omilies

Ομιλία του Δρ. Μιχάλη Χριστοφορίδη εκπαιδευτικού – Χρόνος

Η αρχή κάθε χρόνου,  για όσους διαθέτουν λίγο χρόνο, είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να προβληματιστούν πάνω στην έννοια του χρόνου.

Πολλά έχουν γραφεί για τον χρόνο από ιστορικής, φιλοσοφικής, ψυχολογικής, ανθρωπολογικής και επιστημονικής πλευράς. Αμέτρητα τα ρητά και τα γνωμικά που τονίζουν τη σημασία της αξιοποίησης του χρόνου , το ρευστό της φύσης του χρόνου, τη  ψυχολογική επίδραση του χρόνου πάνω στον άνθρωπο κ.λ.π. Η σύγχρονή φυσική με προεξάρχοντα τον Einstein ανήγαγε τον χρόνο σε βασική παράμετρο των φυσικών φαινομένων σε τέτοιο βαθμό που πλέον ομιλεί για χωροχρόνο. Ο χρόνος δεν είναι κάτι αντικειμενικό και αυθύπαρκτο που ρέει ανεξάρτητα από  τους ανθρώπους και τον χώρο τους, αλλά ένα από τα στοιχεία που άρχισε ( Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν), εξελίσσεται και αλληλοεπηρεάζεται εν σχέσει με αυτούς. Έτσι έχουμε το παράδοξο φαινόμενο της διαστολής  του χρόνου. Όταν κάτι κινείται με ταχύτητα μεγάλη (κοντά στην ταχύτητα του φωτός) , τότε είναι γνωστό από την θεωρία της σχετικότητας, ότι για αυτό το αντικείμενο ο χρόνος κυλά πιο αργά σε σχέση πάντα με ένα άλλο αντικείμενο που βρίσκεται σε ηρεμία. Πρόκειται για τις παράδοξες, πλην όμως επιστημονικά τεκμηριωμένες,  συνέπειες της θεωρίας της σχετικότητας.

Αν κάτι πρέπει να διδαχθούμε στο χώρο της εκκλησίας, με αφορμή αυτή την πρώτη μέρα του χρόνου, είναι ότι ο χρόνος δημιουργήθηκε. Αναφερόμενος στο πρόσωπο του Χριστού ο Απ. Παύλος μας λέει  «δι’ οὗ  καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν»,  πολύ προτού η σύγχρονη επιστήμη καταλήξει ότι  η ιστορία του σύμπαντος έχει αρχή, άρα και ο χρόνος , αφού όπως αναφέρθηκε   δεν μπορεί να γίνεται λόγος  για χώρο χωρίς ταυτόχρονη αναφορά σε χρόνο, αλλά ούτε και σε χρόνο χωρίς σύνδεση του με τον χώρο. Η δημιουργία του χρόνου είναι συνυφασμένη με την δημιουργία του κόσμου, ο οποίος ως κτιστός είναι ανάγκη να έχει κάποια αρχή, άρα να έχει αναφορά σε χρόνο. Μόνο η Αγία Τριάδα ως άκτιστη είναι ταυτόχρονα πέρα και έξω από κάθε χρονική αναφορά.

Όμως πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνηση στην έννοια του χρόνου, όπως την δημιούργησε ο Θεός, και όπως την βιώνουμε στον παρόντα αιώνα. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, με προορισμό την αθανασία και την αφθαρσία.  Κάθε τι κτιστό, που έχει αρχή, εκ φύσεως υπόκειται σε αλλαγή. Ο χρόνος αποτελεί αναπόσπαστη συνιστώσα αυτής της αλλαγής. Το θέλημα του Θεού κατά τη δημιουργία του ανθρώπου (και κατ΄επέκταση του υλικού κόσμου) ήταν αυτά τα κτίσματα (κυρίως ο άνθρωπος)  να μετέχουν της δικής του δόξας, των δικών του άκτιστων ενεργειών και δι αυτής της μετοχής να επιτευχθεί η θέωση του ανθρώπου. Συνεπώς έπρεπε για κάποιο χρονικό διάστημα που ο Θεός θα έκρινε,  ο άνθρωπος να δοκιμαστεί, ώστε να αποδείξει έμπρακτα την ελεύθερη επιλογή του ως ένα ον που επιθυμεί να κοινωνεί με εμπιστοσύνη (πίστη) με τον δημιουργό του, έτσι ώστε να ακολουθήσει το επόμενο στάδιο της θεώσεως  (το καθ΄ομοίωση). Ο χρόνος ήταν ένα μέτρο αυτής της ανταπόκρισης του ανθρώπου προς την κλήση του Θεού.

Για τον  προπτωτικό άνθρωπο δεν υφίστατο  η έννοια του θανάτου και της φθοράς. Υπήρχε όμως η έννοια του χρόνου,  αφού επικοινωνούσε με τον δημιουργό Θεό του και σταδιακά -άρα εν χρόνω- (αν ακολουθούσε την συμβουλή Του και έδειχνε πίστη σε Αυτόν) θα ομοίαζε όλο και πιο πολύ με Αυτόν με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να  περάσει στο στάδιο την μόνιμης ροπής προς Αυτόν.  Αυτή είναι η κατάσταση των Αγγέλων που έχουν αναλλοίωτη (πλέον) την σχέση προς τον Θεό, όχι διότι είναι έτσι η φύση τους,  αλλά διότι ο Θεός τους δώρισε αυτή την κατάσταση, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής τους να μην ακολουθήσουν τον Εωσφόρο – διάβολο όταν στασίασε κατά του Θεού, αλλά τάχθηκαν ευγνωμόνως δίπλα στον δημιουργό τους.  Κάπως παρόμοια προϊδεαζόταν και η πορεία του ανθρώπου. « Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.»  Άρα ο άνθρωπος είχε μια αποστολή αρχικά,  η οποία θα τον βοηθούσε να ομοιάζει σταδιακά πιο πολύ προς τον Θεό και όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή θα μπορούσε να μεταλάβει από το ξύλο της ζωής («καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ.») με το οποίο θα του χαριζότανε η άτρεπτος αθανασία (η αθανασία που δεν κινδυνεύει πλέον να αλλοιωθεί από κάποια αμαρτία). Μέχρι  όμως να ερχόταν η στιγμή εκείνη,  ο θάνατος και η αθανασία ήταν ενδεχόμενα για τον άνθρωπο, που εξαρτούνταν από την στάση του έναντι του Θεού,  όπως αυτή θα εξελισσόταν εν χρόνω. Τότε ο Αδάμ και η Εύα εκκινούσαν από μια δεδομένη κατάσταση σχετικής «αθανασίας» (δεν  θα πέθαιναν, αν δεν έπεφταν στην παρακοή) και το έργο τους ήταν να φυλάξουν αυτή την κατάσταση μέχρι να μονιμοποιηθεί. Γι αυτό τους έβαλε ο Θεός στον παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν». Έπρεπε να διαφυλάξουν το δώρο του Θεού.

Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων η  είσοδος του θανάτου ήταν η πιο συνταρακτική – ανατρεπτική -ριζοσπαστική  στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία. Πλέον ο χρόνος δεν είναι απλώς ένα μέτρο για την ανοδική εξέλιξη του ανθρώπου στην εξομοίωση του με τον Θεό, όπως θα ήταν στον παράδεισο. Ο άνθρωπος πλέον εκκινεί από μια κατάσταση βεβαιότητας του θανάτου και μάλιστα σταδιακής φθήνουσας πορείας μέσω του φαινομένου της φθοράς που εξελίσσεται προϊόντος του χρόνου. Δεν υπάρχει πλέον πιο σίγουρο πράγμα στον κόσμο αυτό από το ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Ο χρόνος  αποτελεί το μέτρο εγγύτητας μας προς τον θάνατο. Αυτή η απελπιστική βεβαιότητα χρησιμοποιήθηκε από τον διάβολο πολύ μεθοδικά,  ώστε να παρασύρει τον άνθρωπο ακόμα πιο μακριά από τον Θεό. Τα λόγια του λαϊκού άσματος « Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε  τι θα καζαντήσουμε, … Τη ζωή σου γλέντησε, πριν να ΄ρθούν γεράματα…»είναι ενδεικτικά. Αμέτρητες φιλοσοφικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις αναπτύχθηκαν για να «βοηθήσουν» τον άνθρωπο όχι να νικήσει, αλλά να συμφιλιωθεί με την βεβαιότητα του θανάτου.

Για τον Αδάμ και την Εύα δεν υπήρχε προπτωτικά το πρόβλημα του θανάτου,  οπότε δεν συναισθάνονταν κάποιο πρόβλημα στην ροή του χρόνου, όσον αφορά στη σχέση τους με τον Θεό. Θεωρούσαν, μιλούσαν με τον Θεό και είχαν την εμπειρική βεβαιότητα του Θεού. Ακόμα και όταν ο Θεός τους είπε να μην δοκιμάσουν από τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού,  διότι εν τοιαύτη περιπτώσει θα πεθάνουν, δεν νομίζω να συνειδητοποίησαν τι ακριβώς σήμαινε ο θάνατος, αφού δεν υπήρχε καθόλου η εμπειρία αυτή για αυτούς  (ίσως και αυτό να ήταν και μια κύρια αίτια για το ότι άξιζαν και δικαιούνταν  μια δεύτερη ευκαιρία από τον Θεό, την οποία τους την προσφέρει με την ενανθρώπηση Του).  Μετά την αμαρτία,  η είσοδος του θανάτου στη ζωή τους εισάγει ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα: ο θάνατος αποτελεί ένα σημείο καμπής στην ροή του χρόνου, ένα τυφλό σημείο στη διαδρομή,  πέρα από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει. Τι υπάρχει μετά τον θάνατο; Το ερώτημα που τίθεται από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Θεός θέλησε τα πράγματα να γίνουν έτσι, ώστε η στάση μας έναντι της συνέχισης ή όχι του χρόνου μετά τον θάνατο να αποτελεί εν πολλοίς θέμα πίστεως. Κανένας επιστήμονας δεν απέδειξε τι υπάρχει (ή δεν υπάρχει)  μετά τον θάνατο, αλλά και κανένας άγιος , φιλόσοφος, ή διανοητής μπόρεσε να το κάνει αυτό. Όλοι εκφράζουν απόψεις, αλλά τελικά ο κάθε άνθρωπος πρέπει να αποφασίσει «ποιον» θα πιστέψει, αφού η λογικό – μαθηματική απόδειξη για το αν ο χρόνος συνεχίζεται  μετά τον θάνατο δεν έχει βρεθεί (και μάλλον ούτε πρόκειται). Ο Θεός στην αποκάλυψη της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης,  μας φανέρωσε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος του χρόνου, αλλά και πάλι, σε μια «σκανδαλιστικά» όμοια κατάσταση με την περίπτωση του Αδάμ,  πρέπει πρώτα να Τον πιστέψουμε, να Τον εμπιστευτούμε ότι μας λέει την αλήθεια,  πριν να την βιώσουμε, όπως και ο Αδάμ έπρεπε να εμπιστευτεί τον Θεό που τον προειδοποίησε πριν να φάει από τον καρπό,  ότι θα πεθάνει. Δυστυχώς διαπίστωσε την αλήθεια του Θεού μόνο,  όταν βίωσε τον θάνατο.

Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα και όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο άνθρωπος μετά την πτώση του, βρέθηκε σε μια πολύ δύσκολη θέση όσον αφορά την βίωση του χρόνου: εγκλωβισμένος σε ένα χρονικό διάστημα, που ονομάζεται «ζωή»,  το οποίο,  με απόλυτη σιγουριά τελειώνει μέσα από μια «επώδυνη» διαδικασία σωματικής, τουλάχιστον, παρακμής δια του φαινομένου που ονομάζεται «θάνατος». Και το χειρότερο, ο άνθρωπος έχει πλέον  εγγενή αδυναμία να  ψηλαφήσει το αν και πώς και τι συμβαίνει μετά τον θάνατο. Τώρα εξηγείται γιατί ένα κείμενο σαν το παρόν, που διαπραγματεύεται την έννοια του χρόνου, καταλήγει να μιλά τόσο πολύ για τον θάνατο (για πολλούς, ένα όχι και τόσο ευχάριστο θέμα για την αρχή του νέου έτους):  Είναι προφανές ότι η στάση μας έναντι του χρόνου καθορίζεται καίρια από το αν αυτός τελειώνει η συνεχίζεται αιώνια. «Χρόνος»  για τον άνθρωπο σημαίνει (είτε το συνειδητοποιεί,  είτε όχι) δυνατότητα  επιλογής για δράση και αντίδραση. Ακόμα και η πλήρης αδράνεια είναι μια επιλογή αξιοποίησης του χρόνου. Το αν ο χρόνος συνεχίζεται ή όχι μετά τον θάνατο, αναπότρεπτα επηρεάζει τον άνθρωπο στο πώς θα επιλέξει να αξιοποιήσει τον χρόνο που έχει. Ανεξαρτήτως του αν πιστεύει κανείς ή όχι στην μετά θάνατο ζωή, στο Θεό ή στο «κάτι», στον «κάποιον»,  στο σύμπαν ή στο τίποτε,  όλες αυτές οι ελεύθερες επιλογές αναμένεται «λογικά» να έχουν σαφείς συνέπειες στο πως διαβιώνει στο συγκεκριμένο μέρος του χρόνου του οποίου αποτελεί μέρος (χωροχρόνος). Και από ότι φαίνεται ο Θεός (μιλώντας από την πλευρά όσων δέχονται την ύπαρξη Του) επέλεξε μέχρι τώρα να μην υπάρχει λογικομαθηματική απόδειξη της αλήθειας της άλφα, ή βήτα  άποψης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλήθεια. Κάθε άλλο. Δεν γίνεται όλα  να είναι αλήθεια, αφού αλληλοαποκλείονται. Ακόμα και η συγκρητιστική άποψη ότι η «αλήθεια»  βρίσκεται μέσα στον κάθε άνθρωπο, και ο καθένας βιώνει την δική του «υποκειμενική αλήθεια», αν ισχύει, συνεπάγεται απόρριψη των άλλων  «αντικειμενικών» απόψεων, ότι δηλαδή υπάρχει ένας Θεός, ή πολλοί θεοί, ή ένα «κάτι». Η έλλειψη λογικομαθηματικής απόδειξης είναι η καλύτερη συνθήκη ενεργοποίησης της ελευθερίας του κάθε ανθρώπου. Είναι η καλύτερη συνθήκη ισότιμης πρόσβασης στην αλήθεια ( τι θα έκαναν άραγε,  όσοι δεν έχουν το διανοητικό επίπεδο να φτάσουν ή έστω να κατανοήσουν μια τέτοια απόδειξη;). Σκεφτείτε, αν αποδεικνυόταν λογικο-μαθηματικώς ότι υπάρχει μετά θάνατο ζωή, πλέον όλοι οι άνθρωποι, (όσοι είναι διανοητικά υγιείς)  θα έπρεπε είτε θέλουν είτε όχι, να το λάβουν υπόψη στο πως ενεργούν σε αυτή την ζωή. Αυτό θα ήταν ένας σοβαρός περιορισμός της ελευθερίας τους στην προ – θανάτου ζωή τους.

 Ένα παράδειγμα για να το κατανοήσουμε αυτό: Σκεφτείτε μια υποθετική κατάσταση,  όπου οι επιστήμονες αποδεικνύουν με τεκμηριωμένες επιστημονικές μεθόδους,  ότι τελικά το χρυσάφι δεν είναι πολύτιμο μέταλλο και άρα δεν αξίζει καθόλου (π.χ. κάτι σαν φτηνοτενεκές) . Αμέσως όλοι «οι υγιώς σκεπτόμενοι» αποβάλλουν τον χρυσό από τα θησαυροφυλάκια τους, ως κάτι άχρηστο και σπεύδουν να επενδύσουν σε κάτι πραγματικά πολύτιμο.  Κάποιος, που στις παραπάνω συνθήκες  συνεχίζει να προσπαθεί να συγκεντρώνει χρυσάφι, και αγωνίζεται και ξοδεύει χρήματα γι αυτό, αντιμετωπίζεται με δύο ενδεχόμενες στάσεις: Ή είναι άρρωστος διανοητικά και δεν κατανοεί τι κάνει (ή τουλάχιστον αδυνατεί να κατανοήσει τις επιστημονικές εξελίξεις),  ή έχει σοβαρές ενδείξεις ότι η μέθοδος των επιστημόνων που εκμηδένισε την αξία του χρυσού ήταν λανθασμένη. Όλοι καταλαβαίνουμε όμως, ότι η επιστημονική απόδειξη για την αξία ή όχι του χρυσού, επηρεάζει άμεσα την ελεύθερη  επιλογή των ανθρώπων να επενδύουν σε αυτόν.

Μάλλον ο Θεός δεν θέλει να περιορίσει την ελευθερία των ανθρώπων και γι’  αυτό περιόρισε την δυνατότητα τους να βλέπουν απρόσκοπτα  όλη την διάσταση του χρόνου (και την μετά τον θάνατο). Επέτρεψε να βρεθεί ο θάνατος προσωρινά στην πορεία της ζωής κάθε ανθρώπου,  ώστε να του δώσει την ελευθερία επιλογής να πιστέψει  ή όχι στα λόγια Του, όταν μιλά για την μετά θάνατο και αιώνια ζωή.  Γι΄ αυτό και σήμερα υπάρχουν πλήθη ανθρώπων που απλώς αρνούνται το ενδεχόμενο της μετά θάνατο ζωής, χωρίς να κινδυνεύουν να θεωρηθούν τρελοί. Αντιθέτως,  μάλλον αντιμετωπίζονται ως γραφικοί αυτοί,  που πιστεύουν στην συνέχεια της ζωής μετά θάνατο, απλώς και μόνο διότι έχουν εμπιστοσύνη στον Θεό, εμπιστεύονται την Αγία Γραφή, χωρίς να επιζητούν την επιστημονική απόδειξη. Κάπως έτσι επέλεξε η άπειρος σοφία του Θεού να λειτουργούν τα πράγματα.  Άλλωστε και στην προλαβούσα εορτή των Χριστουγέννων,  που μας αποκάλυψε  την γέννηση του Θεού Λόγου από την Παρθένο Μαρία,  ακούσαμε την εκκλησία να μας νουθετεί:

« ὅτι Μήτηρ γέγονας τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός, βαστάζουσα ἐν κόλποις, Θεὸν Λόγον σαρκωθέντα. Οὐ φέρει το μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν»

Το ότι το βρέφος της Παρθένου ήταν ο ίδιος ο Θεός που σαρκώθηκε,  δεν αποδεικνύεται με επιστημονική έρευνα. «Οὐ φέρει το μυστήριον ἔρευναν», αλλά με οδηγό την πίστη και την προσωπική επίσκεψη μας στη φάτνη διαπιστώνουμε, όπως οι βοσκοί και οι Μάγοι, ότι η «Παρθένος ἔτεκε, Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα.»

Αφού λοιπόν επιχειρήσαμε να προβληματιστούμε για το ρόλο του θανάτου ως σημείου καμπής στον ρουν του χρόνου, τόσο της ανθρωπότητας όσο και για τον καθένα προσωπικά, αλλά και ως αφορμής πρόκλησης – ενεργοποίησης  της ελευθερίας μας, εναπομένει να δούμε την προσωπική μας στάση έναντι του χρόνου με δεδομένη την πίστη μας στην ύπαρξη του Θεού και της διδασκαλίας Του στο ότι ο θάνατος αποτελεί ένα πέρασμα από ένα είδος ζωής σε ένα άλλο διαφορετικό. Δεν θα αναφερθούμε στις υπόλοιπες στάσεις που πιστεύουν ή δεν πιστεύουν σε «κάτι» ή στο «τίποτε». Αφήνουμε την κάθε ομάδα ανθρώπων να διαλογιστεί και να επιλέξει  τίμια και με συνέπεια το πώς θα περάσει το χρόνο της ζωής της με βάση τα δεδομένα,  τα οποία επιλέγει να λάβει υπόψη από το συγκείμενο του παρόντος χωροχρόνου.

Ένας  πιστός χριστιανός που αποδέχεται το έργο  του   Χριστού  με την ενανθρώπιση, την διδασκαλία, την θυσία και κυρίως με την ανάσταση Του, είναι πλέον πεπεισμένος ότι το πρόβλημα του εγκλωβισμού του ανθρώπου σε ένα τυφλό χωροχρονικό πλαίσιο της παρούσας ζωής έχει επιλυθεί οριστικά με την ανάσταση του Χριστού. Ο χρόνος στην παρούσα ζωή μπορεί να μας φέρνει ολοένα και εγγύτερα στον θάνατο, αλλά πλέον ο θάνατος δεν έχει την αινιγματική φύση που είχε ( ή που έχει ακόμα για κάποιους)  απόντος του Χριστού. Ο χρόνος πλέον αποτελεί μέγιστο δώρο  του Θεού προς τον άνθρωπο, δεδομένου ότι μπορεί να αξιοποιηθεί με τρόπο που να έχει καθοριστικές συνέπειες στον χρόνο που ακολουθεί μετά τον θάνατο. Σε αντίθεση με τους πρωτοπλάστους που είχαν δεδομένο το ότι ΔΕΝ θα πέθαιναν, αλλά είχαν την αποστολή να διατηρήσουν αυτή την δωρεά του Θεού, ο άνθρωπος σήμερα έχει δεδομένο ότι ΘΑ πεθάνει και αν πιστεύει στην διδασκαλία του Χριστού,  πρέπει πριν να πεθάνει,  να προλάβει να ανατρέψει τις αιτίες που εισήγαγαν τον θάνατο στην ζωή της ανθρωπότητας, δηλαδή με απλά λόγια πρέπει να απαλλαγεί από την αμαρτία και τα εξ αυτής πάθη.

Όταν ξεκινήσει το νέο στάδιο του χρόνου με την ανάσταση των νεκρών και την κατάργηση του θανάτου ( όταν λήξει δηλαδή η παρούσα μεταπτωτική κατάσταση της φθοράς), δεν θα λειτουργούν τα πράγματα στο επίπεδο της πίστης – εμπιστοσύνης στα λόγια του Θεού ή της Γραφής,  αλλά στο επίπεδο  της «αναγκαστικής» αποδοχής της πραγματικότητας, αφού όλοι πλέον θα βλέπουν ότι ο χρόνος συνεχίζεται, θα βιώνουν την πραγματικότητα του Θεού (όχι όμως όλοι με τον ίδιο τρόπο)  και άρα δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία τους στο να αποδεχθούν ή όχι τον Θεό. Τι νόημα θα έχει τότε  το ερώτημα «πιστεύεις στην μετά θάνατο ζωή;»,  όταν όλοι θα βιώνουν την ζωή μετά τον σωματικό τους θάνατο, δηλαδή την έξοδο τους από τον προηγούμενο χωροχρόνο,  στον οποίο δικαιούνταν να διαλογίζονται και να φιλοσοφούν όπως ήθελαν, και την είσοδο τους σε ένα άλλο χωροχρόνο,  όπου απλώς βλέπουν, διαπιστώνουν και αποδέχονται. Από την στιγμή όμως,  που χάνεται η ελευθερία επιλογής,  επηρεάζεται ριζικά και ουσιαστικά ακυρώνεται η σχέση εμπιστοσύνης,  την οποία από την αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου,  επιζητούσε ο Θεός να έχει με τους ανθρώπους.  Είναι η κατάσταση που οραματίστηκε ο Πλάτωνας στο μύθο του σπηλαίου, με τους δέσμιους του σπηλαίου όσο είναι μέσα, να  βλέπουν  μόνο τις σκιές των αληθινών πραγμάτων, τα οποία αντικατοπτρίζονταν στο φως της φωτιάς. Όταν όμως βγουν από το σπήλαιο,  βλέπουν πλήρως την οντολογική πραγματικότητα. Είναι το ίδιο που η εκκλησία ψάλλει για τον Άγιο Αντώνιο «και νυν εν ουρανοίς, των εσόπτρων λυθέντων Αντώνιε, καθαρώς εποπτεύεις την αγίαν Τριάδα». Δηλαδή τώρα που ο Άγιος Αντώνιος είναι στον ουρανό τέλειωσαν οι συμβολισμοί, οι μεταφορικές εικόνες, τα λόγια περί του Θεού, διότι πλέον βλέπει ξεκάθαρα και βιώνει την παρουσία της Αγίας Τριάδας (καθαρώς εποπτεύεις την αγίαν Τριάδα), όχι μέσω των μυστηρίων, αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο. Αυτό πρόκειται να συμβεί με κάποιο τρόπο για όλους τους ανθρώπους: ” ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός. ” (προς Φιληππησίους κεφ.β 10-11).  Με την διαφορά,  ότι αυτή η κατά τρόπον τινά αναγκαστική παραδοχή-αποδοχή του Θεού, θα προκαλεί σε κάποιους αφόρητη οδύνη,  ενώ σε άλλους άρρητη αγαλλίαση.

Συνεπώς το πρόβλημα του παρόντος χρόνου καθίσταται ακόμα κρισιμότερο, δεδομένης της περιορισμένης αλλά και άγνωστης διάρκειας του. Έχουμε ως δώρο από τον Θεό στις καλύτερες των περιπτώσεων,  70-80-90 χρόνια, τα οποία μπορούμε να επιλέξουμε να αξιοποιήσουμε με άπειρους διαφορετικούς τρόπους. Αν πιστεύουμε στον αποκαλυπτικό λόγο της Αγίας Γραφής,  τότε κάθε δευτερόλεπτο μπορεί να έχει ανάλογο θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στην ζωή μετά τον θάνατο και αυτό,  διότι αυτό το δευτερόλεπτο της ζωής αυτής χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη μας επιλογή. Και αυτό για τον Θεό έχει τεράστια αξία. Ίσως είναι και ο κύριος λόγος,  που ο Θεός επιτρέπει να υπάρχει αυτή η μορφή του κόσμου όπως την βιώνουμε σε αυτό τον πλανήτη. Κάθε δευτερόλεπτο στη ζωή αυτή,  μπορώ να ζητήσω από τον Θεό το έλεος Του, ή μπορώ να Τον εξυβρίσω,  ή μπορώ να Τον αγνοήσω εντελώς και να ασχοληθώ με κάτι που για μένα είναι σημαντικότερο. Αυτή η ελεύθερη επιλογή δεν θα υπάρχει στην ζωή μετά τον θάνατο.  Οι δύο ληστές στην σταύρωση του Χριστού,  αξιοποίησαν με εντελώς αντίθετο τρόπο τα τελευταία τους δευτερόλεπτα σε αυτή την ζωή με αντίστοιχες κρίσιμες συνέπειες στην άλλη ζωή.  Όταν σκεφτούμε ότι η κάθε μέρα αυτής της ζωής,  μας δωρίζεται για να δείξουμε την ελεύθερη μας στάση (θετική ή αρνητική) έναντι του Θεού και ότι αυτή η επιλογή επηρεάζει κρίσιμα την ποιότητα της αιώνιας ροής του χρόνου για μας, τότε (πρέπει να) μας πιάνει ίλιγγος. Όταν διαπιστώνουμε πόσες μέρες της περιορισμένης ζωής μας, πέρασαν αναξιοποίητες ως προς αυτό το έργο, διότι ασχολούμαστε με χίλια δυο άλλα χρήσιμα, άχρηστα, ωφέλιμα, επιβλαβή  και εν γένει αδιάφορα έργα, ως προς την κύρια αυτή αποστολή για την οποία μας δωρίζει ο Θεός τις μέρες αυτές, τότε μας πιάνει πανικός. Ευτυχώς   ο χρόνος της παρούσας ζωής,  εκτός του ότι αποκαλύπτει την ελεύθερη μας στάση έναντι του Θεού, έχει την ιδιότητα να είναι «ανατρεπτικός». Μπορεί δηλαδή η μια μέρα να ανατρέψει – διορθώσει – ακυρώσει τις προηγούμενες. Η εκκλησία μας επισημαίνει  ότι δεν κάνουμε αθροιστική συγκέντρωση καλών και κακών πράξεων, αλλά δια των πράξεων μας τεκμηριώνουμε την επιλογή μας ως θετική ή αρνητική στάση έναντι του Θεού. Αν μια πράξη – λόγος – στάση  μας έχει από μας αυτή την διάσταση,  τότε την αποδέχεται ως τέτοια ο Θεός. Η ίδια πράξη – λόγος – στάση,  αν γίνεται με άλλα κίνητρα ή σε άλλο πλαίσιο,  τότε δεν λειτουργεί ως ελεύθερη αποδοχή  του Θεού στη ζωή μας  και άρα δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα στην μετέπειτα ζωή. Το παράδειγμα του σταυρωθέντος ληστού είναι άκρως διαφωτιστικό,  ως προς το πόσο ανατρεπτικό όλης της προηγούμενης ζωής μπορεί να είναι ακόμα και ένα λεπτό, αρκεί να αποκαλύπτει γνήσια στάση – εμπιστοσύνη έναντι του Θεού.

Για αυτό αξίζει όλοι να ευχόμαστε σε όλους  «Χρόνια πολλά» τέτοιες μέρες,  ως μια ευκαιρία μεγιστοποίησης της δυνατότητας μας να ανταποκριθούμε θετικά σε κάποιες (όσο το δυνατό περισσότερες)  από αυτές τις στιγμές των «πολλών χρόνων»  έναντι της κλήσης του Θεού και έτσι να επηρεάσουμε ανάλογα  την συνέχεια του χρόνου για μας,  όταν αυτός πάρει την νέα του μορφή, στην επόμενη ζωή. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πόσο πιθανόν είναι,  όπως αποδεικνύεται από την ζωή πολλών ανθρώπων, να ζήσουμε πολλά – πολλά χρόνια και όμως να αχρηστεύσουμε – αποδοκιμάσουμε – αδιαφορήσουμε για όλες τις χρονικές αυτές δωρεές του Θεού σε μας, διότι περί άλλων πολλών μεριμνούμε και τυρβάζουμε  αντί  του  «ἑνὸς οὗ ἐστι χρεία». Μη γένοιτο!

Χρόνια Πολλά (καταλλήλως και κατά Θεόν αξιοποιούμενα)

Μιχάλης Χριστοφορίδης

Εκπαιδευτικός