1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Ιωάννου Μπέκου – Ἡ θέαση τῆς Ἀνάστασης

Τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα γιορτάσαμε «θεασάμενοι» τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου κι ἔχουμε ἤδη εἰσέλθει στήν ἀναστάσιμη περίοδο πού διαρκεῖ ὥστε νά μπορέσουμε νά δοῦμε καλύτερα καί ἔτσι νά γνωρίσουμε καί νά αἰσθανθοῦμε τήν Ἀνάσταση.  Μιλώντας γιά τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τήν Ἀνάσταση, θά μπορούσαμε νά κάνουμε κάποιες σκέψεις πού νά ταιριάζουν στήν περίοδο πού διανύουμε. Βέβαια θά πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἕνας λόγος γιά τή νίκη τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο εἶναι δύσκολος ὅταν γύρω μας, ὄχι πολύ μακριά ἀπό ἐμᾶς, αὐτό πού κυριαρχεῖ μεταξύ των ἀδελφῶν μας εἶναι ὁ πόλεμος καί ὁ θάνατος. Ἀλλά εἴμαστε χριστιανοί καί θά πρέπει νά γνωρίζουμε τόν τρόπο νά βλέπουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀκόμα κι ὅταν τά γεγονότα δέν φαίνεται νά μᾶς τό ἐπιτρέπουν.

Ὅλη αὐτή τήν περίοδο ψάλλουμε ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἄν καί βρέθηκε ὡς νεκρός μεταξύ των νεκρῶν («Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν»), κατανίκησε τόν θάνατο μέ τόν θάνατό Του («θανάτω θάνατον πατήσας»), δωρίζοντας τήν αἰώνια ζωή καί στούς κεκοιμημένους («καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος»).  Ἐπαναλαμβάνοντας μέ ἐνθουσιασμό τό ἀναστάσιμο τροπάριο, θυμόμαστε ὅτι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συνδέεται ἡ Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη καί τό κήρυγμα στούς κεκοιμημένους. Ἅς προσέξουμε λίγο τά γεγονότα τῶν ἡμερῶν.

Ὁ Χριστός πεθαίνει στόν Σταυρό τόν θάνατο πού ταιριάζει στούς ἀνθρώπους, καί τό σῶμα Του, πού θά ὁδηγηθεῖ γιά ταφή στό μνημεῖο, χωρίζεται ἀπό τήν ψυχή Του.  Παρά τόν μεταξύ τους χωρισμό πού σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός πέθανε κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του, ἡ ψυχή καί τό σῶμα παραμένουν ἑνωμένα μέ τήν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέ τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ θεωμένη κατέρχεται στόν Ἅδη, φέρνει τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας σέ ὅσους στό παρελθόν κατοικοῦσαν στή γῆ καί γίνεται αἴτιος αἰώνιας σωτηρίας σέ ἐκείνους πού εἶχαν πιστέψει κατά τήν περίοδο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους. Ἀναχωρώντας ὁ Χριστός ἀπό τούς νεκρούς, θά ἑνωθεῖ ἡ ψυχή Του μέ τό σῶμα Του, θά ἀναστηθεῖ καί θά ἀνοίξει γιά χάρη μας τόν δρόμο τῆς ἀνάστασης.

Εἶναι παράδοξο, ἀλλά ἡ Κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη συμβαίνει μέσα σέ ἕνα κλίμα ἀναστάσιμο, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀκόμα ἀναστηθεῖ. Ἐνῶ ἡ Κάθοδος στόν Ἅδη φαίνεται νά ἀφορᾶ μόνο τούς κεκοιμημένους, δέν συνδέεται μόνο μέ αὐτούς. Τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη καί ἡ Ἀνάσταση πού θά ἀκολουθήσει στρώνουν τόν δρόμο καί γιά τή δική μας ἀνάσταση καθώς μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἀπαρχή τῆς δικῆς μας ἀνακαίνισης καί κατά τό σῶμα, ἀλλά καί κατά τήν ψυχή. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τό βάπτισμά μας ὅταν καί γινόμαστε κοινωνοί τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἀποκτοῦμε τή δυνατότητα νά ζήσουμε στήν πραγματικότητα, καί ἐφόσον τό θελήσουμε, τή ζωή  πού εἶναι σύμφωνη μέ τό Εὐαγγέλιο ἔχοντας βέβαιη τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἐπαγγελίας γιά τόν μέλλοντα αἰῶνα. Μέ τό βάπτισμά μας, δηλαδή, μέ τή μετοχή μας στήν τριήμερη ταφή καί ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐγκαινιάζεται ἡ προσωπική μας πνευματική ἱστορία πού εἶναι ὁρατή μέ τά πνευματικά μας μάτια καί τήν ὁποία μποροῦμε νά γνωρίσουμε καί νά αἰσθανθοῦμε.

Ἔτσι ἡ Ἀνάσταση, ἀλλά καί ἡ ταφή πού προηγήθηκε, μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα ὡς χριστιανούς. Τό νόημά τους δέν εἶναι κάτι πού τό ψάχνουμε σάν νά βρίσκεται ἔξω ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι ἡ ἀπαρχή μας, ἡ πνευματική μας γέννηση. Εἶναι μέσα μας, εἴμαστε, ὡς βαπτισμένοι χριστιανοί, «μέρος» τῆς ταφῆς καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἀνάσταση μπορεῖ νά ἀποτελεῖ καθημερινό γεγονός στίς ψυχές μας, στίς ψυχές ὅλων ἐκείνων πού θέλουν ὁ Χριστός νά ἀναστηθεῖ μέσα τους κι ἔτσι νά βλέπουν καί νά θεωροῦν τή δόξα Του. Μπορεῖ, ὅμως, νά ἔχουμε «ξεχάσει» μιά τέτοια δυνατότητα.  Πῶς μποροῦμε νά θυμηθοῦμε αὐτό πού ἤδη εἴμαστε ἤ, καλύτερα, νά δοῦμε τή σχέση τῆς Ἀνάστασης μέ τή ζωή μας;

Ἄν ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς μας ἱστορίας εἶναι τό βάπτισμά μας καί ἡ τελείωση αὐτῆς τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ζωή κατά τό εὐαγγέλιο, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ἡ ἐνδιάμεση περίοδος, αὐτή πού τώρα διατρέχουμε γιορτάζοντας τήν Ἀνάσταση καί ἀγωνιζόμενοι νά γίνει ἡ Ἀνάσταση καθημερινότητά μας. Δίνοντας παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα θά μπορέσουμε νά θυμηθοῦμε κι αὐτό πού ἤδη εἴμαστε μέ τή βάπτισή μας, ἀλλά καί αὐτό πρός τό ὁποῖο πορευόμαστε.

Ἑορτάσαμε τό γεγονός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἡ Ἀνάσταση ἐκτός ἀπό γεγονός εἶναι καί μυστήριο. Δέν εἶναι εὔκολα κατανοητή αὐτή ἡ πρόταση ἀπό τόν σύγχρονο ἄνθρωπο πού εἶναι πεπεισμένος ὅτι εἶναι ἄλλο τά γεγονότα πού κανείς μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώνει μέ τεκμήρια κι ἄλλο ἡ πίστη στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κόσμος ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τό μυστήριο τῆς Ἀνάστασης πού μπορεῖ νά ἐπαναλαμβάνεται καί νά γίνεται ὁρατό μέ μυστικό τρόπο μέσα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων ὅταν ἐκεῖνοι τό θέλουν. Σκεπτόμενος κανείς τήν Ἀνάσταση «σωματικά» δέν μπορεῖ ποτέ νά κινηθεῖ πέρα ἀπό τή γνώση τοῦ γεγονότος καί τήν αἴσθηση τῆς ἑορτῆς.  Ἀντίθετα, ὅταν κανείς προσεγγίζει τό μυστήριο μέ πίστη καί μέ ἔργα ἀγαπώντας τόν Θεό καί τηρώντας τίς ἐντολές του μπορεῖ, καί νά γνωρίζει καί νά αἰσθάνεται, ἀλλά κυρίως νά βλέπει τήν Ἀνάσταση μέσα στήν ὕπαρξή του, μέσα στή ζωή του.

Ἡ θέαση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ὡς πνευματικό δῶρο τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τίς σκέψεις μας καί τούς λογισμούς μας, δηλαδή, ἀπό τόν τρόπο νά κατανοοῦμε τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί τόν κόσμο μέσα στόν ὁποῖο αὐτό συμβαίνει.  Μιά τέτοια δυνατότητα ἀφορᾶ ὅλους τους ἀνθρώπους πέρα καί πάνω ἀπό τίς διακρίσεις πού συνήθως ξεχωρίζουν τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους μέ κριτήριο τή δύναμη, τήν ἐξουσία, τίς θέσεις καί τά ἀξιώματα. Τό μυστήριο τῆς Ἀνάστασης καί τά πνευματικά δῶρα πού τή συνοδεύουν δέν διαιροῦν τίς κοινωνίες, δέν στρέφουν τόν ἕναν ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἡ θέαση τῆς Ἀνάστασης εἶναι δυνατή ἀπό ὅλους ἐκείνους πού θέλουν νά τή βλέπουν στή ζωή τους ἀρκεῖ νά σκέπτονται κατά τόν τρόπο τοῦ παραδείγματος τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας δηλαδή τούς κατάλληλους λογισμούς. Ὁ Θεός, ἄν καί εἴμασταν ἐχθροί Του, μᾶς ἀγάπησε κι ἀφοῦ μᾶς ἀγάπησε μᾶς ἐλέησε κι ἀφοῦ μᾶς ἐλέησε ταπείνωσε τόν ἑαυτό του κι ἀφοῦ ταπεινώθηκε μᾶς ἔσωσε. Μέ μιά τέτοια σκέψη μαθαίνει κανείς ὅτι ἀπό τήν ἀγάπη προέρχεται τό ἔλεος καί ἀπό τό ἔλεος ἡ ταπείνωση καί ἀπό τήν ταπείνωση ἡ σωτηρία καί ἡ ὕψωση. Ἔτσι συμβαίνει ἡ ἀπελευθέρωση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς θλίψεις πού τούς ταλαιπωροῦν, ἀπό τά πάθη πού τούς δεσμεύουν, ἀπό τήν καταδυνάστευση τοῦ αὐταρχισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Τέτοιοι λογισμοί θά πρέπει νά κυριαρχοῦν στόν νοῦ ὅσων θέλουν νά βλέπουν τήν Ἀνάσταση.

Βλέπουμε τόν ἀναστημένο Χριστό μέσα μας ὅταν, ὅπως Ἐκεῖνος, μποροῦμε νά δίνουμε ἄλλο ὄνομα στά πράγματα γιατί ὅλα ἔχουν ἀλλάξει, ὅλα ἔχουν γίνει «καινά».  Ὁ θάνατος γίνεται κοίμηση καί ὕπνος καί ἀποκτάει μιά ἄλλη χρήση, ὄχι στά λόγια, ἀλλά στήν πραγματικότητα τῆς πίστης. Ὅσο εὔκολο εἶναι νά ξυπνήσει κανείς κάποιον πού κοιμᾶται, ἄλλο τόσο εὔκολο εἶναι νά ἀναστηθεῖ πιά κανείς ἐκ τῶν νεκρῶν. Βέβαια ὁ θάνατος θά συνεχίζει νά συνοδεύει τήν ἀνθρώπινη παρουσία στόν κόσμο, ἀλλά μέ τή χρήση του νά ἔχει ἀλλάξει καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης νά εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιη. Κάθε φορᾶ πού ὁ ἐπερχόμενος θάνατος θά ἀντιμετωπίζεται ὡς μέσο καί ἀφορμή γιά νά ἑνωθεῖ κανείς μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, ὁ Χριστός θά ἀνασταίνεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Κάθε φορᾶ πού κάποιοι θά πιστεύουν ὅτι ἡ ἐπιβολή τοῦ θανάτου στούς ἄλλους θά λύσει καί τά προβλήματά τους, ἡ φήμη ὅτι οἱ μαθητές ἔκλεψαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σάν μήν ἀναστήθηκε ποτέ, θά διασπείρεται μεταξύ των ἀνθρώπων. Δίνοντας ἕνα ἄλλο ὄνομα καί μιά ἄλλη χρήση στόν θάνατο, πού πιά δέν εἶναι καταδίκη ὅπως συνέβαινε πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση, μποροῦμε καί βλέπουμε τόν Χριστό νά ἀνασταίνεται στήν ψυχή μας, ἀλλά καί τόν κόσμο νά ἔχει πιά ἄλλο νόημα.

Ὁ Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας ὅταν, ὅπως Ἐκεῖνος, πράττουμε χάριν τῶν ἀδελφῶν μας πλημυρίζοντας τούς γύρω μας μέ ἀναστάσιμη χαρά καί εὐφροσύνη. Ὁ Χριστός ἐνεργεῖ γιά νά σωθοῦμε ἐμεῖς καί ἡ σωτηρία μας γίνεται λόγος χαρᾶς, γίνεται ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς πού θά πρέπει νά χαρακτηρίζει τούς πιστούς χριστιανούς. Οἱ ἄνθρωποι χαίρονται μέ ὅλα ἐκεῖνα πού ἡ θέλησή τους τά θεωρεῖ ἀγαθά καί συνήθως αὐτό συμβαίνει μέ τίς ἐπιτυχίες τους, μέ καθετί πού ἀποκτοῦν καί τό ὁποῖο θεωροῦν ὅτι εἶναι σημαντικό γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶν τους ἤ τήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τους. Ἀντίστοιχα, λυποῦνται μέ ὅλα ἐκεῖνα πού ἡ θέλησή τους τά ἀποστρέφεται ὡς κάτι κακό. Ἀπό αὐτά φαίνεται τί εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος καθώς ἡ χαρά καί ἡ λύπη ἀποτελοῦν κορυφαῖες ἐκφράσεις τῆς ἀνθρώπινης θέλησης. Μετά τήν Ἀνάσταση, οἱ χριστιανοί γνωρίζουν ὅτι δέν ὑπάρχει κάτι σημαντικό πού νά τούς λείπει, κάτι γιά τό ὁποῖο θά πρέπει νά ἀγωνιστοῦν, ἀκόμα καί μέ πόλεμο, γιά νά τό ἀποκτήσουν ὥστε νά γεμίσουν μέ χαρά. Κατανοοῦν μέ τί πρέπει νά χαίρονται καί μέ ποιό τρόπο καί γι’ αὐτό κάθε φορᾶ πού ἡ ψυχή τους κατακλύζεται ἀπό τή χαρά τῆς Ἀνάστασης βλέπουν τόν Χριστό μέσα τους καί κοιτάζουν μέ φροντίδα τόν ἀδελφό τους καί μάλιστα κατά ἕναν ἀποκλειστικό τρόπο πού ἔχει σημασία.

Βλέποντας οἱ χριστιανοί μέ τά πνευματικά τους μάτια πάντοτε καί μόνο τόν Θεό, μαθαίνουν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός θέλει νά βλέπουμε τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους. Τότε γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ Κύριος κατεβαίνει στόν Ἅδη καί ἀνασταίνεται ὥστε κι ἐμεῖς μαζί Του νά συναναστηθοῦμε, νά συνυψωθοῦμε καί νά συνδοξαστοῦμε ἐγκαινιάζοντας μία κοινή πορεία τῶν ἀνθρώπων μαζί μέ τόν Χριστό.  Ὁ Θεός ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς μιά ἀποκλειστική σχέση, μέ ὅλες τίς ἄλλες σχέσεις νά φωτίζονται ἀπό τή θέαση τῆς Ἀνάστασης ἐξασφαλίζοντας τήν προσήλωσή μας στό πρόσωπό Του. Ὅταν κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει, δοκιμάζεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν μέ τίς σχέσεις μεταξύ τους να καθορίζονται ἀπό τό ποιός, κατά τή γνώμη τους, ἔχει δίκιο στήν ἑρμηνεία του γιά τίς κρίσεις πού συνεχῶς μᾶς συμβαίνουν. Ἀλλά αὐτό πού θά πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὁρατή στήν Κάθοδο στόν Ἅδη καί τήν Ἀνάστασή Του, στά γεγονότα πού δέν συνέβησαν μόνο γιά τούς ζῶντες καί τούς κεκοιμημένους, ἀλλά καί γιά τή συντέλεια τῶν αἰώνων, δηλαδή καί γιά ὅλους ἐκείνους πού πρόκειται στό μέλλον νά πιστεύσουν καί νά σωθοῦν. Ὁ Χριστός πεθαίνει καί ἀνασταίνεται καί κατά κάποιο τρόπο ἑνώνει τούς ἀνθρώπους σάν νά ἀποτελοῦν μία ἱστορία, ὥστε ἀκόμα κι ὁ θάνατος νά μήν μπορεῖ νά τούς χωρίσει. Κατά ἕναν δίκαιο τρόπο, γιατί τίποτα ὁ Θεός δέν πράττει χωρίς δικαιοσύνη, τό κήρυγμα «ἐν τοῖς μνημείοις» καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀφοροῦν ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ἀπό τίς ἀπαρχές του μέχρι καί τή συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἄν συχνά τό ἐνδιαφέρον μας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας καί ἡ συντέλεια πού ἀναμένεται νά συμβεῖ διερευνώντας ὅ,τι θεωροῦμε ὡς «σημεῖα τῶν καιρῶν», ἡ προσήλωσή μας θά πρέπει ἀμέσως νά ἐπιστρέφει στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάστασή Του. Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι ἡ ματιά ὅσων θέλουν νά βλέπουν τήν Ἀνάσταση μέσα στήν ψυχή τους.

Πολλοί ἀναρωτιοῦνται ἄν δικαιολογεῖται νά πιστεύει κανείς στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἄν πράγματι ὑπῆρξε Ἀνάσταση. Κάποιοι ἄλλοι προχωροῦν σέ μιά συστηματική διερεύνηση τῆς ἐρώτησης μέ σκοπό τήν ἀναζήτηση ἀπαντήσεων ἤ ἀποδείξεων πού νά τήν ὑποστηρίζουν ἤ νά τήν ἀπορρίπτουν. Ἀλλά ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μόνο ὁρατή μπορεῖ νά γίνει κι αὐτή ἡ θέαση τῆς Ἀνάστασης συνδέεται μέ μιά ἔμπρακτη πίστη, δηλαδή μέ μιά πίστη πού προϋποθέτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων καί τό ἔργο τῆς ὑπακοῆς στόν λόγο Του ὅπως πρῶτος ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε καί ἐκπλήρωσε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή Του.