εἶναι ἰσχυρότεροι ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία του, ἐκείνων ποὺ κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ θεωρήσει ὑποδεέστερους, ἀσθενέστερους. Μάλιστα ἡ ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων φθάνει μέχρι τὴν αὐτοθυσία. Αὐτὴ ἡ περιγραφὴ τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ δείχνει μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο γιατί οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἐπιλέγουν νὰ σχετιστοῦν μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, προτιμοῦν αὐτὸ νὰ γίνει σὲ ἕνα συναισθηματικὸ ἐπίπεδο καὶ λιγότερο στὸ ἐπίπεδο τῆς πραγματικῆς τους ζωῆς. Ἐκεῖ οἱ περισσότεροι προτιμοῦμε νὰ ἀποφασίζουμε μὲ κριτήριο τὴν ἰσχύ. Τότε, ὅμως, μιμούμαστε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πορεύεται ὁ κόσμος μας, ἕνας κόσμος ὅπου κυριαρχεῖ τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυρότερου, παρὰ τὶς προσπάθειες αὐτὸ τὸ δίκαιο νὰ συνδυάζεται μὲ κανόνες ποὺ ὅλοι θὰ πρέπει νὰ σέβονται.
Δὲν μᾶς ἀρέσουν τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κόσμου τῆς ἰσχύος ποὺ συχνὰ ἀντιστοιχοῦν στὴν παρουσία τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, ἀλλὰ στὴν ἀπόκτηση δύναμης πηγαίνει πρῶτα τὸ μυαλό μας γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ἀνάγκες μας, γιὰ νὰ λύσουμε τὰ προβλήματά μας, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς φιλοδοξίες μας ποὺ οἱ ἄλλοι θὰ θέλουν πάντα νὰ ἀκυρώνουν, ἔχουμε ὅπως λέμε τὸν δικό μας σταυρὸ καὶ πρέπει δυναμικὰ κάτι νὰ κάνουμε. Ἡ Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι κάθε σταυρός, κάθε ἀνθρώπου καὶ ὁ ἄρα καὶ ὁ δικός μας, θὰ πρέπει νὰ γίνει σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν οἰκονομία Του γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Χριστὸς ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς καταλάβει καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα γι’ αὐτὸ καὶ ὅ,τι κι ἂν θεωροῦμε ὡς τὸν δικό μας σταυρό, θὰ πρέπει νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὸ θέλημά μας καὶ τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Τότε κανεὶς μπορεῖ νὰ δεῖ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ ζητήσει τὴ συγχώρεσή τους καὶ νὰ καταλήξει μὲ λόγια καὶ ἔργα δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπαρνιέται τὸν ἑαυτό του καὶ προσκαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ κατοικήσει μέσα του. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος νὰ σηκώνει κανεὶς τὸν σταυρό του καὶ νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο.
Προσκυνοῦμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ συνεχίζουμε μὲ μεγαλύτερη αὐτοπεποίθηση τὴ νηστεία ἀποφασισμένοι νὰ ἀναλάβουμε τὸν σταυρό μας κατὰ τὸν τρόπο ποὺ θέλει ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς σταυρώνεται καὶ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα Του αἷμα καὶ ὕδωρ γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ὥστε καὶ ἀπὸ τὴ δική μας ζωὴ νὰ «ἐξέρχεται» στοὺς γύρω μας ἡ χάρις τοῦ μυστηρίου καὶ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς εἶναι νὰ μιμεῖται κανεὶς τὸν Ἐσταυρωμένο.