Eἶναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς μέ λίγες προτάσεις τά γεγονότα καί τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Γιά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Πεντηκοστή ἀποτελεῖ τήν κατεξοχήν ἐμπειρία θεώσεως. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἀφοσιωμένος ἀκόλουθός του καί νά ἔχει τήν κατάλληλη πνευματική προετοιμασία ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά ἔχει ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς πού ἀποτελεῖ τήν κορυφαία στιγμή ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ γιά νά λάβουν τό Ἅγιο Πνεῦμα ὥστε στή συνέχεια νά μιλήσουν γι’ αὐτό, προετοιμάζονταν ὅσο αὐτό ἦταν δυνατόν.
Κλεισμένοι σέ ἕνα σπίτι, σέ ἕνα ὑπερῶο πού παραπέμπει συνειρμικά στό ὑπερῶο τῆς τέλεσης τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, περιμένουν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, προσευχόμενοι καί ἔχοντας τόν νοῦ τους συγκεντρωμένο καί ἀφοσιωμένο στόν Θεό, ἀναμένοντας τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης πού τούς εἶχε δοθεῖ. Εἶναι βέβαιοι ὅτι ὁ Θεός θά κρατήσει τήν ὑπόσχεσή του. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔχουν κατανοήσει ὅτι ἡ ὑποδοχή μιᾶς τόσο μεγάλης δωρεᾶς ὅπως ἡ ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς ψυχές τους προϋποθέτει, ἔστω καί κατά ἕναν ἀσύμμετρο τρόπο, μιά ἀνάλογη προετοιμασία ὥστε νά μπορέσουν νά γίνουν δεκτικοί τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος. Τό Πνεῦμα ἐπιτελεῖ τά μυστήρια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί κάθε ἀγαθή πράξη πού θέλει ὁ Θεός καί ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ἀναγεννῶντας τον πνευματικά. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας.
Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά μάθει τήν ἀλήθεια, πάντα ἀγωνιζόταν γιά νά ξεχωρίζει τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα. Γιά τόν σκοπό αὐτό δημιούργησε τήν ἐπιστήμη καί προχώρησε στή γνώση τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ὁ Θεός ἦταν πάντα ἐκεῖνος πού φώτιζε τόν ἄνθρωπο νά ἀποκτήσει ὅλο καί καθαρότερη γνώση, διαμηνύοντάς του ὅτι ἡ γνώση τῶν ἀνθρώπινων χωρίς τή γνώση τῶν θεϊκῶν εἶναι πάντα μιά γνώση ἐλλιπής καί εὐάλωτη. Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει στόν Θεό τόσο καί πλησιάζει πρός τήν ἀλήθεια, γιά τόν ἴδιο, τούς γύρω του, τόν κόσμο καί τελικά τόν Θεό. Ἡ προσπάθεια τοῦ Θεοῦ νά φέρει τόν ἄνθρωπο πιό κοντά στήν ἀλήθεια κορυφώνεται μέ τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει μόνος του στήν ἀλήθεια ὅση ἐπιστήμη κι ἄν δημιουργήσει γιατί ἡ ἐνασχόλησή του ἀφορᾶ μόνο τά δημιουργήματα.
Ἡ ἀποστολή τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας ἀποκαλύπτει στόν ἄνθρωπο ὅτι γιά τήν πορεία του πρός τήν ἀλήθεια, θέλει ἀπαραίτητα ὡς βοηθό του τόν Θεό. Ἡ στάση τῶν μαθητῶν εἶναι ἀποκαλυπτική. Περιμένουν τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά ξεκινήσουν τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἐθνῶν. Χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν πραγματικότητα δέν μποροῦν νά πετύχουν καί σπουδαῖα πράγματα. Ὅ,τι στή συνέχεια θά πράξουν μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου στόν κόσμο, θά εἶναι ἁπλᾶ τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι τό δικό τους ἔργο. Αὐτή εἶναι μιά ἀναγκαία γνώση γιά νά κατανοήσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐμεῖς καί ἡ γνώμη μας ὑποχωροῦμε, γιά νά ἀναλάβει τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί ἔτσι γίνεται κανείς σοφός ἄνθρωπος.
Ὁ τρόπος φανέρωσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μοιάζει μέ ἐκεῖνον τοῦ Υἱοῦ. Ὅπως ὁ Υἱός συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους σωματικά, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα γίνεται ὁρατό μέ τόν τρόπο του καί μεταλαμβάνεται μέ τίς ἐνέργειές του πού κατακλύζουν κάθε ἐνέργεια καί πρακτική τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τό πρότυπο τοῦ θεανθρώπινου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, θεανθρώπινη θά πρέπει νά εἶναι καί ἡ πορεία πρός τήν ἀλήθεια τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ πού χαρίζει τό Πνεῦμα. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται μέσα στά ἅγια μυστήρια, ἀλλά καί στίς θεῖες ἀρετές πού ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά μιμηθεῖ. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀρχίζει κανείς νά καταλαβαίνει καί τό νόημα τῆς γνώσης πού ὁ ἴδιος δημιουργεῖ ὡς εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ, ὥστε ἡ ἐξέλιξη τῆς ἀνθρώπινης γνώσης νά μήν γίνει μέσο γιά τή διασπορά τοῦ ψεύδους. Σέ ἀντίθεση μέ τίς ψευδεῖς εἰδήσεις πού κατακλύζουν τόν κόσμο, ἡ εἴδηση τῆς Πεντηκοστῆς γιά τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία καί τόν κόσμο εἶναι μιά εἴδηση ἀλήθειας, ἡ εἴδηση πού ὑπηρετεῖ τήν ἀλήθεια. Τό Πνεῦμα γνωρίζει ὅλη τήν ἀλήθεια γιά ὅλα, ἀκόμα καί γιά τό βάθος τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τή γνώση ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τήν ἀγάπη πού ἔχουν ἀναμεταξύ τους ξεχωρίζουν οἱ μαθητές καί οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἐκείνους πού δέν εἶναι ἀληθινοί μαθητές Του. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ ἀπουσιάζουν οἱ παράλογες ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, ὁ φθόνος καί ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στόν συνάνθρωπο. Ὅπου κυβερνᾶ ἡ ἀγάπη, δέν ὑπάρχει Κάϊν πού σκοτώνει τόν ἀδελφό του καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ καί πνευματικά ἀδέλφια καθώς ὁ κόσμος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν περιορίζεται ἀπό τίς ἀνθρώπινες συγγένειες. Καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νά ἀναγνωρίζει κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ἴδιο, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζουν σιγά-σιγά οἱ ἄνθρωποι νά ξεχωρίζουν τήν ἀγάπη πού ἀποτελεῖ καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τίς ἄλλες μορφές ἀγάπης πού συνθέτουν οἱ ἄνθρωποι. Δέν ὑπάρχει κάτι σπουδαιότερο ἀπό τήν ἀγάπη καί οἱ ἄνθρωποι τό γνωρίζουν πολύ καλά αὐτό.
Ὡστόσο, καί ἐνῷ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό ἀγάπη συνεχῶς ἀποκαλύπτεται, ἕτοιμο νά φωτίσει κάθε ἄνθρωπο, νά φωτίσει τήν ἀλήθεια γιά τή ζωή του καί τήν ὕπαρξή του, τό Ἅγιο Πνεῦμα παραμένει ὁ μεγάλος ἄγνωστος, συχνά καί γιά τούς χριστιανούς. Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται ἀταλάντευτα τόν δρόμο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού ἤδη ἔχει κάνει ἐμφανῆ τήν παρουσία της στή ζωή τῶν χριστιανῶν, γνωρίζουμε ἐδῶ καί αἰῶνες, ἀπό τή συγκρότησή της, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται καί καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν καταλαβαίνουν πῶς ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κρίνουν τήν παρουσία Του κατά τή γνώμη τους. Δέν γνωρίζουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα γιατί προφανῶς ἀπέχουμε πολύ ἀπό τήν κατάσταση τῆς θεώσεως, ἀλλά τήν ἴδια στιγμή νιώθουμε σίγουροι καί ἱκανοί νά διακρίνουμε πότε καί σέ ποιούς ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Θέλουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά σκέφτεται ὅπως ἐμεῖς. Ἐπιθυμοῦμε νά φωτίζει ἐκείνους πού προτιμοῦμε καί νά ἀπουσιάζει ἀπό ἐκείνους μέ τούς ὁποίους ἔχουμε ἤ νομίζουμε ὅτι ἔχουμε διαφορές. Ἐνῷ δέν γνωρίζουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ ἀποδίδουμε τίς κινήσεις πού ἐμεῖς θέλουμε, σάν νά εἶναι ἄνθρωπος πού σκέπτεται σωματικά. Σάν νά ἔχουμε ρίξει τείχη γύρω μας γιά νά παραμείνει μαζί μας, ὥστε νά μήν ἔχει τήν ἐλευθερία νά σκεπάζει μέ τή Χάρη του καί νά φωτίζει ἐκείνους πού Ἐκεῖνο θέλει. Ἀρνούμαστε, δηλαδή, τήν ἀλήθεια ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅπου θέλει πνέει, σέ ὅσους θέλει, ὅταν θέλει καί ὅσο θέλει.
Ξεχνᾶμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε δέσμιοι τῆς χρονικότητας καί ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις μας περιορίζονται ἀπό τίς μεταβολές τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἄχρονο καί ἀναλλοίωτο, πάντα ὑπῆρχε, εἶναι Θεός κι ὄχι ἄνθρωπος ἤ κάτι ἐνδιάμεσο μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Δέν ταιριάζει στούς ἀνθρώπους νά στέκονται ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία καί νά πιστεύουν ὅτι γνωρίζουν μέ βεβαιότητα ποιοί ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ποιοί ὄχι. Ὅταν περνᾶνε τέτοιες σκέψεις ἀπό τό μυαλό μας μοιάζουμε μέ ἐκείνους πού στό παρελθόν πολέμησαν τή θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συμπεριλαμβάνοντάς το στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ὡς ἕνα κτίσμα μεταξύ πολλῶν ἄλλων. Ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πάντα ἑνωμένο μέ τόν Πατέρα καί μέ τόν Υἱό καί ὅταν «καθορίζουμε» ποιοί εἶναι πνευματοφόροι καί ποιοί ὄχι εἶναι σάν νά διεκδικοῦμε νά καθορίζουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Τό Ἅγιο Πνεῦμα μοιράζει τή χάρη Του στούς ἀνθρώπους, δέν μοιράζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι πού ἐξουσιάζει καί δέν ἐξουσιάζεται ἀπό κανένα. Πρέπει πρῶτα νά γνωρίσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ὥστε μετά νά μποροῦμε νά μιλήσουμε γι’ Αὐτό σάν νά μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μιά καλή ἀφορμή νά γνωρίσουμε κάτι γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μαθαίνουμε ἀπό τούς μεγάλους θεολόγους, τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι αὐτή ἡ γνωριμία εἶναι ἕνα ἐσωτερικό γεγονός ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά δημιουργεῖ ἀντιπαραθέσεις μέσα στήν Ἐκκλησία μέ ἐξωτερικές δηλώσεις καί πομπώδη τρόπο, μέ εὐλάβεια στρέφει τόν νοῦ του στό μυστήριο τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τρόπο μυστικό, στό ταμεῖο τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίζεται μέ τή μορφή τῶν πυρίνων γλωσσῶν καί μᾶς θυμίζει τή φλεγόμενη καί μή κατακαιόμενη βάτο πού θέλησε νά πλησιάσει ὁ Μωυσῆς καί ὁ Θεός τοῦ ζήτησε νά βγάλει τά ὑποδήματά του. Γιά νά μπορέσει ὁ Μωυσῆς νά γνωρίσει καί νά συνδεθεῖ μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θά ἔπρεπε πρῶτα νά βγάλει ἀπό πάνω του καί νά ἀφήσει πίσω του τήν ἀνθρώπινη αὐτοπεποίθηση καί ἔπαρση, χαρακτηριστικά καί τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων. Τό μοντέλο τοῦ νεωτερικοῦ «ἰδιόρρυθμου» καί αὐτόνομου ἀτόμου ὅπου ὅλοι καί ὅλα περιστρέφονται γύρω ἀπό τό ἄτομό του, δέν μπορεῖ νά ἔχει κανένα δικαίωμα πάνω στό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσο λιγότερο πιστεύει κανείς στόν ἑαυτό του καί στίς βεβαιότητές του, τόσο περισσότερα περιθώρια ἔχει νά πιστεύει στόν Θεό καί νά ὑποδέχεται τό Πνεῦμα στή ζωή του. Τότε εἶναι πού ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά καταλαβαίνει τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ ζωή του, οἱ πράξεις του, τά σχέδια του ἔχουν νόημα στό βαθμό πού συνδέονται μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωυσῆς εἶναι ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Ἀντίστοιχο παράδειγμα εἶναι καί οἱ Ἀπόστολοι.
Κάθε ὑποδοχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τῶν ἀνθρώπων δημιουργεῖ προϋποθέσεις μεγαλύτερης πίστης καί ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ καί αὐτή μέ τή σειρά της μεγαλύτερη δεκτικότητα τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ταυτόχρονα δέχεται, λόγῳ τῆς κοινῆς φύσεως, καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί τόν Υἱό. Ἀλλά ὅπως ταιριάζει στόν ἄνθρωπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο βαθμηδόν κάτι πού συνέβη καί μέ τούς ἀποστόλους, πρῶτα μέ τά θαύματα, στή συνέχεια ὅταν ὁ Κύριος ἐνεφύσησε λέγοντας «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο» καί τελικά μέ τίς πύρινες γλῶσσες. Κάπως ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέ τή γνώση τοῦ Πνεύματος ἀνεβαίνει τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ στόν Θεό.
Αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἀντιστοιχεῖ στή θέαση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού γίνεται ὁρατό στίς ζωές τῶν ἀνθρώπων ὅταν αὐτές μεταβάλλονται, ὅταν ἀλλάζει κυριολεκτικά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο σκέπτεται ὁ νοῦς, πάλλεται ἡ καρδιά καί ἐκφράζεται ἡ γλῶσσα. Οἱ ἁλιεῖς γίνονται ἀπόστολοι, οἱ φοβισμένοι καί ἔγκλειστοι στό ὑπερῶο μαθητές ἀποκτοῦν θαρραλέα καρδιά καί κηρύττουν τόν Λόγο σέ ὅλα τά ἔθνη μιλῶντας μιά ἄλλη γλῶσσα, ἐκεῖ πού ζητοῦσαν πρωτοκαθεδρίες τώρα μέ καθαρό νοῦ γίνονται διάκονοι τοῦ λαοῦ μέχρι θανάτου. Ὅπως οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἄρχισαν νά μιλοῦν ἄλλες γλῶσσες, διαφορετικές ἀπό τή μητρική τους, ἔτσι καί ὅσοι φωτίζονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν μιλοῦν πιά τή δική τους γλῶσσα, δηλαδή τή γλῶσσα τῶν δικῶν τους σκέψεων καί ἀπόψεων, ἀλλά τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ πού ἐναρμονίζει τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή τό νόημα τῆς ζωῆς τους, πού πιά συνδέεται μέ τόν Θεό. Ὁ φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτελεῖ ἔργο ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο τῆς Βαβέλ. Δέν χωρίζει, ἀλλά μᾶλλον ἑνώνει τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Χριστός ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὅσοι θά πιστέψουν σέ αὐτόν ποταμοί ὕδατος θά ρεύσουν ἀπό τά βάθη τῆς ὕπαρξής τους, περιγράφοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἀστείρευτη πηγή χάριτος πού θά ἀπολαμβάνουν ὅσοι θά λάβουν τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ σκοπό νά ξεδιψάσουν τή δική τους, ἀλλά καί τῶν ἄλλων, πνευματική δίψα γιά τόν Θεό. Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι γιά ὅλους μας, ἀλλά ταιριάζει περισσότερο σέ ἐκείνους πού εἶναι πραγματικά διψασμένοι γιά ἀλήθεια, ἀγάπη καί ἑνότητα μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Νά εὐχηθοῦμε στόν Θεό αὐτή ἡ ἀλήθεια νά γίνει κατανοητή ἀπό ὅλους μας.