1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Μιχάλη Χριστοφορίδη εκπαιδευτικού – Η πίστη ως προϋπόθεση και ως καρπός του αγώνα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής

Οι πρωτόπλαστοι έχασαν τον παράδεισο,  διότι δεν υπάκουσαν στην εντολή του Θεού, διότι δεν τήρησαν την «νηστεία» που τους έθεσε ο Θεός και ως εκ τούτου, καταστρέφοντας την σχέση τους με τον Θεό πατέρα τους, στην ουσία απώλεσαν την τρυφή του παραδείσου που απέρρεε από αυτή την σχέση.

Όπως όμως διαβάζουμε στη σχετική περικοπή της Γένεσης, η ουσία της  αμαρτίας δεν ήταν η βρώση  ενός καρπού καθ΄ εαυτή,  αλλά το ότι έναντι σε δύο συμβουλές- προτροπές , μία του Θεού και μία του όφεως-διαβόλου, οι πρωτόπλαστοι επέλεξαν να πιστέψουν και να εμπιστευτούν τον δεύτερο και μάλιστα αποδεχόμενοι ότι ο Θεός – πατέρας,  τους απαγόρευε να φάνε από τον καρπό του δέντρου για να μην γίνουν και αυτοί θεοί και να γνωρίζουν το σωστό και το πονηρό:

Θεός: «εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε.»,

Διάβολος: «καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.»

Το θέμα ήταν ξεκάθαρο. Ήταν θέμα  εμπιστοσύνης. Και αν θεωρήσουμε ότι οι πρωτόπλαστοι  πίστεψαν τον διάβολο,  ότι δηλαδή ο Θεός τους απαγόρευε την βρώση του καρπού, διότι δεν ήθελε να γίνουν  Θεοί, τότε η πράξη τους γίνεται ακόμα χειρότερη.   Στο βάθος υπεκρύπτετο  ο εγωϊσμός, η επιθυμία του ανθρώπου να καταστεί Θεός, από μόνος του, ακόμα και εναντίον της επιθυμίας του Θεού ( όπως νόμισαν οι δύο πρωτόπλαστοι μετά την συμβουλή του διαβόλου).

Η εκ μέρους των ανθρώπων έλλειψη πίστης – εμπιστοσύνης στο Θεό και εν συνεχεία η επίδειξη εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε άλλο πλην του Θεού, είναι μια συμπεριφορά που συνεχίζεται αδιάκοπα από τότε μέχρι και σήμερα. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιστορία λιγοστών ανθρώπων ( σε σύγκριση με όλους του υπόλοιπους) που επέδειξαν πίστη στον Θεό. Είναι στην ουσία μια αντιπαράθεση πίστης και απιστίας. Κυρίαρχη μορφή σε αυτή την περίοδο ο Αβραάμ, ο γενάρχης του λαού του Θεού ο οποίος «ἐπίστευσε τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.» (Ρωμ.4,3).

Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η εκκλησία μας μέσα από τα κείμενα και τα γεγονότα  που τοποθέτησε να ενθυμούμεθα αποσκοπεί  α) να διορθώσει την ρίζα του προπατορικού αμαρτήματος, την υπερηφάνεια και τον εγωϊσμό και β) να καλλιεργήσει την πίστη μας στο Θεό.

Η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου και  η παραβολή του Ασώτου  άπτονται του πρώτου σκοπού και γι΄ αυτό καθ’  όλη την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πάμπολλα τροπάρια έχουν αφετηρία τις δύο αυτές παραβολές. Η ανάγνωση του βιβλίου της Γενέσεως που διαβάζεται καθημερινά καθώς και τα  αποστολικά αναγνώσματα της περιόδου παραδίνουν μεγαλειώδη μαθήματα για το δεύτερο σκέλος, την καλλιέργεια της πίστεως. Στην πρώτη Κυριακή των νηστειών, την λεγόμενη της Ορθοδοξίας,  ο Απ. Παύλος μας θυμίζει

«πίστει Μωϋσῆς «μέγας γενόμενος» ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καί Σαμψών καί  Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην,…»

Για όλους αυτούς μαρτυρεί ο Απόστολος ότι η πίστη  τους έκανε να πετύχουν ό,τι πέτυχαν. Και καταλήγει «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.» Για τον Απόστολο Παύλο το θέμα της πίστεως είναι ζωτικής σημασίας,  αφού αυτή προκαλεί την σωτηρία δια της χάριτος.  Με απλά λόγια, η σωτηρία χαρίζεται ως δωρεά σε αυτούς που επιδεικνύουν πίστη-εμπιστοσύνη στον Θεό. Αυτό σε αντιπαράθεση με την πεποίθηση των Εβραίων ότι η σωτηρία είναι αποτέλεσμα της τήρησης των νομικών διατάξεων. Ακούγεται λίγο υπερβολική η θέση αυτή; Δηλαδή απλώς με το να πιστέψουμε κερδίσαμε τη σωτηρία;

Προφανώς η πίστη όπως χρησιμοποιείται από τον Απ. Παύλο, δεν είναι μια αόριστη αποδοχή της ύπαρξης του Θεού. Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία η παράθεση τόσων πολλών συγκεκριμένων παραδειγμάτων,  ώστε ο κάθε καλόπιστος να μπορεί να εντρυφήσει στην Αγία Γραφή και να διαπιστώσει τι σήμαινε η πίστη για όλους αυτούς που παραθέτει .

Η ανάγνωση  αυτών των αποστολικών κειμένων,  αλλά κυρίως η καθημερινή ανάγνωση  βιβλίων  της Παλαιάς Διαθήκης  κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ( Γένεση, Ησαΐας, Έξοδος, Ιώβ, Ιωνάς, Βασιλειών) έχει ως κύριο άξονα την παρουσίαση παραδειγμάτων – ανθρώπων που πίστευσαν και υπάκουσαν στον Θεό (π.χ. Νώε, Αβραάμ, Ιακώβ, Ιωσήφ, Μωυσής, Τρείς Παίδες) και έμειναν πιστοί παρόλες τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες και τις δοκιμασίες που πέρασαν. Δηλαδή, ανθρώπων που ενήργησαν ακριβώς αντίθετα από τους πρωτόπλαστους. Παράλληλα,  μέσα από τα ίδια βιβλία παρουσιάζονται και τα αντιπαραδείγματα (αυτοί που δεν πίστευαν στα λόγια του Θεού, όπως ο λαός του Ισραήλ σε μεγάλες χρονικές ιστορικές περιόδους,  που εγκατέλειπε τον Θεό, στρεφόταν σε Θεούς αλλοτρίους,  και χρειάζονταν οι  νουθεσίες των προφητών, όπως του Ησαΐα, για να επανέλθουν στη σωστή πίστη).

Ας πάρουμε τον Νώε:  Ο Θεός του αποκάλυψε ότι θα κάνει κατακλυσμό για να αφανίσει τους ανθρώπους που αμάρταναν ασύστολα και του  δίνει παράλληλα την εντολή να φτιάξει την κιβωτό για να σωθεί  αυτός και η οικογένεια του. Ο Νώε αρχίζει να φτιάχνει την κιβωτό,  διότι πίστεψε στην εντολή του Θεού. Πότε έγινε ο κατακλυσμός; Μετά από 100 χρόνια. Για 100 χρόνια δοκιμάζεται η πίστη του Νώε, υπομένει τους ονειδισμούς και τις κοροϊδίες των συνανθρώπων του που προφανώς και δεν πίστευαν σε όσα τους έλεγε, όταν τον έβλεπαν να φτιάχνει ένα τόσο παράξενο κατασκεύασμα και αυτός απτόητος συνεχίζει πιστός στην υπακοή της  εντολής του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός μνημονεύει το παράδειγμα του Νώε : «ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.» Ο Νώε εισήλθε στην κιβωτό διότι πίστευσε στα λόγια του Θεού, οι υπόλοιποι «οὐκ ἔγνωσαν». Το να περιμένει όμως ο Νώε για 100 χρόνια να επαληθευθούν τα λόγια του Θεού, και εμπράκτως να δείχνει την πίστη του δια της κατασκευής της κιβωτού, δεν ήταν μικρή δοκιμασία πίστεως, όπως σχολιάζει και ο Απ. Παύλος: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν».

Ας πάρουμε τον Αβραάμ: Ο Θεός του λέει να φύγει από την πατρίδα του και να πάει σε μια χώρα άγνωστη που θα του δείξει. Του υπόσχεται ότι θα τον κάνει πατέρα πολλών απογόνων. «Και εἶπε Κύριος τῷ ῞Αβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς… καὶ ὤφθη Κύριος τῷ ῞Αβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην… καὶ ποιήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς· εἰ δύναταί τις ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς, καὶ τὸ σπέρμα σου ἐξαριθμηθήσεται.»

Περνούσαν όμως τα χρόνια και ούτε παιδί έκανε ο Αβραάμ, ούτε κάποια γη του έδωκε ο Θεός, ο οποίος του είπε να φύγει από την πατρίδα του. Όπως σχολιάζει ο πρωτομάρτυς  Στέφανος στην απολογία του « καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ’ αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.» (Πράξεων, 7, 5) Ο Θεός υπόσχεται στον Αβραάμ τόσα πολλά,  αλλά για πολλά χρόνια ο Αβραάμ βρίσκεται σε αναμονή: Δεν έχει παιδί, δεν του ανήκει ούτε ένα τετραγωνικό πόδι γης. Ο Θεός όμως συνεχίζει και υπόσχεται στον Αβραάμ ξανά και ξανά. Πότε απέκτησε τον γιό που του υποσχέθηκε ο Θεός; Εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη υπόσχεση του Θεού, ότι θα τον κάνει πατέρα μεγάλου έθνους. Όταν βιολογικά είχε εκλείπει κάθε ελπίδα τεκνοποίησης, όπως σχολίασε και η γυναίκα του η Σάρα «ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος.» (Απόδοση: «Εγέλασε δε η Σάρρα από μέσα της λέγουσα· “μέχρι σήμερα δεν απέκτησα υιόν και θα αποκτήσω τώρα ! Αλλωστε ο σύζυγός μου είναι γέρων”»). Ο Αβραάμ ποτέ δεν απέστη της εντολής του Θεού,  παρόλο το μακρύ χρονικό διάστημα της αναμονής. Ακολούθως,  ήλθε η ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία της πίστεως, όταν αυτό τον υιό που θα γινόταν η αρχή ενός αναρίθμητού έθνους και τον οποίο περίμενε 25 χρόνια να γεννηθεί, του ζητεί ο Θεός να τον θυσιάσει. Πόση εμπιστοσύνη πρέπει να είχε,  για να μην επιτρέψει,  όχι μόνο στην φυσική πατρική αγάπη να αρνηθεί να υπακούσει σε τέτοια διαταγή, αλλά ούτε καν στη λογική του δικαιώματος που αναμφίβολα θα ξυπνούσε μέσα του σκέψεις όπως,               « Υπάκουσα σε όλες τις εντολές του Θεού ως τώρα, έφυγα από την πατρίδα μου, ήρθα σε ξένη άγνωστη χώρα, την οποία θα έδινε στους απογόνους μου, και τώρα μου ζητά να θυσιάσω τον ένα και μοναδικό  γιο που έχω. Πώς θα πραγματοποιηθούν όλες αυτές οι υποσχέσεις που μου έδωκε;»  Και η πατρική αγάπη και η λογική υποχώρησαν μπροστά στην πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό.

Ας πάρουμε τον Ιωσήφ: Αφού γίνεται θύμα της εγκληματικής στάσης  των αδερφών του,  πωλείται ως δούλος σε ένα άρχοντα της Αιγύπτου. Όταν αντιμετωπίζει την προκλητική συμπεριφορά της κυρίας του σπιτιού,  που τον καλεί στην αμαρτία απαντά «καὶ πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» Η πίστη του ότι βρίσκεται ενώπιον του Θεού δεν τον αφήνει να αμαρτήσει. Το αποτέλεσμα αυτής της πίστης είναι να κλειστεί στη φυλακή. Εντελώς αθώος φυλακίζεται και ακολουθεί το περιστατικό με τους δύο υπηρέτες του Φαραώ στους οποίους ο Ιωσήφ προφητεύει,  στον μεν ένα την εκτέλεση του στον δε άλλο την απελευθέρωση. Ο Ιωσήφ παρακαλεί αυτόν που απελευθερώθηκε,  «ἀλλὰ μνήσθητί μου διὰ σεαυτοῦ, ὅταν εὖ γένηταί σοι, καὶ ποιήσεις ἐν ἐμοὶ ἔλεος καὶ μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραὼ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου·» (Απόδοση: «Αλλά, σε παρακαλώ, όταν θα ευτυχήσης πάλιν, να ενθυμηθής και εμέ, να θελήσης να δείξης συμπάθειαν και καλωσύνην προς εμέ και να μη με λησμονήσης ενώπιον του Φαραώ. Φρόντισε, ώστε να με βγάλης από την φυλακήν αυτήν.») Αυτό μαρτυρεί ότι ο Ιωσήφ προφανώς και αισθανόταν την αδικία που είχε γίνει εις βάρος του και ήθελε να απελευθερωθεί. Όμως και πάλι ο Θεός επιτρέπει το αντίστροφο:  «Ο αρχιοινοχόος, όμως μέσα εις την χαράν της αποφυλακίσεως και της αποκαταστάσεώς του δεν ενεθυμήθη τον Ιωσήφ, αλλά τον ελησμόνησε.» Περνούν ακόμα 2 χρόνια φυλακής και τότε αποφάσισε ο Θεός να απελευθερώσει τον Ιωσήφ και να τον δοξάσει:  «εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσήφ· ἰδοὺ καθίστημί σε σήμερον ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου.»  Σε όλη αυτή την περίοδο, αρχής γενομένης από την συμπεριφορά των αδερφών του, ο Ιωσήφ θα μπορούσε να επαναστατήσει εναντίον του Θεού. Αφού δεν ήθελε να αμαρτήσει «εναντίον  του Θεού», καταλαβαίνουμε ότι έχει επίγνωση ότι ο Θεός τον βλέπει. Άρα πόσο «δικαιολογημένες» και «λογικές» θα ήταν οι ανάλογες σκέψεις, όπως «Που είναι ο Θεός για χάρη του οποίου αρνήθηκα να αμαρτήσω; Δεν βλέπει την αδικία που υφίσταμαι; Με φωτίζει και ερμηνεύω τα όνειρα στον αρχιοινοχόο, τον απελευθερώνει αυτόν και ακολούθως  ξεχνά εμένα στη φυλακή;» Αντίθετα, ακόμα και όταν γίνεται η αποκάλυψη του στα αδέρφια του (που φοβούνταν μήπως τους εκδικηθεί),  σε μια μεγαλειώδη δήλωση πίστης στον Θεό, ομολογεί : «νῦν οὖν μὴ λυπεῖσθε, μηδὲ σκληρὸν ὑμῖν φανήτω, ὅτι ἀπέδοσθέ με ὧδε· εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν·»  (Απόδοση: Όμως, μη λυπείσθε τώρα. Και το ότι, με επωλήσατε ως δούλον, ώστε να έλθω εδώ εις την Αίγυπτον, ας μη σας φανή πικρόν και οδυνηρόν, διότι ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερον από σας, δια να σώσω και την ιδικήν σας ζωήν.»)  Βλέπει δηλαδή όλη αυτή την περιπέτεια και τα βάσανα που πέρασε ως σχέδιο του Θεού και μάλιστα προς τον συμφέρον των αδελφών του,  που ήταν οι πρωταίτιοι των κακών που του συνέβηκαν. Μεγαλείο πίστεως!

Είδαμε τρία παραδείγματα μεγάλης πίστεως,  που η εκκλησία παρουσιάζει μπροστά μας (μαζί με άλλα πολλά) αυτή την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Άγιος Ιάκωβος στην επιστολή του γράφει «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.» Η πίστη αποδεικνύεται και τελειοποιείται δια της υπομονής. Η υπομονή αποδεικνύει την εμπιστοσύνη μας στην πρόνοια του Θεού, στα λόγια του Θεού, στις υποσχέσεις του Θεού. Δεν είναι τυχαία η προσπάθεια της εκκλησίας μας αυτή την περίοδο να μας παρουσιάσει και να μας καλλιεργήσει αυτή την αρετή της πίστης και υπομονής διαμέσου τόσων ζωντανών παραδειγμάτων.   Η περίοδος της νηστείας είναι μεγάλη και δύσκολη. Ο αντίδικος διάβολος, όπως και στους πρωτόπλαστους,  θα έρθει με όλα τα «λογικά» επιχειρήματα να μας πείσει ότι δεν χρειάζεται η νηστεία, δεν χρειάζονται τόσες πολλές μέρες, μια εβδομάδα ίσως είναι αρκετή.  Θα μας «γνωστοποιήσει» ότι τις νηστείες αυτές είναι άνθρωποι που τις θεσμοθέτησαν με διάφορα αλλότρια κίνητρα  και όχι ο ίδιος ο Χριστός. Θα μας υποβάλει,  ότι δεν χρειάζονται οι μεγάλες αυτές ακολουθίες και η καθημερινή παρακολούθηση τους στην εκκλησία. Θα μας «υπενθυμίσει» ότι ο Θεός μας αγαπάει έτσι και αλλιώς και δεν είναι με την νηστεία ή την άσκηση που θα τον κάνουμε να μας προστατέψει ή να μας στείλει την χάρη του. Θα μας κάνει να αναρωτηθούμε « Που είναι όλα αυτά τα οφέλη της νηστείας που υπόσχεται η εκκλησία μέσα από τα τροπάρια  και τους ύμνους της;  Άλλωστε είναι τόσες φορές που νηστέψαμε στα προηγούμενα χρόνια. Έγινε κάποια θεαματική αλλαγή μέσα μας; Η εκκλησία ψάλλει «Μωσῆς θεόπτης ἐχρημάτισε, νηστείᾳ τὰ ὄμματα, τῆς ψυχῆς καθηράμενος»   (ο Μωυσής δια της νηστείας καθάρισε τα μάτια της ψυχής και έγινε Θεόπτης)  και «κατέχοντες  ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν» (η νηστεία σαν μαχαίρι αποκόπτει κάθε κακία). Εμείς όμως τι καταφέραμε, τόσες φορές που νηστέψαμε; Δεν είδαμε και κάποια σοβαρή βελτίωση.»

Όλα αυτά τα επιχειρήματα και πολλά άλλα θα μας παρουσιαστούν,  είτε από τον διάβολο μέσω των λογισμών μας,  είτε μέσω συνανθρώπων μας ( αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «κόσμο») με σκοπό, είτε να μην νηστέψουμε, είτε να κάνουμε εκπτώσεις στη διάρκεια ή την αυστηρότητα της νηστείας. Δεν ξέρω πόσο εύηχα ή πειστικά ή λογικά ακούονται όλα αυτά. Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι αυτά που μας ζητά και υπόσχεται  ο Θεός στην Αγία Γραφή. Δεν είναι αυτά που ακολούθησαν οι χιλιάδες Άγιοι που υπάκουσαν στον Θεό και έφτασαν στην αγιότητα. Τα παραδείγματα που παραθέτει η εκκλησία μας (δείγματα εκ των οποίων είδαμε πιο πάνω) δείχνουν ότι ο Θεός ενεργεί πολύ διαφορετικά από αυτό που αναμένει η δική μας μικρόψυχη και συμφεροντολογική σχέση έναντί Του. «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου» μας διδάσκει ο ψαλμωδός. Χρειάζεται το τεκμήριο του χρόνου, της διάρκειας, της υπομονής. Και αυτό όχι,  διότι ο Θεός θέλει να μας βασανίζει. Ο Θεός θα μπορούσε με την πρώτη νηστεία που κάναμε , με την πρώτη μας προσευχή να μας έδινε όσα ζητούσαμε, να μας σκορπούσε πλούσια τη χάρη του και να αποδείκνυε τον εαυτό Του και τα λόγια Του σε μας πλήρως αληθινά. Δεν το κάνει για τρεις βασικούς λόγους:

Α) Κάτι που κερδίζεται εύκολα, όλοι ξέρουμε,  ότι δεν το εκτιμούμε και δεν το διατηρούμε  πολύ. Όταν κοπιάσουμε  και ιδρώσουμε  για κάτι, τότε το προσέχουμε  και το προστατεύουμε. Αυτό όμως πρέπει να κάνουμε με τις δωρεές του Θεού, γι αυτό και πρέπει να επιμείνουμε και σε ένταση και σε διάρκεια για να τις λάβουμε

Β) Η εμπιστοσύνη και η υπομονή που επιδεικνύουμε στον ασκητικό αγώνα, παρόλες τις φαινομενικές διαψεύσεις των προσδοκιών μας, αποδεικνύει στον Θεό κάτι πολύ σημαντικό για Αυτόν: την δική μας προσωπική ελεύθερη  βούληση να αποκτήσουμε αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε. Αποδεικνύουμε ότι δεν είναι κάτι στο οποίο παρασυρθήκαμε τυχαία, ή επηρεαστήκαμε πρόσκαιρα από κάποιον. Είναι κάτι που ποθούμε πολύ και για το οποίο θυσιάζουμε πολλά ευχάριστα της ζωής μας, προκειμένου να το αποκτήσουμε. Αυτό είναι το τεκμήριο της ελεύθερης μας βούλησης.

Γ) Τέλος, η μη άμεση ανταπόκριση εκ μέρους του Θεού σε κάθε τι που του προσφέρουμε (νηστεία, προσευχή, εγκράτεια, κ.λ.π) γίνεται για το δικό μας συμφέρον. Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα μας πιο καλά από μας τους ίδιους. Βλέπει πολλές φορές ότι η άμεση χορήγηση της χάρης Του υπό διάφορες μορφές ως αποτέλεσμα μιας δικής μας πράξεως , θα αποτελούσε για την ανώριμη και γεμάτη πάθη ψυχή μας, έναυσμα κενοδοξίας , υπερηφάνειας και όλων των συναφών ψυχικών ασθενειών. Θυμίζουμε, ότι αυτό είναι το πρώτο σκέλος το οποίο η εκκλησία μας θέλει να θεραπεύσει κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Δε θα ήταν δυνατό ο Θεός να ενεργεί τόσο επιπόλαια και εκεί που κάνουμε ένα μικρό καλό  (π.χ.  μια μικρή ή μεγάλη νηστεία), να μας δίνει δωρεές, που θα αναπτύσσουν μέσα μας  την Φαρισαϊκή στάση, που τόσο πολύ έψεξε  ο Χριστός και η οποία στάση στην ουσία να εξαφανίζει το καλό που κάναμε.

Ο Απ. Παύλος  μας γράφει «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». Τα λόγια και οι εντολές του Θεού είναι πλήρως αξιόπιστες και αληθείς. Αυτό μας διαβεβαιώνουν και όλοι οι Άγιοι που τήρησαν τις εντολές του Θεού μέχρι τελευταίας κεραίας. Αλλά για να μπορούν να δίνουν αυτή τη διαβεβαίωση, δοκιμάστηκαν πολύ. Δεν επιβάλλει τόσο εύκολα την αλήθεια Του ο Θεός σε μας, παρόλο που θα μπορούσε πολύ απλά να το κάνει. Οι Τρεις Παίδες είναι μέσα στην κάμινο του πυρός  που συνάντησαν τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο. Οι Άγιοι Μάρτυρες μέσα στα βασανιστήρια και μέσα στις φυλακές που τους έβαζαν μισοπεθαμένους,  βίωναν την ζωντανή παρουσία του Χριστού. Οι Όσιοι πατέρες μας  μέσα από την τέλεια απάρνηση των υλικών και κοσμικών φροντίδων και ηδονών,  δέχονταν την ζωντανή παρηγορία του Αγίου Πνεύματος, που τους καθιστούσε ικανούς να αντέχουν την πείνα, το ψύχος, ή τη ζέστη.

Ας δείξουμε και εμείς λοιπόν, με την αφορμή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κάποιο δείγμα  αυτής της εμπιστοσύνης στα λόγια του Θεού και της εκκλησίας, ας ακολουθήσουμε τον δρόμο της ασκήσεως που μας υποδεικνύουν, χωρίς λογισμούς απιστίας, αμφιβολίας ή εκλογικεύσεως και είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή, στο τέλος κάποιας Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο Θεός θα δώσει να  μπορέσουμε να πούμε με περισσή σιγουριά «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον.»

(Μιχάλης Χριστοφορίδης )