Χιλιάδες χρόνια πριν, μόλις συνετελέσθηκε η αμαρτία από τους πρωτόπλαστους Αδάμ και Εύα, ως αποτέλεσμα της δόλιας εξαπάτησής τους από τον διάβολο, ο Θεός ανακοίνωσε για πρώτη φορά το σχέδιό Του για ανατροπή της πτώσης του ανθρώπου και επιστροφής του στη θέση για την οποία ήταν προορισμένος, δίπλα ή μάλλον εν μακαρία ενώσει με τον δημιουργό του. Αυτό το σχέδιο αποκαλείται στην εκκλησιαστική γλώσσα, η Θεία Οικονομία.
Το σχέδιο αυτό έπρεπε να εξελιχθεί με πλήρη σεβασμό έναντι του ανθρώπου και κυρίως της ελευθερίας με την οποία τον προίκισε από την πρώτη στιγμή της κατασκευής του ο Θεός. Βασικός και καθοριστικός πυλώνας αυτού του σχεδίου ήταν η εκ μέρους του Θεού πρόγνωσις, ότι στο μέλλον θα εμφανισθεί μια γυναίκα, τόσο αγαθή και αγία, που θα καταστήσει εφικτό το σχέδιό Του, το οποίο όμως έμεινε αποκεκρυμμένο για αιώνες, ακόμα και από τους αγγέλους. Σποραδικά ο Θεός με διαφορές συμβολικές υποτυπώσεις ή δυσερμήνευτες προφητείες έδινε κάποια σημάδια και ενδείξεις για το πώς θα υλοποιηθεί το σχέδιό Του αυτό, αλλά πολύ λίγοι φωτισμένοι άνθρωποι (προφήτες και δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης) μπορούσαν να κατανοήσουν τι έμελλε γενέσθαι και αυτοί ακόμη όχι ολοκληρωμένα.
Γιατί όμως ήταν τόσο καθοριστική η ύπαρξη αυτής της γυναίκας, που δεν ήταν άλλη φυσικά από την Υπεραγία Θεοτόκο; Στο όραμα του Ιακώβ που αναφέρεται σε μια κλίμακα (σκάλα) που ξεκινούσε από τη γη και έφτανε στον ουρανό και μέσω της οποίας ανέβαιναν και κατέβαιναν οι άγγελοι υπάρχει μια εντυπωσιακή φράση:
«Καὶ ἰδοὺ κλῖμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς· Ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς, καὶ εἶπεν· Ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ, μὴ φοβοῦ, …· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου».
Ο Κύριος στηριζόταν σε αυτήν τη σκάλα. Ακολουθούν οι υποσχέσεις του Θεού προς τον Ιακώβ, οι οποίες καταλήγουν στη σαφή πρόρρηση, ότι μέσω του σπέρματος του Ιακώβ θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης, κάτι που σήμερα ξέρουμε ότι πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Κάνει εντύπωση όμως, η εικόνα του Θεού που στηρίζεται πάνω στη σκάλα, για να μιλήσει. Είναι κοινή πεποίθηση, όχι ενός πατέρα της εκκλησίας, αλλά όλης της εκκλησίας, ότι η κλίμακα αυτή συμβόλιζε την Παναγία Θεοτόκο, εξ ου και σχεδόν σε όλες τις Θεομητορικές εορτές, στην ακολουθία του εσπερινού διαβάζεται η περικοπή αυτή από το βιβλίο της Γένεσης. Ο Θεός για να φέρει εις πέρας το σχέδιό Του για τη σωτηρία του ανθρώπου χρειαζόταν κάπου να στηριχθεί. Γιατί; Ο παντοδύναμος Θεός θέλει στήριγμα; Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας εξηγεί:
«Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. Συνέβηκε με την ανθρωπότητα ό,τι συμβαίνει με ένα σώμα, που έχει καταστραφεί ολόκληρο από την αρρώστια και δεν του απομένει κανένα σημείο, από το οποίο εκείνος που θέλει να το θεραπεύσει να ανακαλέσει την υγεία.
Γιατί ήθελε βέβαια ο Θεός τη σωτηρία μας, σαν φιλάνθρωπος που είναι, αλλά δεν εύρισκε τους ανθρώπους εκείνους από τους οποίους θα μπορούσε ν’ αρχίσει την προσφορά των δωρεών του κατά τρόπο δίκαιο.
Γιατί αποτελεί νόμο της θείας δικαιοσύνης το να προσφέρει μερικές φορές τις ευεργεσίες εκείνες που κάνουν την ανθρώπινη φύση καλύτερη και χωρίς οι άνθρωποι να το θέλουν. Αλλ’ αποτελεί εξ ίσου νόμο οι ευεργεσίες, που επανορθώνουν τη θέληση και τη διάθεση του ανθρώπου και φέρνουν μέσα μας τον Θεό και μας δίνουν τον αρραβώνα της ουράνιας ειρήνης, να είναι βέβαια μεγάλες και να ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη ελπίδα, να μη χορηγούνται όμως σε όλους, αλλά μόνο σε όσους συμβαίνει να έχουν προηγουμένως συνεισφέρει από την πλευρά τους ό,τι συντελεί στην προσέλκυση και διατήρησή τους».
Βλέπουμε ότι η ευεργεσία του Θεού, που άπτεται της θεραπείας και της σωτηρίας του ανθρώπου έπρεπε να έχει τη σφραγίδα της διάθεσης και της θέλησης του ανθρώπου. Πρέπει δηλαδή να συνεισφέρει κάτι ο άνθρωπος από την πλευρά του, για να αρχίσει να ενεργεί θεραπευτικά και σωστικά ο Θεός. Αυτό το «κάτι» θα ήταν η απόδειξη ότι ο Θεός δεν ενεργεί εις βάρος της ελεύθερης προαίρεσης του ανθρώπου. Η Παναγία Θεοτόκος Μαρία διαδραμάτισε ακριβώς τον ρόλο αυτό, όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά εκ μέρους όλων των ανθρώπων. Η αρετή, η καθαρότητα και η υπακοή που ως άνθρωπος επέδειξε η Μαρία έναντι του Θεού, απετέλεσαν την πύλη μέσα από την οποία κατέστη δυνατή η είσοδος του Θεού στην ανθρώπινη φύση. Ο Θεός στηρίχτηκε πάνω στη Μαρία («Ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς») για να θεραπεύσει την ανθρώπινη φύση και κατ’ επέκταση όλους τους ανθρώπους που θα το επιθυμούσαν, ακριβώς όπως ο διάβολος στηρίχτηκε πάνω στην Εύα (και τον Αδάμ) για να πετύχει το ακριβώς αντίθετο, την υποδούλωση των ανθρώπων στη φθορά και στον θάνατο, αφού πρώτα τους αποξένωσε από την πηγή της ζωής.
Ο Θεός ως παντογνώστης προείδε τη διάθεση και την αρετή της Μαρίας και έτσι η προαιώνια θεία βουλή της ένωσης του Θεού Λόγου με το πλάσμα του μπορούσε να υλοποιηθεί. Ο Ιερός Δαμασκηνός αναφέρεται στην Παναγία ως εξής: «Σε προγνούς ο των όλων Θεός αξίαν ηγάπησε, και αγαπήσας προώρισε και επ’ εσχάτων των χρόνων εις το είναι παρήγαγε, και Θεοτόκον Μητέρα και τιθηνόν του οικείου Υιού και Λόγου ανέδειξε».
Απόδοση: «Αφού σε προγνώρισε (πριν ακόμα να υπάρξεις) ο Θεός ως αξία (λόγω της αγνότητας, της καθαρότητας και εν γένει των αρετών που θα επεδείκνυες), σε ηγάπησε, και αφού σε ηγάπησε, όταν ήρθε ο κατάλληλος καιρός σε έφερε στην ύπαρξη και σε ανέδειξε Θεοτόκον Μητέρα και τροφό του Υιού και Λόγου του Θεού».
Η πρόγνωση αυτή του Θεού για την Παναγία, δεν σημαίνει ότι τη δημιούργησε, κατά ένα τεχνητό τρόπο, όπως την ήθελε αυτός, ως ένα πανάγιο και καθαρώτατο πλάσμα, για να είναι ικανή και άξια να τον γεννήσει· αυτό θα καταργούσε εντελώς την αξία της αρετής της Θεοτόκου, αφού «ουκ αρετή γαρ το βία γινόμενον» (Ι. Δαμασκηνός). Αντίθετα, από την αρχή της ιστορίας του ανθρώπου ο Θεός αρχίζει να προετοιμάζει το έδαφος για τη γέννηση της Παναγίας με πολλή υπομονή, σοφία και κυρίως σεβασμό στην ελευθερία των ανθρώπων. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί την ιστορία της εκλογής ορισμένων ανθρώπων που δοκιμάζονται από τον Θεό διά της επίδειξης πίστης σε αυτόν (πάντα οι εκλεκτοί του Θεού δοκιμάζονται, διότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός), ώστε να συγκροτηθεί σιγά – σιγά ο λαός του Θεού (ο παλαιός Ισραήλ), να δεχθεί τον νόμο του Θεού και μέσα από ποικίλες παιδαγωγικές ενέργειες του Θεού (λόγω των άπειρων πισωγυρισμάτων του Ισραηλιτικού λαού, που συνεχώς ξεχνούσε τον αληθινό Θεό και στρεφόταν στη λατρεία των ειδώλων) να διατηρείται γόνιμο το έδαφος για να βλαστήσει η Θεοτόκος. Η Θεοτόκος δεν μπορούσε να γεννηθεί και να έχει την αρετή που είχε, αν δεν υπήρχε προηγουμένως η πίστη του λαού του Ισραήλ στον αληθινό Θεό. Οι προπάτορες Ιωακείμ και Άννα δεν εμφανίζονται ξαφνικά, «εκ του μηδενός», ως δύο ευσεβείς και θεοφοβούμενοι άνθρωποι. Μπορεί ο λαός του Ισραήλ να αρνήθηκε και να πρόδωσε στην πλειονότητά του τον Θεό και να προκάλεσε ιστορικά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις του προφήτου Ιερεμία (βλέπε τη διάλυση του βορείου βασιλείου του Ισραήλ, που καταστράφηκε εντελώς), όμως υπήρχε πάντα ένα λήμμα που διατηρούσε την ευσέβεια του Μωσαϊκού νόμου (βλέπε την ιστορία του Τωβίτ, των Μακκαβαίων, της Εσθήρ κ.λπ). Σε αυτούς ανήκει και το ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννας. Έτσι η Μαρία, όταν γεννιέται, ως ανταπόκριση του Θεού στις πολυετείς προσευχές των δύο γονέων της, δεν είναι παράξενο που εμφανίζει μέσα στο πλαίσιο αυτό τόσο μεγάλες αρετές. Γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες βλέπουν την όλη Παλαιά Διαθήκη και το σύνολο των Δικαίων ανδρών και γυναικών να υπηρετούν ένα κύριο σκοπό: Την ετοιμασία του εδάφους για τη γέννηση και την εν Θεώ ανάπτυξη της Μαρίας, ώστε με φυσιολογικό τρόπο, με πλήρη ελευθερία και χωρίς κανένα εξαναγκασμό να καλλιεργήσει τις αρετές που θα την αξίωναν εν συνεχεία να γίνει μητέρα του Θεού. Σε αντίθετη περίπτωση, αν χανόταν εντελώς η πίστη του αληθινού Θεού από τον Ισραήλ, και όλοι λάτρευαν τα είδωλα και ακολουθούσαν τους Θεούς – δαιμόνια των γειτονικών λαών, και έχαναν κάθε αναφορά στον νόμο του Θεού, που ήταν παιδαγωγικός της ανθρώπινης ροπής στην αμαρτία, πώς θα μπορούσε να γεννηθεί η Θεοτόκος και να λατρεύει τον αληθινό Θεό, και να προσεύχεται σε αυτόν και ως εκ τούτου να καλλιεργήσει τόσες αρετές; Κάτι τέτοιο, αν γινόταν, θα ήταν εντελώς αφύσικο, και θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο Θεός έφτιαξε ένα τεχνητό πλάσμα δικό Του, «άγιο», το φώτισε με όλη τη γνώση Του, την προίκισε με όλη τη βούληση να μην ακολουθεί σε τίποτε την περιβάλλουσα ειδωλολατρία και ζωή των οικείων της, και έτσι την κατέστησε ικανή να γεννήσει τον Υιό και Λόγο του. Αυτό θα ακουγόταν πολύ φτιαχτό, θα ενείχε σημάδια προσωποληψίας έναντι της Θεοτόκου και θα έθετε ερωτήματα κατά πόσο ένα τέτοιο πλάσμα ήταν καθόλα φυσικό και όμοιο με τους άλλους ανθρώπους.
Η εορτή της Εισόδου της μικρής Μαρίας στον Ναό του Θεού, είναι η συνέχεια της παραδόξου γεννήσεως της Θεοτόκου. Ο Θεός με την άπειρη του σοφία αξιοποιεί δύο ευσεβείς ανθρώπους και τους θέτει στη δοκιμασία της ατεκνίας, κάτι απόλυτα φυσιολογικό, αφού δεν ήταν οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι με ένα τέτοιο πρόβλημα. Η στάση της ευσέβειάς τους στη δοκιμασία αυτή (και από εδώ αρχίζει η ελεύθερη κλήση του Θεού να εισέλθει στη ζωή τους) δεν ήταν η μεμψιμοιρία, δεν ήταν η αδιαφορία, δεν ήταν η απελπισία, αλλά η συνεχής και αδιάκοπη προσευχή, ακόμα και όταν βιολογικά φαινόταν ότι όλα είχαν τελειώσει. Μπροστά στην τόση πίστη, επιμονή και ελπίδα που έδειξαν ο Ιωακείμ και η Άννα, δεν ήταν παράξενο που ο Θεός ανταποκρίθηκε με ένα θαυμαστό τρόπο χαρίζοντάς τους τη Μαρία. Και αυτοί αμέσως σφραγίζοντας με τον καλύτερο τρόπο την ευσέβειά τους, υπόσχονται να αφιερώσουν το δώρο που τους έκανε ο Θεός σε αυτόν. Πόσο ωραία το εκφράζει το τροπάριο της η΄ ωδής της εορτής, όταν παρουσιάζει την Άννα να μιλά και να λέει:
«Καλοῦσα τοῦτον ἐν πίστει καὶ προσευχῇ, λαβεῖν τῆς ἐμῆς ὠδῖνος καρπόν· Μετὰ τόκον δὲ τὸ κύημα, προσάγειν τῷ παρέχοντι·
Απόδοση: Ἱκέτευσα ἐγώ τόν Θεό παρακαλώντας τον μέ πίστη καί προσευχή, νά λάβω καρπό τῶν δικῶν μου πόνων (τοῦ τοκετοῦ)· Καί μετά τή γέννηση νά προσφέρω αὐτό πού γεννήθηκε, σ’ αὐτόν πού μοῦ τό ἔδωσε·
Μετά από τόσο πόθο και προσευχές οι άγιοι Θεοπάτορες δέχονται το δώρο του Θεού, και στη συνέχεια το αντιδωρίζουν με ευγνωμοσύνη πίσω σε Αυτόν που τους το έδωσε: «Μετὰ τόκον δὲ τὸ κύημα, προσάγειν τῷ παρέχοντι·». Παίρνει ο Θεός το δώρο αυτό, τη μικρή Μαρία, που αφιερώνεται στον ναό, την αγιάζει, την χαριτώνει, και ακολούθως η ίδια προσφέρει, τη σάρκα της, όλο τον εαυτό της, (τον οποίο διαφύλαξε εντελώς καθαρό από κάθε ανθρώπινη σαρκική επιθυμία) ξανά στον Θεό, για να γίνει άνθρωπος, και να προσφερθεί πλέον αυτός ως δωρεά – θυσία σωτηρίας, όχι μόνο για τη μητέρα του, αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Διαδραματίζεται δηλαδή, ένα είδος θεοφιλούς συναλλαγής, όπου ο Θεός προσφέρει στους ανθρώπους (δίνει τη Μαρία ως τέκνο στους γονείς της), οι άνθρωποι αντιπροσφέρουν (αφιερώνουν το τέκνο τους στην υπηρεσία του Θεού, ο οποίος βλέπει να προστίθεται στην προσφορά των γονέων και η ίδια η προαίρεση της μικρής Μαρίας, που αποδέχεται την αφιέρωση και την επαυξάνει με την απόλυτη καθαρότητά της μέσα στον ναό), ακολουθεί ξανά ο Θεός με ακόμα μεγαλύτερη προσφορά, εξαγιάζοντας και χαριτώνοντας σε υπέρτατο βαθμό τη Μαρία, και όταν έρχεται η στιγμή του Ευαγγελισμού, η Μαρία προσφέρει ως δούλη Θεού τον καθαρότατο πλέον εαυτό της ξανά πίσω στον πλάστη της, ο οποίος την χρειάζεται για την ενανθρώπησή Του. Τέλος ο καρπός της προσφοράς της Μαρίας, ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Χριστός προσφέρεται πίσω σε ένα έκαστο ημών των χριστιανών, ως βρώσις και πόσις, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αποτελώντας το υπέρτατο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Το παράδειγμα της Θεοτόκου Μαρίας με τους γονείς της αποτελεί ένα πρότυπο παράδειγμα της συνεχούς προσφοράς και αντιπροσφοράς Θεού και ανθρώπων, το οποίο καταξιώνεται από την εκκλησία μας στο μυστήριο της Θείας ευχαριστίας, όπου κάθε φορά αντιπροσφέρουμε ως δώρα τα αγαθά του Θεού (άρτο και οίνο) για να μας προσφερθούν ξανά πίσω ως σώμα και αίμα Χριστού (Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν).
Σε ένα τροπάριο της ε΄ ωδής αναφέρονται τα εξής εντυπωσιακά, που υπαινίσσονται την πιο πάνω διαδοχική θεία συναλλαγή Θεού – ανθρώπων.
«Τὰ τῆς νυμφεύσεως ἀπογράφονται, θεῖα συμβόλαια, τῆς ὑπὲρ νοῦν κυοφορίας σου, ἁγνὴ Παρθένε, σήμερον ἐν Πνεύματι, ἁγίῳ ἐν οἴκῳ Θεοῦ».
Απόδοση: Σήμερα, ἁγνή Παρθένε, μέσα στόν ἅγιο οἶκο τοῦ Θεοῦ μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γράφονται (συντάσσονται) τά θεϊκά συμβόλαια τῆς νυμφεύσεώς σου, δηλαδή τῆς ἐγκυμοσύνης σου πού ὑπερβαίνει τόν νοῦ».
Η σημερινή εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου είναι ένα είδος υπογραφής συμβολαίων για τη μετέπειτα πορεία της θείας Οικονομίας. Ως πριν από τη σημερινή εορτή, το σχέδιο της απολυτρώσεως το γνώριζε ο Θεός, το προετοίμαζε καθ’ όλη την Παλαιά Διαθήκη, αλλά σε πρακτικό επίπεδο δεν είχε επιτελεσθεί εκ μέρους του ανθρώπου κάποια καθοριστική πράξη. Ακόμα και στη γέννηση της Θεοτόκου, ενώ ψάλλουμε «Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ·», αλλά χρονικά, είμαστε στο επίπεδο της προσφοράς του Θεού στον άνθρωπο, χωρίς να φανεί ακόμα η απάντηση εκ μέρους των ανθρώπων. (Σήμερα βέβαια πανηγυρίζουμε την εορτή της γεννήσεως της Θεοτόκου, διότι γνωρίζουμε τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας). Χρονικά όμως, μετά τη γέννηση της Μαρίας θα μπορούσαν (θεωρητικά ομιλούντες) οι δύο γεννήτορες της Θεοτόκου, να αθετούσαν την υπόσχεσή τους, ή να μην την έδιναν καθόλου εξ υπαρχής. Οπότε, σε τέτοια περίπτωση δεν γνωρίζουμε, πώς θα εξελισσόταν το σχέδιο του Θεού. Η σημερινή εορτή της εν τω ναώ αφιερώσεως της τριετούς Μαρίας, είναι το αποφασιστικό βήμα του ανθρώπου προς τον Θεό, αυτό που περίμενε ο Θεός.
«Τεκόντες παρ’ ἐλπίδα, τὴν ἄχραντον Ἁγνήν, εὐσεβῶς ὑπέσχοντο, προσάξειν τῷ Θεῷ, καὶ ἐκπληροῦσι παρέχοντες ὥς περ θῦμα, τὴν γεννηθεῖσαν ἐξ αὐτῶν Ἰωακείμ τε, σήμερον καὶ Ἄννα ἐν οἴκῳ Θεοῦ».
Απόδοση: Ἀφοῦ γέννησαν πέρα ἀπό κάθε ἐλπίδα τήν ἀμόλυντη Ἁγνή ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα, ὑποσχέθηκαν μέ εὐσέβεια, ὅτι θά τήν προσφέρουν στόν Θεό· Καί ἐκπληρώνουν τήν ὑπόσχεση σήμερα, προσφέροντας ὡς θυσία στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, αὐτήν πού γεννήθηκε ἀπ’ αὐτούς.
Υπό αυτή την άποψη η σημερινή εορτή είναι πολύ πιο σπουδαία από τη γέννηση της Θεοτόκου. Για αυτό και στο προαναφερθέν τροπάριο αναφέρεται ότι σήμερα είναι σαν να υπογράφονται τα συμβόλαια, για την ανάδειξη στο προσεχές μέλλον της Μαρίας ως μητέρας του Θεού. Από σήμερα, με την ελεύθερη απόφαση (τονίζουμε την ελεύθερη απόφαση, τόσο των γονέων όσο και της ίδιας της Μαρίας), ανοίγεται ο δρόμος στον Θεό να εισέλθει στη ζωή της Μαρίας και να την καταστήσει σταδιακά δικό του ναό έτοιμο για την θεία κατοίκηση.
Είναι αξιοσημείωτη, η ανάγκη προετοιμασίας της Θεοτόκου, όπως αναφέρεται σε άλλο σχετικό ύμνο της εορτής:
«Ὁ ναὸς ὁ ἔμψυχος ἐν Ναῷ εἰσέρχεται, αὐτῷ ἑτοιμασθῆναι, εἰς θείαν κατοίκησιν».
Επειδή όλα γίνονται (και πρέπει να γίνονται) με φυσιολογικό και όχι τεχνητό τρόπο και με πλήρη σεβασμό της ελευθερίας του ανθρώπου, ακόμα και η Θεοτόκος Μαρία, χρειάζεται με υπομονή και σταθερότητα να προετοιμαστεί κατάλληλα, για τη μεγάλη αποστολή που την περιμένει. Πάντοτε η προετοιμασία δοκιμάζεται με τον παράγοντα του χρόνου. Η παρουσία της στον ναό για δώδεκα έτη, περιλάμβανε, όπως μας το μαρτυρούν και οι Άγιοι πατέρες (βλ. Μάξιμος ο Ομολογητής), απηχώντας την Ιερά Παράδοση της εκκλησίας μας, προσευχή, νηστεία, ακρόαση των θείων γραφών τόσο από τους ιερείς του ναού όσο και από θείους αγγέλους, και γενικά μια ζωή μακριά από τους περισπασμούς του κόσμου και εντός της συνεχούς παρουσίας του Θεού.
«Καὶ σώματι καὶ πνεύματι ἔχαιρε, σχολάζουσα Μαρία ἡ ἄμωμος, ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου, ὥσπερ σκεῦος Ἱερώτατον», «Λαμβάνουσα τροφὴν τὴν οὐράνιον, προέκοπτε σοφίᾳ καὶ χάριτι, ἡ γενομένη Μήτηρ, κατὰ σάρκα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Σε όσους θα ερωτήσουν ορθολογιστικά, μα πώς ήταν δυνατό ένα τριετές κοριτσάκι να ζει με τέτοιο τρόπο, θα απαντήσουμε μόνο:
«Ὢ τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν, θαυμάτων σου Πανάχραντε! ξένη σου ἡ γέννησις ὑπάρχει, ξένος ὁ τρόπος ὁ τῆς αὐξήσεως, ξένα καὶ παράδοξα τὰ σά, πάντα Θεονύμφευτε, καὶ βροτοῖς ἀνερμήνευτα».
Απόδοση: Ὤ στά θαύματά σου, Πάναγνη, πού ξεπερνοῦν τό Λογικό! Παράξενη εἶναι ἡ γέννησή σου· Παράξενος ὁ τρόπος πού μεγάλωσες· Παράξενα καί παράδοξα εἶναι ὅλα τά σχετικά μ’ ἐσένα, Νύμφη τοῦ Θεοῦ, καί ἀνεξήγητα γιά τούς ἀνθρώπους.
Μετά από όλα όσα, τα σχετικά τροπάρια και τα λόγια των Αγίων πατέρων, μας έδωσαν έναυσμα για να σκεφτούμε, δεν μένει παρά να θαυμάσουμε τη σοφία της εκκλησίας μας που έθεσε να εορτάζουμε τόσο λαμπρά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, παρόλο που δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή, αλλά και για τη μεγίστη τιμή που αποδίδει στους γεννήτορες της Θεοτόκου, Ιωακείμ και Άννα, για τον ρόλο που διαδραμάτισαν στην ανάδειξή της ως μητέρας του Θεού.
Όντως! Πόσα χρωστούμε σε αυτή την αγία οικογένεια!
Ἐκ τῶν Δικαίων προῆλθεν, Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης, ἐπαγγελίας ὁ καρπός, ἡ θεόπαις Μαρία, καὶ ὡς θυμίαμα δεκτόν, σαρκὶ νηπιάζουσα προσφέρεται, Ἱερῷ ἐν ἁγίῳ, ὡς Ἁγία, εἰς τὰ Ἅγια οἰκεῖν.
Μιχάλης Χριστοφορίδης
Εκπαιδευτικός