1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Ιωάννη Μπέκου – Πλασμένοι γιά τούς ἄλλους

Μέ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω οἱ χριστιανοί θυμόμαστε τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καί προσπαθοῦμε νά κατανοήσουμε τήν παραβολή τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἐλπίδα νά εἴμαστε κι ἐμεῖς μεταξύ ἐκείνων πού θά σωθοῦν καί θά εἰσέλθουν στή Βασιλεία Του.

Ὅταν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπους ἔρθει στόν κόσμο, μέ ἔνδοξο τρόπο αὐτή τή φορά, καί μέ τή συνοδεία τῶν ἀγγέλων, ὅλα τα ἔθνη θά μαζευτοῦν ἐνώπιόν του γιατί ὅλοι πιά θά ἀναγνωρίσουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Βασιλιάς.  Ἀλλά ὁ Βασιλιάς αὐτός εἶναι ἕνας βασιλιάς-ποιμένας γι’ αὐτό καί θά χωρίσει τούς ἀνθρώπους ὅπως ὁ ποιμένας χωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια, βάζοντας τά πρόβατα στά δεξιά του καί τά ἐρίφια στά ἀριστερά του.  Ἐκείνους πού θά βρίσκονται στά δεξιά του θά τούς ἀποκαλέσει εὐλογημένους ἀπό τόν Πατέρα καί θά τούς καλέσει νά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία Του πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου, γιατί ἔδωσαν τροφή στόν πεινασμένο, νερό στόν διψασμένο, ὑποδέχτηκαν τόν ξένο, ἕντυσαν τόν γυμνό, φρόντισαν τόν ἀσθενῆ καί ἐπισκέφτηκαν τόν φυλακισμένο στή φυλακή. Οἱ δίκαιοι αὐτοί ἄνθρωποι θά ἀντιδράσουν μέ εὐγενικό τρόπο καί θά ὁμολογήσουν ὅτι δέν γνωρίζουν πότε συνέβησαν ὅλα αὐτά.  Καί ὁ Βασιλιάς θά τούς ἀπαντήσει ὅτι αὐτά συνέβαιναν κάθε φορᾶ πού φρόντιζαν ἐκείνους πού θεωροῦνται οἱ περισσότερο ἀδύναμοι καί ἐξαθλιωμένοι μεταξύ των ἀνθρώπων γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι μέλη τῆς οἰκογένειάς του κι φροντίζοντάς τους εἶναι σάν φρόντιζαν τόν ἴδιο τόν Βασιλιά.  Τότε θά ἀπευθυνθεῖ καί σέ ἐκείνους πού θά βρίσκονται στά ἀριστερά Του, τούς ἁμαρτωλούς, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά  κατά τήν διάρκεια τῆς ζωή τους ἦταν μιά συμπεριφορά ἄρνησης τῆς φροντίδας καί ἀπόρριψης τῶν «ἐλαχίστων», στό πρόσωπο τῶν ὁποίων θά ἔπρεπε νά ἀναγνωρίσουν τό πρόσωπο τοῦ Βασιλιά.  Γιατί αὐτό καί οἱ δίκαιοι θά ὁδηγηθοῦν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί θά καταλήξουν στήν αἰώνα κόλαση.

Αὐτή τήν παραβολή φέρνει ἐνώπιον μας ἡ Ἐκκλησία καί σκεπτόμενοι λογικά θά πρέπει νά νιώθουμε τουλάχιστον ἀνασφάλεια, γιατί ἐπηρεασμένοι ἀπό τό κλίμα τῆς ἐποχῆς πού προβάλει τοῦ διάσημους καί τούς ἰσχυρούς, προτιμοῦμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ περισσότεροί των ἀνθρώπων, νά ἔχουμε σχέσεις καί νά δείχνουμε τό ἐνδιαφέρον μας κυρίως γιά ἀνθρώπους ἐπιφανεῖς καί δυνατούς κι ὄχι γιά αὐτούς πού θά ἔμοιαζαν μέ τούς «ἐλάχιστους» τῆς παραβολῆς.  Εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι μέ μιά τέτοια ἐπιλογή θά ἐξασφαλίσουμε καλύτερα τό μέλλον τό δικό μας καί τῆς οἰκογένειάς μας.  Ἀλλά ἡ παραβολή τῆς Κρίσεως μᾶς καλεῖ νά ἀλλάξουμε θέαση τῶν πραγμάτων καί νά θυμηθοῦμε ὅτι τό μέλλον μας εἶναι ὁ Θεός καί ἡ Βασιλεία Του κι ὅτι αὐτό τό μέλλον ἐξασφαλίζεται ὅταν θά δοῦμε στό πρόσωπο τῶν συνανθρώπων μας τόν ἴδιο τόν Θεό.  Κι ἡ θέαση τοῦ κόσμου ἀλλάζει ὅταν φθάσουμε στό σημεῖο νά ἐνδιαφερθοῦμε  γιά τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνάγκες καί ἐμφανίζονται νά διαφέρουν πολύ ἀπό ἐμᾶς λόγω ἀδυναμίας καί ἀνέχειας ἀπό τήν ἔλλειψη τῶν βασικῶν ἀγαθῶν ὅπως ἡ τροφή καί ἡ ἐνδυμασία ἤ λόγω κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ ὅπως συμβαίνει μέ τούς ξένους, τούς ἀσθενεῖς στό νοσοκομεῖο καί τούς φυλακισμένους στίς φυλακές.

Μιά τέτοια θέαση τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου δέν εἶναι μιά εὔκολη ὑπόθεση καί δέν εἶναι κάτι πού ἀναμένεται ἀπό τήν πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων.  Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ κατάσταση τοῦ ἄλλου ἑλκύει τήν προσοχή μας ἤ μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀποστροφή του.  Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀνέχεια καί ὁ ἀποκλεισμός ἤ, ἀντίθετα, ἡ δύναμη, ὁ πλοῦτος καί ἡ συμπερίληψη στήν ἀνθρώπινη κοινότητα εἶναι τό ἀποτέλεσμα συγκυριῶν.  Ὡστόσο οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν νά προσέχουν τίς εὐτυχεῖς συγκυρίες καί νά ἀγνοοῦν ἤ νά παραβλέπουν ἐκεῖνες πού ὁδηγοῦν στή δυστυχία.  Ἡ παραβολή τῆς Κρίσεως προσβάλλει αὐτή τήν ἀνθρώπινη πρακτική καί διδάσκει τοῦ ἀνθρώπους νά προσέχουν στόν Δημιουργό καί τά ἔργα Του, τήν οἰκονομία Του, πού δέν μεταβάλλονται μέ τόν χρόνο καί διατηροῦν μία συνέχεια μέ προοπτική τήν πλήρη ἀποκάλυψη.  Κάτι τέτοιο συμβαίνει καί μέ τήν παραβολή τῆς Κρίσεως.

Γιά τήν χριστιανική παράδοση ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσή Του, ἦταν νά μπορέσει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη νά χωρέσει τήν μεγαλειότητα τῆς θείας βασιλείας καί νά γίνει πολίτης τοῦ Οὐρανοῦ («δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἠτοιμασμένην ὑμίν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου»).   Ἡ ἐκπλήρωση μιᾶς τέτοιας δυνατότητας προϋποθέτει τήν καλλιέργεια σχέσεων μέ ἐκείνους πού μέ τά κριτήρια τοῦ κόσμου, καί τά ὁποῖα κι ἐμεῖς συχνά υἱοθετοῦμε, δέν θεωροῦνται «σημαντικοί», δέν ἑλκύουν τήν προσοχή μας γιατί εἶναι τόσο μικροί καί τόσο τελευταῖοι ὥστε νά μήν τούς δίνει κανείς σημασία.  Εἴμαστε χριστιανοί καί θά πρέπει νά θυμόμαστε ὅτι ὁ Κύριος μας πέθανε στό Σταυρό ὡς ὁ τελευταῖος των ἀνθρώπων ἕνα θάνατο τελείως ἀσήμαντο γιά τοῦ ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.  Ἄν εἴμαστε πλασμένοι νά γίνουμε πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε καί πλασμένοι γιά τούς ἄλλους, εἴμαστε πλασμένοι γιά νά ἐνδιαφερόμαστε γιά τίς ἀνάγκες τους, νά τούς φροντίζουμε, ἰδιαίτερα ὅταν καμιά ἄλλη ἐλπίδα δέν ὑπάρχει γι’ αὐτούς.  Ὅλα ὅσα ἔγιναν ἀπό τόν Θεό καί ὁ ἐπίγειος καί ὁ οὐράνιος κόσμος, καί ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ζωή Του, καί τά Πάθη του καί τά μυστήρια, ὅλα μά ὅλα δόθηκαν γιά νά κληρονομήσουν οἱ ἄνθρωποι τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, εἴμαστε πλασμένοι γι’ αὐτόν τόν σκοπό, αλλά και πλασμένοι να ἐπιδεικνύουμε φιλανθρωπία καί ἐλεημοσύνη, δηλαδή, ἀγάπη πρός τούς ἄλλους.

Ὅταν ἀκοῦμε σήμερα γιά φιλανθρωπία ἤ ἐλεημοσύνη ὁ νοῦς μας δέν πηγαίνει κατευθείαν στόν Χριστό κι αὐτό γιατί ζοῦμε σέ μιά ἐποχή ὅπου ἡ φιλανθρωπία ὡς πρακτική ἀποτελεῖ ἀξία καί ἐπιδιώκεται ἀπό κρατικούς ἤ μή φορεῖς μέ συχνά ἐντυπωσιακά ἀποτελέσματα.  Δέν ἀποτελεῖ πιά γιά τόν μέσο πολίτη ἀποκλειστικό προνόμιο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἀποδοχή τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στό δημόσιο χῶρο συνδέεται ἄρρηκτα μέ τό φιλανθρωπικό της ἔργο.  Ὁ κόσμος αὐτό πού θέλει ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι νά κάνει φιλανθρωπικά ἔργα.  Εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ παραβολή τῆς Κρίσεως δέν μιλάει γιά μιά τέτοια φιλανθρωπία.

Ἡ φιλανθρωπία γιά τήν ὁποία μιλάει ἡ παραβολή τῆς Κρίσεως εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, δηλαδή, τῆς ὑπακοῆς στήν ἐντολή νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη καί τόν πλησίον μας σάν τόν ἑαυτό μας.  Κι ἡ ἀγάπη μέ τή σειρά τῆς εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῶν ἀρετῶν γιά τίς ὁποῖες ἔχουν μιλήσει προηγουμένως τά εὐαγγέλια.  Γιά νά μάθουμε νά ἔχουμε μιά τέτοια ἀγάπη θά πρέπει νά στρέψουμε τό βλέμμα μας πρός τόν Θεό πού δέχθηκε νά πτωχεύσει ἑκούσια καί νά γίνει ὁ «ἐλάχιστος» ὅλων των ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά εἰσέλθει στόν Παράδεισο.  Εἶναι βέβαιο ὅτι κανείς μας δέν θέλει νά πτωχεύσει χάριν τῶν ἀδελφῶν μας γιατί δέν ἔχουμε τήν ἀγάπη πού θέλει ὁ Θεός νά ἔχουμε.  Βρισκόμενοι σέ αὐτή τήν κατάσταση, τά κριτήρια τῆς παραβολῆς γιά τή σχέση μας μέ τούς ἄλλους καί τήν φροντίδα τους, γίνονται ἡ ἀφορμή γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν πού δέν ἔχουμε.  Τῆς μετάνοιας, γιατί ἡ κατάστασή μας δέν εἶναι ἡ κατάσταση πού πρέπει νά εἶναι, τῆς ταπείνωσης, γιατί δέν εἴμαστε καί τόσο ἐνάρετοι ὅσο νομίζουμε, τῆς συγχώρεσης, γιατί ὡς ἀνάξιοί της ἐμπιστοσύνης τοῦ Θεοῦ νά ὀνομαζόμαστε χριστιανοί πάντα θά πρέπει νά συγχωροῦμε καί τῆς φιλανθρωπίας, γιατί θέλουμε νά εἰσέλθουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί διαφορετικά δέν γίνεται.  Βλέποντας τά πράγματα μέ ἕνα τέτοιο μάτι διαπιστώνουμε ὅτι ὁ σκοπός τῆς παραβολῆς εἶναι νά μᾶς δείξει ὅτι πέρα ἀπό τήν ὠφέλεια τῶν ἀναγκεμένων ἀνθρώπων, προκύπτει πολύ μεγαλύτερη ὠφέλεια γιά τούς πιστούς πού ἐνεργοῦν μέ φιλανθρωπία καί ἐλεημοσύνη.  Ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ἕνα ἅγιος ὅταν κανείς φροντίζει τούς ἀνθρώπους στίς ἀνάγκες τους μαλακώνει ἡ καρδιά του, γίνεται πιό σπλαχνική καί ἔρχεται πιό κοντά στόν Θεό.  Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνός κόσμου κατά τόν τρόπο πού θέλει ὁ Θεός νά ὑπάρχει ὁ κόσμος.

Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ κόσμος ἐκείνων πού θά σταθοῦν στά ἀριστερά του Βασιλιά τῆς παραβολῆς.  Αὐτός ὁ κόσμος δέν μοιάζει μέ τόν κόσμο πού πορεύεται πρός τήν Βασιλεία Του, γιατί σέ αὐτόν κυριαρχεῖ ἡ κακία  τῶν ἀνθρώπων πού δημιουργεῖ ὅλο καί περισσότερους διψασμένους, πεινασμένους, γυμνούς ἀπό ἀνέχεια, ξένους ἀπό τόν τόπο τους, ἀσθενεῖς καί φυλακισμένους ἀποξενωμένους ἀπό τήν πραγματική ζωή.  Στόν κόσμο αὐτό κανείς δέ μπορεῖ νά ξεχωρίσει τήν ἀγάπη ἀπό τόν ἐγωισμό, τήν φιλαυτία ἀπό τόν ἀλτρουισμό κι αὐτό γιατί κανείς δέν θέλει νά μάθει νά ἀγαπάει τόν ἑαυτό του ὅπως ὁ Θεός ἀγαπάει καί ἐμᾶς καί τούς συνανθρώπους μας.  Οἱ ἄνθρωποι στά ἀριστερά του Βασιλιά θά ἀναγνωρίσουν τόν Θεό, ἀλλά δέν θά μπορέσουν νά βροῦν καμία σχέση τῆς ζωῆς τους στόν ἐπίγειο κόσμο μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί μέ τή παρουσία τῶν ἀνθρώπων πού ἀποτελοῦν τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ.  Αὐτή τους ἡ ἀδυναμία θά ἀποκτήσει πιά αἰώνια χαρακτηριστικά καί ἡ κόλαση θά εἶναι νά ἀναγνωρίζει κανείς τόν Θεό καί ἡ ὕπαρξή του νά ἔχει ἐπιλέξει νά βρίσκεται μακριά Του κατά τρόπο ἀντίθετο μέ τον τρόπο τῆς δημιουργίας του ἀπό τον Θεό.

Ἄν καί συνηθίζουμε νά λέμε ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς κρίνει καί ἐνδεχομένως νά μᾶς καταδικάσει, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ αἰώνιος κόλαση δέν φτιάχτηκε γιά τούς ἀνθρώπους ἀλλά μόνο γιά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους του.  Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔχουν πλαστεῖ ἀπό τόν Θεό γιά νά ζήσουν στή Βασιλεία Του καί αὐτή εἶναι ἡ προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας.  Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἑτοιμάστηκε γιά τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλους τους ἀνθρώπους. Τό γεγονός ὅτι τελικά ἄνθρωποι θά ὁδηγηθοῦν στήν κόλαση δέν εἶναι κάτι πού θέλει καί ἐπιδιώκει ὁ Θεός, ἀλλά κάτι πρός τό ὁποῖο μᾶς στρέφουν οἱ ἴδιες μας οἱ ἐπιλογές, οἱ πράξεις μας στόν κόσμο αὐτό.   Αὐτή ἡ παρατήρηση μᾶς βοηθάει νά ἀναστοχαστοῦμε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐμεῖς κρίνουμε τόν ἑαυτό μας ἢ τούς ἂλλους, καθώς συχνά δέν κρίνουμε μέ κριτήριο κατά πόσο οἱ δικές μας πράξεις ἤ οἱ πράξεις τῶν ἄλλων εἶναι ἀγαθές καί ἀρεστές στόν Θεό, ἀλλά μέ κριτήριο τόν  ψυχισμό μας, τό συναίσθημά μας, τήν ἰδιοτέλειά μας.  Εἶναι φρόνιμο καί σοφό νά θέλεις κανείς νά πορευτεῖ πρός ἕναν τόπο πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά νά τόν ὑποδεχθεῖ  κι ὄχι πρός ἕναν τόπο ξένο πρός τόν ἄνθρωπο καί ἄρα αἰώνια ἀφιλόξενο.  Ἀλλά οἱ πράξεις μας θά πρέπει νά ταιριάζουν στόν κόσμο πρός τόν ὁποῖο μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη θέλουμε νά κατευθυνθοῦμε.

Ἡ πορεία μέχρι τώρα ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου μᾶς ἔχει δείξει ὅτι ὑπάρχουν δύο τύποι προσευχῆς, ἡ προσευχή πού δέχεται ὁ Θεός καί ἡ προσευχή πού ὁ Θεός ἀπορρίπτει, δύο τύποι ἀνθρώπων, οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί καί τώρα μαθαίνουμε ὅτι δύο εἶναι καί οἱ τελικοί προορισμοί τῶν ἀνθρώπων στήν αἰωνιότητα.  Ἄν καί οἱ διακρίσεις μεταξύ ἀγαθῶν καί κακῶν, ἀποδεκτῶν καί μή ἀποδεκτῶν, δέν εἶναι πολύ δημοφιλεῖς στήν ἐποχή μας πού προτιμάει μία συμπερίληψη ἀνθρώπινων συμπεριφορῶν, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὑπάρχουν καλές καί κακές πράξεις, συμπεριφορές πού ἀποδέχεται ὁ Θεός καί συμπεριφορές πού ἀπορρίπτει, ἄνθρωποι πού πράττουν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἄνθρωποι πού ἀδιαφοροῦν γιά τό θέλημά Του καί ἐπίσης πράξεις γιά τίς ὁποῖες εἴμαστε πλασμένοι καί πράξεις πού δέν μᾶς ταιριάζουν.  Ἡ διήγηση τῆς Κρίσεως ἐπαναφέρει στό προσκήνιο τή σημασία τῆς διάκρισης πού φέρνει κοντά τους ἀνθρώπους καί συγκροτεῖ μία κοινότητα πού ἐνῶ ζεῖ στόν κόσμο αὐτό, πορεύεται πρός τήν ἑτοιμασμένη γιά ὅλους μας Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.