ΑΡ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ 1/2022
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἀπὸ αὔριο ξεκινᾶ ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν «στάδιο τῶν ἀρετῶν». Ἡ περίοδος αὐτὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐγρήγορση καὶ προετοιμασία, μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, φιλανθρωπία καὶ τήρηση τοῦ θείου θελήματος, ὥστε κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπάξια νὰ φτάσουμε καὶ νὰ συμμετάσχουμε στὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Χαρακτηριστικὴ παράμετρος τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀποστροφὴ τῆς μνησικακίας καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετὴ τῆς συγχωρητικότητας. Τὸ νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ μὴν μνησικακοῦμε πρὸς ὅσους μᾶς φταῖνε εἶναι πρᾶγμα μέγα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἄφεση καὶ τῶν δικῶν μας σφαλμάτων. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἐπισημαίνει: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». Κανεὶς δὲν μᾶς ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό· μᾶς δημιούργησε, μᾶς εὐεργετεῖ μὲ τρόπους ποὺ οὔτε κἂν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε καὶ μᾶς καλεῖ νὰ καταστοῦμε ἄξιοι γιὰ τὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ὡς ἀντάλλαγμα ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ εἴμαστε φιλάνθρωποι, δηλαδὴ νὰ ἀνεχθοῦμε, νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ συγχωρήσουμε τὸν πλησίον μας. Ὄχι ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐνδεχομένως μᾶς φταῖνε, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἐμεῖς σφάλλουμε. Πράγματι, καὶ ἐμεῖς περηφανευόμαστε, καὶ κενοδοξοῦμε, καὶ μνησικακοῦμε, καὶ συμπεριφερόμαστε ἐκδικητικὰ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἀδικοῦμε ποικιλοτρόπως. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ σφάλματα καὶ τὰ ὀλισθήματα μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε μὲ τὸν εὔκολο καὶ σύντομο δρόμο ποὺ μᾶς προτείνει ὁ Θεός, δηλαδὴ διὰ τῆς συγχώρησης αὐτοῦ ποὺ σφάλλει πρὸς ἐμᾶς καὶ μᾶς ἀδικεῖ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ συγχωροῦμε ἐμεῖς τοὺς ἄλλους καὶ ὁ Θεὸς συγχωρεῖ ἐμᾶς.
Ἐάν, ὅμως, συμπεριφερθοῦμε ἄκαρδα, κλείσουμε δηλαδὴ τὴν καρδία μας καὶ ἀρνηθοῦμε νὰ συγχωρήσουμε, διώχνουμε μακριὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ προσευχηθοῦμε τότε, πῶς θὰ κοινωνήσουμε, πῶς θὰ ἀναπαύσουμε τὴν ψυχή μας, πῶς θὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ δικά μας τὰ σφάλματα; Ἂς ἐφαρμόσουμε λοιπὸν ἔμπρακτα αὐτὸ ποὺ ἀπαγγέλλουμε στὴν Κυριακὴ προσευχή, δηλαδὴ στὸ Πάτερ ἡμῶν: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἂς μείνουμε μακριὰ ἀπὸ τὴν ἔχθρα καὶ τὴ μνησικακία καὶ ἂς εὐεργετήσουμε καὶ συγχωρήσουμε τοὺς γύρω μας ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε πάνω μας τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση τοῦ Κυρίου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συγχωρητικότητα ὁ Κύριος μᾶς ζητάει νὰ γίνουμε ταπεινοί, ὥστε νὰ μὴν συμπεριφερόμαστε μὲ ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια. Νὰ μὴν κάνουμε δηλαδὴ τίποτα πρὸς ἐπίδειξη, νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε νὰ προβάλουμε οὔτε τὴ μετάνοιά μας οὔτε τὴν ἐγκράτειά μας. Ἂς θυμόμαστε ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐγκράτεια, ἡ ἀνεπιτήδευτη νηστεία, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ κακοῦ, εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῆς καταλαλιᾶς καὶ τῆς συκοφαντίας, εἶναι ἡ ἀποβολὴ τοῦ θυμοῦ, τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ μίσους πρὸς τὸν συνάνθρωπο.
Ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ μετάνοια καὶ ἡ νηστεία εἶναι πράγματα θεάρεστα μόνο ὅταν συνοδεύονται ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἂν ὅλα αὐτὰ γίνονται μὲ στόχο μία ἀτομικὴ δικαίωση καὶ ὄχι ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ ὡς ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων μας, οἱ ὁποῖοι στὸ κάτω κάτω εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἐὰν αὐτοὶ εἶναι δικοί μας ἢ ξένοι, πονηροὶ ἢ ἀγαθοί, τότε μᾶς ἐλέγχει ἡ φωνὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Μθ. 9, 13). Ἀγάπη θέλω καὶ ἐπιζητῶ, μᾶς λέει, καὶ ὄχι τὴ θρησκευτικότητα, ποὺ ἀποβλέπει στὴν αὐτοέξαρση καὶ τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν αὐτοϊκανοποίηση, ποὺ βλέπει κάθε τι τὸ ἐξωτερικὸ ὡς πεμπτουσία τῆς εὐσέβειας, καὶ λησμονεῖ τὴν πραγματικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὸ ταπεινὸ φρόνημα.
Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν δυστυχῶς ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπόληψη στὰ μάτια τοῦ λαοῦ, ἦταν δίκαιος καὶ πιστὸς τηρητὴς τοῦ Νόμου. Ὅταν ὁ Φαρισαῖος ἔφτασε πάντως στὸν Ναὸ δὲν προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἐπικαλεστεῖ τὸ ἔλεός του. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἀφοῦ στάθηκε ἐπιδεικτικὰ σὲ μία περίοπτη καὶ διακεκριμένη θέση τοῦ Ναοῦ, ἄρχισε μεγαλοφώνως ἀπὸ τὴ μία νὰ αὐτοεγκωμιάζεται, νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν δικαιώνει, νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς καλές του πράξεις: «νηστεύω», ἔλεγε, «δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ κατακρίνει ὅλους τοὺς ἄλλους. Εὐχαριστοῦσε μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀναμαρτησία του καὶ ξεχωρίζοντας αὐτάρεσκα τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, καὶ βέβαια καὶ ἀπὸ τὸν Τελώνη, ἔλεγε: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων… ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Μὲ τὴν ὅλη συμπεριφορά του ὁ Φαρισαῖος ἀποδεικνύει ὅτι ἀνέβηκε στὸν Ναὸ ὄχι ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό, ἀλλὰ ὡς ἕνας τέλειος καὶ ἀναμάρτητος. Τὸ μόνο, ὅμως, ποὺ πέτυχε διατυμπανίζοντας τὴ δικαιοσύνη του, τὴ φιλανθρωπία, τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, ἦταν νὰ ἀποδείξει τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα ἐπιφανειακὸ ἄνθρωπο, γεμάτο ἐγωισμὸ καὶ φιλαρέσκεια. Στὴν προκειμένη περίπτωση, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ἀναγκαία, ἐντούτοις καταλήγει νὰ εἶναι ἀνώφελη καὶ μάταια, ὡς μία ἁπλὴ ἐφαρμογὴ κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων. Ἡ οὐσία, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο καὶ στὴ συναίσθηση τῆς ἀνεπάρκειάς μας, πρᾶγμα βέβαια ποὺ ὁδηγεῖ καὶ στὴν ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει πὼς τελικὰ ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Στὸν ἀντίποδα τοῦ Φαρισαίου βρίσκεται ὁ Τελώνης, ὁ ὁποῖος ἐπιδεικνύει ἀληθινὴ μετάνοια. Συναισθανόμενος τὰ μεγάλα σφάλματά του, καθὼς καὶ τὶς πολλὲς ἀδικίες ποὺ ἔκανε, ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του. Στέκεται κάπου ἀπόμερα καὶ μὲ τὸ βλέμμα κάτω λυπᾶται, μετανοεῖ πραγματικὰ καὶ ζητᾶ μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ πράγματι, ὁ Τελώνης ἐπιτυγχάνει τὸ ζητούμενο. Ἡ προσευχή του εἰσακούεται καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ δικαίωση καὶ τὴν υἱοθεσία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Τελικά, αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ μετράει στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἡ μικρὴ ἢ ἡ μεγάλη ἁμαρτία κάποιου, οἱ πολλὲς ἢ οἱ λίγες καλές του πράξεις. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ θὰ ἐπιδειχθεῖ. Αὐτὴ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς ξεκινῶντας τὸ κήρυγμά του δὲν ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀναμαρτησία, ἀλλὰ τὴ μετάνοιά τους καὶ τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἔτσι ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό, ἐνῶ ἡ αὐτοδικαίωση τὸν ἀπομακρύνει. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, στὸ τέλος τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου, δηλώνει μὲ ἔμφαση ὅτι «ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Ἀληθινός, ἑπομένως, Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ μὲ ἁπλότητα καὶ ταπείνωση νὰ τηρήσει τὶς θεῖες ἐντολὲς ὄχι ἀπὸ κενοδοξία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ πράξουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ διανύσουμε τὸ «στάδιο τῶν ἀρετῶν» μὲ ἀγάπη, φιλανθρωπία, συγχωρητικότητα καὶ μὲ γνήσια μετάνοια.
Διάπυρος πρὸς Κύριον εὐχέτης,
† Ὁ Τριμυθοῦντος Βαρνάβας
ΣΗΜ: Ὁ Ἐφημέριος καθίσταται ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἐγκυκλίου αὐτῆς τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, 6 Μαρτίου 2022, καὶ ἀκολούθως τὴν ἀνάρτησή της στὸν πίνακα ἀνακοινώσεων τοῦ Ναοῦ.