Η φράση αυτή ειπώθηκε ως κοροϊδία και εμπαιγμός στο πρόσωπο του σταυρωμένου Χριστού από τους αρχιερείς και γραμματείς του Ισραήλ. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος προσθέτει και τους πρεσβύτερους και φαρισσαίους : «ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·»
Σε μια πρώτη ανάγνωση, πράγματι εκφέρεται η φράση αυτή ως ειρωνία -εμπαιγμός. Η αφρόκρεμα της θρησκευτικής ιεραρχίας του λαού, οι καλύτεροι γνώστες και μελετητές του Μωσαϊκού νόμου και των προφητών, μπροστά στην άκρα ταπείνωση και την έσχατη ατίμωση του συμπατριώτη τους Ιησού από την Ναζαρέτ, δεν δείχνουν κάποια ελάχιστα ψήγματα ανθρώπινης συμπόνιας, έστω οίκτου, αλλά αδειάζουν από μέσα τους και τα τελευταία ίχνη του φθόνου και της χαιρεκακίας τους λίγο πριν πεθάνει, σε μια προσπάθεια να δικαιώσουν τον εαυτό τους γι’ αυτό που κατάφεραν. Η σταύρωση και η ατίμωση του Ιησού είναι για αυτούς η απόδειξη, ότι αυτός ο Ναζωραίος δεν ήταν ο εκλεκτός του Θεού, αφού αν ήταν, προφανώς και δεν θα σταυρωνόταν, αφού «γέγραπται γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου·», και δεν θα μπορούσε ένας επικατάρατος να είναι ο Μεσσίας. Όλοι αυτοί οι «ευσεβείς» του λαού νιώθουν ότι έκαναν το χρέος τους έναντι του νόμου, εξολοθρεύοντας ένας «πεπλανημένο» αυτόκλητο διδάσκαλο που τόλμησε να επικληθεί Υιός του Θεού.
Είναι απορίας άξιο πώς όλοι αυτοί οι εμβριθείς διδάσκαλοι, που μελετούσαν τόσο επιστάμενα τον νόμο και τους προφήτες, πώς ερμήνευαν τα όσα γράφει ο προφήτης Ησαΐας στο 53ο κεφάλαιο του:
« καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη. οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν. τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα…»
Πόσο πιο ξεκάθαρα θα μπορούσε να τα περιγράψει ο προφήτης 800 χρόνια περίπου πριν τον Χριστό; Τα διάβαζαν, τα μελετούσαν, τα ανέλυαν και τα σχολίαζαν για τόσα χρόνια, και όταν ήρθε η ώρα έγιναν , όχι εν τη αγνοία τους , αλλ΄ εν τη πωρώσει της καρδίας αυτών, οι εκτελεστές της προφητείας. Ίσως για αυτό και ο Προφήτης Ησαΐας ξεκινά το 53ο κεφάλαιο του με την ερώτηση:
«Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;» δηλαδή,
«Κυριε, ποιός επίστευσεν εις αυτά, που ημείς ηκούσαμεν από σε και εκηρύξαμεν στους ανθρώπους; Η δύναμις του Κυρίου εις ποίον εφανερώθη και έγινεν πιστευτή και παραδεκτή;»
Αναρωτιέται ο προφήτης προκαταβολικά, ποιος θα πιστέψει σε αυτά που θα γράψει παρακάτω, υπαινισσόμενος ότι κάποιοι θα τα ακούσουν και θα τα διαβάσουν, αλλά δεν θα τα πιστέψουν, διότι δεν αρκεί η ανάγνωση, όσο βαθυστόχαστη και αν είναι, αν δεν είναι έτοιμη η καρδία του ανθρώπου να δεχθεί την αποκάλυψη εκ του Θεού. Δυστυχώς όμως η καρδία των πρεσβυτέρων του λαού δεν ήταν ανοικτή έναντι του βραχίονος του Κυρίου. Όπως το ομολογεί ο ίδιος ο προφήτης Ησαΐας :
«ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι
αὐτούς.»
Απόδοση: «Και τούτο, διότι η καρδία του λαού αυτού έγινε χονδρή και σκληρά. Με τα αυτιά του σώματος και της ψυχής ήκουσαν βαρειά τα θεία λόγια· έκλεισαν τα μάτια της διανοίας των, δια να μη ιδούν με τα μάτια των τα θαυμαστά πράγματα, να μη ακούσουν τα λόγια μου με τα αυτιά των, ώστε να τα εννοήσουν, να μετανοήσουν και να επιστρέψουν εις εμέ, εγώ δε να τους θεραπεύσω”.
Η φράση « …καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ » πέρα από την αρχική διάθεση εμπαιγμού και κοροϊδίας των γραμματέων και φαρισαίων υπέκρυπτε και την βαθιά τους προσδοκία -πεποίθηση – ελπίδα για τον ρόλο του Μεσσία ως ενός ηγέτη που θα χάριζε στον Ισραήλ επίγεια δόξα, πλούτο και επικράτηση έναντι των άλλων λαών. Βαθύτερα μέσα τους αυτό ήθελαν: Τον Μεσσία που θα έρθει και ενώ ο λαός του Ισραήλ ήταν ταπεινωμένος και υπόδουλος των Ρωμαίων, με μια εντυπωσιακή κίνηση, πέρα από κάθε προσδοκία, θα ανέτρεπε την κατάσταση και θα τους χάριζε όχι απλώς την ελευθερία, αλλά και την οικονομική – εδαφική -πολιτική κατίσχυση έναντι των εχθρών τους. Αν ο Χριστός μπορούσε να κατεβεί από τον σταυρό στην κατάσταση που βρισκόταν, τότε ναι, αυτόν θα τον πίστευαν και θα τον ακολουθούσαν, διότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν σίγουρα (κατά την γνώμη τους, με τον τρόπο που ερμήνευαν τα λόγια των προφητών) ο Μεσσίας, ο εκλεκτός του Θεού.
Δεν μπορούσαν να υποψιαστούν, ακόμα και αν υπήρχαν αναρίθμητα χωρία στην Παλαιά Διαθήκη που το επιμαρτυρούσαν, ότι ο Μεσσίας τους, αυτός που περίμεναν τόσες γενεές, τελικά θα ήταν ένας άνθρωπος που σταυρώθηκε αδύναμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αυτό εξηγεί αργότερα ο Απ. Παύλος, όταν γράφει «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον». Ο λόγος είναι διπλός: Πρώτον, δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς από αυτόν τον σταυρό, αυτή την σταυρική ατιμωτική κατάσταση, τελικά πήγασε η ανάσταση και η σωτηρία όλων των ανθρώπων. Αυτό όμως είναι κάπως κατανοητό. Στο κάτω κάτω θα έλεγε κανείς, πώς να το ήξεραν ότι μετά τον σταυρό θα ακολουθούσε η ανάσταση; Ο δεύτερος λόγος που απέρριψαν τον σταυρωθέντα Χριστό είναι χειρότερος:
Αντί να προσπαθούν να φωτισθούν από την μελέτη του νόμου και των προφητών και να διαβάζουν με πνεύμα ταπείνωσης τα λόγια του Θεού, άφησαν τις δικές τους επιθυμίες και προσδοκίες (οι οποίες προφανώς πήγαζαν από τα πάθη τους) να διαμορφώσουν και να παγιώσουν την όλη τους θεωρία περί του Μεσσία και ήρθαν μετέπειτα να χρησιμοποιήσουν με έντεχνα ερμηνευτικά σχήματα τα λόγια του Νόμου και των προφητών, ώστε να δικαιώσουν την Μεσσιανική τους θεωρία και σε τελευταία ανάλυση τις δικές τους επιθυμίες . Με αυτό τον τρόπο, εκτός του ότι ακολουθούσαν τα δικά τους πάθη , τα «εξαγίασαν» παρουσιάζοντας τα ως εντολές και προσταγές του ίδιου του Θεού. Αυτό εννοεί πολύ συνεπτυγμένα ο προφήτης Ησαΐας όταν λέει «ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.»
Δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο που οι Εβραίοι, πιστοί απόλυτα στην διαστρεβλωμένη εικόνα του Μεσσία, που μεθοδικά έχτισαν για τον εαυτό τους και τους ομοεθνείς τους, ζητούν (έστω και υπό τύπο εμπαιγμού) από τον Χριστό να κατεβεί από τον σταυρό για να τον πιστέψουν. Αποτελούν από τότε πρότυπο συμπεριφοράς και πεποίθησης για όλους τους μετέπειτα ανθρώπους που θα συμπαθούσαν τον Χριστό, που θα έβρισκαν γοητευτικά τα λόγια του Χριστού, που θα πίστευαν στην κάποια χρησιμότητα της διδασκαλίας του, υπό ένα όρο: Να κατεβεί από τον σταυρό. Ένας Χριστός χωρίς σταυρικό θάνατο, ένας Χριστός που νικά τους σταυρωτές του με την θεϊκή του δύναμη και κατεβαίνει από τον σταυρό, θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και δημοφιλής ιστορική προσωπικότητα. Θα έλκυε πλήθη «πιστών» που θα έβλεπαν στην μορφή του την αυτόματη «θεϊκή» λύση των προβλημάτων τους, της δουλείας, της φτώχειας, της καταπίεσης, της αδικίας μέσω μιας εντυπωσιακής ισχύος που θα κατέβαλλε κάθε αντίπαλη δύναμη. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν πολύ πιο «πειστική» παρά τον Χριστό που καλεί τους μαθητές του να σηκώσουν τον σταυρό τους, να απαρνηθούν τον εαυτό τους, ώστε να σώσουν την ψυχή τους στην μέλλουσα βασιλεία του.
Μια δεύτερη ανάγνωση (χωρίς όμως την κοροϊδευτική της χροιά) της προτροπής -πρόκλησης των πρεσβυτέρων του Ισραήλ στον Χριστό να κατεβεί από τον σταυρό για να τον πιστέψουν, φαίνεται να βολεύει ακόμα και πολλούς από αυτούς που θέλουν να είναι πιστοί ακόλουθοι του Χριστού (επίσκοποι, ιερείς, λαϊκοί). Ο Σταυρωθείς Χριστός αναμφίβολα αποτελεί πρότυπο προς μίμηση («ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» έγραψε ο Απ. Πέτρος). Ένας Χριστός που κατεβαίνει από τον σταυρό αποτελεί μια βολική δικαιολογία για όσους θέλουν να μηνανεβούν πάνω στον σταυρό, να μην σηκώσουν τον σταυρό και να τον ακολουθήσουν. Βέβαια ο πραγματικός Χριστός δεν μας έκανε την «χάρη» να κατεβεί από τον σταυρό, ακριβώς για να μας κάνει την χάρη και να μας θεραπεύσει πραγματικά προσφέροντας μας την πραγματική του χάρη, το Άγιο του Πνεύμα. Το να αρνηθούν κάποιοι την ιστορική αλήθεια του σταυρού του Χριστού δεν είναι και τόσο εύκολο. Υποκύπτουν όμως στον πειρασμό να παρουσιάζουν ένα Χριστό που δεν απαιτεί τον σταυρό μέχρι τέλους. Ο σταυρός που παρουσιάζουν είναι υπό προϋποθέσεις, είναι πιο σύντομος, έχει «δικαιολογημένες» ελαφρύνσεις, σύγχρονες «ποιμαντικές» προσαρμογές και κυρίως προχωρεί με κάπως γοργά βήματα στην ανάσταση, στη δικαίωση, στη λύτρωση. Με άλλα λόγια, σαν να κατεβάζουν βιαστικά τον Χριστό από τον σταυρό, ώστε να πείσουν όσους τον βλέπουν να πιστέψουν. «Καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ». Τα ερώτηματα όμως είναι κρίσιμα:
Μπορεί να γίνει αυτή η βιαστική παράκαμψη του σταυρού, για να φτάσουν οι πιστοί πιο εύκολα στην χαρά της ανάστασης;
Αξίζει ένας Χριστός που κατεβαίνει από τον σταυρό για να τον πιστέψουν;
Δικαιολογεί η παράδοση της εκκλησίας και η διδασκαλία των Αγίων μας να παρουσιάζουμε τον Χριστό, σαν να κατέβηκε από τον σταυρό – υποβαθμίζοντας τη σημασία του σταυρικού αγώνα των χριστιανών- για να τον πιστέψουν πιο πολλοί άνθρωποι;
Εις πείσμα της προτροπής των πρεσβυτέρων του Ισραήλ και όλων όσοι ανά τους αιώνες θα προτιμούσαν να κατεβεί ο Χριστός από τον σταυρό, η ορθόδοξη εκκλησία συνεχίζει, αιώνες τώρα, να παρουσιάζει και να μεγαλύνει δύο φορές τον χρόνο τον σταυρό του Χριστού: Μια στο μέσο της Αγίας Τεσσαρακοστής και μια στις 14 Σεπτεμβρίου κατά την εορτή της Ύψωσης του τιμίου Σταυρού.
« Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι.» Ο σταυρός και η ενέργεια του είναι ένα μυστήριο που αποκαλύπτεται μόνο σε όσους τολμούν να βαστάσουν στο σώμα τους τα στίγματα του Χριστού και να ομολογούν με τον Απ. Παύλο ότι «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ.» Ο Παύλος δεν καυχάται και δεν παρουσιάζει και δεν εγκωμιάζει απλώς τον σταυρό του Χριστού, αλλά αμέσως μετά την καύχηση του για τον σταυρό, ομολογεί την προσωπική του μετοχή στο γεγονός του σταυρού: Λόγω του σταυρού και δια της δυνάμεως του σταυρού, σταυρώνεται ο ίδιος για κάθε τι του κόσμου, και κάθε τι του κόσμου είναι σταυρωμένο για τον Παύλο. Ο σταυρός φανερώνεται σε κάθε στιγμή, σε κάθε πράγμα και σε κάθε ενέργεια της ζωής του Παύλου. Όπως το περιγράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ««Τά φαινόμενα πάντα δείται σταυρού καί τά νοούμενα χρήζει ταφής». Όλα τα φαινόμενα του κόσμου πρέπει να σταυρωθούν εντός του ανθρώπου και όλα τα νοούμενα (διαλογισμοί) πρέπει να ταφούν, πριν να ανατείλει εντός του το φως της Αναστάσεως.
Ή όπως ψάλλει η εκκλησία μας την μέρα του Πάσχα:
« Χθὲς συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι· συνεσταυρούμην σοι χθές· αὐτός με συνδόξασον, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ο ιερός συγγραφεύς δεν αναφέρει τα δύο γεγονότα (σταύρωση-ταφή και ανάσταση – δοξασμός στην βασιλεία του Θεού) απλώς για να μας υπενθυμίσει την χρονική τους σειρά (χθές – σήμερον), αλλά για να δείξει πόσο στενά συνυφασμένα είναι αυτά τα δύο γεγονότα. Δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσεις στο δεύτερο παρακάμπτοντας το πρώτο.
Αυτά λέγουν οι πραγματικοί φίλοι και ακόλουθοι του Χριστού. Όλοι οι υπόλοιποι προτιμούν να δουν τον Χριστό να κατεβαίνει από τον σταυρό και να ικανοποιεί τις επίγειες και άμεσες προσδοκίες και τα όνειρα τους με τρόπο εντυπωσιακό, φαντασμαγορικό, αλλά κυρίως με τρόπο που απαλλάσσει τους ίδιους από την απαίτηση να ανεβούν και να συσταυρωθούν δίπλα στον Χριστό.
Προσκυνώντας και τιμώντας τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρό και «εἰσδεχόμενοι αὐτὸν ἐκ πόθου» ομολογούμε τουλάχιστον, έστω «χείλεσι αναξίοις», σε ποια ομάδα θέλουμε να ανήκουμε. Από εκεί και πέρα απομένει η πραγματική συμ-μετοχή μας στο μυστήριο του Σταυρού, δια της έμπρακτης τήρησης των ευαγγελικών προσταγμάτων του Δεσπότου Χριστού.
Πάντως για ένα πρέπει να είμαστε σίγουροι. Κανένας από όσους προκαλούσαν τον Χριστό να κατεβεί από τον σταυρό για να τον πιστέψουν, δεν τον είδε και δεν τον πίστεψε, όταν αναστήθηκε από τον τάφο. Ανέτρεψε δια του σταυρού το αποτέλεσμα του σταυρού ( τον θάνατο) και αυτοί όχι μόνο δεν πίστεψαν στην Ανάσταση, αλλά και όταν οι φύλακες, που οι ίδιοι τοποθέτησαν για να προσέχουν το νεκρό σώμα του Χριστού, ομολόγησαν εν τοις πράγμασι, την αλήθεια της Ανάστασης, αυτοί έκαναν το παν για να κρύψουν και να διαψεύσουν το γεγονός. Και αυτό, διότι ο Σταυρωθείς Χριστός δεν τους έκανε την χάρη να κατεβεί από τον σταυρό, όταν του το ζητούσαν και με τον τρόπο που του το ζητούσαν. Δεν τους έκανε την χάρη να ικανοποιήσει τα όνειρα και τις προσδοκίες τους, διότι ήθελε να τους χαρίσει κάτι ασυγκρίτως ανώτερο και μεγαλειώδες. Αυτό όμως έπρεπε να πηγάσει από τον σταυρό, την απόδειξη της ελεύθερης θυσιαστικής αγάπης ενός ανθρώπου για τους συνανθρώπους του και όχι δια της επίδειξης της θεϊκής παντοδυναμίας ενός Θεού που διαλύει και εξουδετερώνει τους εχθρούς του. Αλλά αυτοί ως ο Ιούδας «οὐκ ἠβουλήθησαν συνιέναι» καθότι « οὐ συνῆκαν, τὴν αυτοῡ συγκατάβασιν».
Μιχάλης Χριστοφορίδης
Εκπαιδευτικός