1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Μιχάλη Χριστοφορίδη – Οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών (η΄ωδή, α΄ κανόνας των Χριστουγέννων)

Δεν είναι σπάνιο, όταν εντρυφάς στα κείμενα της Αγίας Γραφής, αλλά και στα τροπάρια της εκκλησιαστικής ποίησης, μέσω των οποίων η Εκκλησία  προσπαθεί να παρακινήσει τα τέκνα της να βιώσουν κοσμοσωτήρια γεγονότα, να ανακαλύπτεις μερικές φράσεις που σε κάνουν να νιώθεις ότι είναι οι πλέον επίκαιρες για τη σημερινή εποχή. Μπορεί να γράφτηκαν πριν εκατοντάδες χρόνια, αλλά το νόημά τους είναι τόσο εύστοχο, σαν να και ο υμνογράφος – συγγραφέας ήθελε να υπαινιχθεί κάτι τόσο συγκεκριμένο σ΄ εμάς τους ανθρώπους που θα ζούσαμε στον 21ο αιώνα.

Κάτι τέτοιο νιώθεις, διαβάζοντας το τροπάριο της η΄ ώδης του πρώτου κανόνα των Χριστουγέννων, που με θεία έμπνευση συνέγραψε ο Άγιος Κοσμάς ο Ποιητής:

Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς·

οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών.

Βαβυλῶνος λύει δέ, πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν,

ἁρμονίαν Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός·

διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν·

Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον,

καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Το τροπάριο αναφέρεται στην ιστορία των Τριών Παίδων, οι οποίοι όντας στην αιχμαλωσία της Βαβυλώνος, μακριά από την αγαπημένη τους Σιών (την πατρίδα τους) νιώθουν λύπη και το μόνο που θέλουν να τραγουδήσουν είναι πένθιμες ωδές που εκφράζουν τον πόνο της αιχμαλωσίας και τη νοσταλγία τους για τη χαμένη πατρίδα. Μάλλον ο υμνογράφος εμπνέεται από τον 136ο ψαλμό «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος», ο οποίος ακριβώς περιγράφει την ίδια κατάσταση γράφοντας για τους Εβραίους ότι δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν στη Βαβυλώνα:

«Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών… ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών… πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;»

Με αυτή την πένθιμη διάθεση και τη λαχτάρα της αληθινής τους πατρίδας, αλλά και με την αγάπη και πόθο που τους διέκρινε για τον Θεό των πατέρων αυτών, οι Άγιοι Τρεις Παίδες δεν μπορούν να ακολουθήσουν και να συμμετάσχουν στο πανηγυρικό κλίμα που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ για να εορτάσει τα εγκαίνια του μεγάλου ειδώλου που κατασκεύασε για τον εαυτό του.

«…καὶ συνήχθησαν οἱ τοπάρχαι, ὕπατοι, στρατηγοί, ἡγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οἱ ἐπ’ ἐξουσιῶν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ εἱστήκεισαν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος. καὶ ὁ κήρυξ ἐβόα ἐν ἰσχύΐ· ὑμῖν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλῶσσαι· ᾗ ἂν ὥρᾳ ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς·»

Αυτά όλα τα μουσικά όργανα που συγκέντρωσε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ και την εορταστική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, δεν μπορούν να ακολουθήσουν οι Τρεις Παίδες:

Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς·

οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών.

Η εσωτερική πένθιμη διάθεση των παιδιών της Σιών «παρεκλίνει», παίρνει άλλη κατεύθυνση από τα «όργανα» που στήνονται γύρω τους, διότι δεν μπορούν να ευχαριστούνται, να νιώθουν ηδονή, («οὐ γὰρ ᾖδον»), σε νόθες χαρές και ανούσια πανηγύρια («ἐν νόθοις»).

Η εκ Θεού εμπνευσμένη σκέψη του υμνογράφου Αγίου Κοσμά, με βάση την εικόνα που περιεγράφηκε πιο πάνω, υπαινίσσεται για κάποιες ηδονές που προσφέρονται – προτάσσονται στα παιδιά της Εκκλησίας (στους πιστούς χριστιανούς, τους οποίους συμβολίζουν οι Τρεις Παίδες), οι οποίες βασίζονται σε νόθες, ψεύτικες και μάταιες καταστάσεις. Με σαφήνεια μας νουθετεί ότι δεν μπορούν τα παιδιά της Εκκλησίας να ευχαριστούνται σε τέτοια νόθα κατασκευάσματα, «οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών».

Δεν υπάρχει πιο επίκαιρη, πιο εύστοχη, πιο ξεκάθαρη εικόνα (μέσα σε ένα στίχο) που να περιγράφει τη σημερινή «χριστουγεννιάτικη, εορταστική» ατμόσφαιρα των ημερών που ζούμε. Μια καθόλα εκκλησιαστική, άφθαστου θεολογικού βάθους εορτή, που διαποτίζει για αιώνες την παράδοση του λαού μας, σταδιακά (εδώ και μερικές δεκαετίες) αποΧριστοποιείται, χάνει κάθε σχέση με το πραγματικό της νόημα, εκκοσμικεύεται, και καταντά μια παράσταση όπου στήνονται τα σκηνικά (δέντρα, λαμπιόνια, βιτρίνες, ρεβεγιόν, τάρανδοι, «άγιοι Βασίληδες»). Οι άνθρωποι σαν καλοί ηθοποιοί  πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους, «χαρούμενοι, ενθουσιασμένοι, αγαπημένοι», για να ταιριάξουν με όλο τον εξωτερικό διάκοσμο. Τους ανθρώπους – ηθοποιούς καθοδηγούν στο πώς να παίξουν τον ρόλο τους, δίκην κορυφαίου σκηνοθέτη, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Επιτάσσουν πώς, πού, πότε, με ποια διάθεση, με ποιο πνεύμα θα πρέπει να αποδώσουν τον ρόλο τους για να πετύχει η παράσταση. Με την ίδια λεπτομέρεια που και ο Ναβουχοδονόσωρ έστησε τη δική του παράσταση. Και δεν χωρεί άλλη στάση παρά «πίπτοντες [όλοι να] προσκυνήσουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς·»

Σήμερα φυσικά δεν υπάρχει το τεράστιο είδωλο του βασιλιά, αλλά υπάρχει ο άνθρωπος, ο οποίος «αυτείδωλον» γενόμενος, προσπαθεί να προσκαλέσει/αναγκάσει όλα τα εν τω κόσμω να υποταχθούν στη δική του ματαιοδοξία, φιληδονία, φιλοδοξία, πλεονεξία, με μια λέξη στο δικό του εγώ.  Το λεγόμενο πνεύμα των Χριστουγέννων, όπως το πλασάρουν οι σύγχρονες φωνές «τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν» βρίσκεται στα mall, στα ελβετικά θέρετρα, στα ακριβά δώρα πασίγνωστων οίκων μόδας, στις συναφείς ενδυματολογικές προτάσεις, στις πολυτελείς αίθουσες των ξενοδοχείων όπου εξελίσσονται τα εορταστικά ρεβεγιόν, στα gourmet πιάτα που θα επιδειχθούν, στα τραγουδάκια που μιλούν για ξωτικά, ελαφάκια, έλατα και εσχάτως (όπως ήταν φυσικό να καταλήξει)  σε προτάσεις αγάπης που διαπνέονται από σεξουαλικές αποχρώσεις με το πλήρως «δικαιολογημένο» ένδυμα της αγάπης. Άλλωστε ο «μικρός Χριστούλης», όπως συνήθως αναφέρεται, ο σαρκωθείς Λόγος του Πατρός, αν μας έφερε κάτι, όπως λέγεται, είναι η αγάπη. Ακόμα όμως και σε αυτή την άγια λέξη, που η Αγία μας Γραφή φτάνει να ταυτίσει με τον ίδιο τον Θεό (ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν, Α΄ Ιωάν. 4,8 ), τολμούν μερικοί να περικλείσουν όποιο αμαρτωλό, ενστικτώδες και φιλήδονο συναίσθημα. Μια απλή ανάλυση των χριστουγεννιάτικων «σουξέ» που κυκλοφορούν κάθε χρόνο, δείχνει ότι ακόμα και τα συμπαθή δυτικά θρησκευτικά άσματα τύπου «Άγια Νύχτα» τείνουν να ξεπεραστούν και να αντικατασταθούν από πιο «σύγχρονα» μελωδήματα, τόσο σε στίχο, όσο και σε μελωδία, ώστε να μπορούν να «καλύπτουν» τους ηδονιζόμενους θαμώνες – χορευτές των κέντρων διασκέδασης που βγαίνουν να εορτάσουν σύμφωνα με το «πνεύμα των ημερών».

Μετά από όλα αυτά, κατανοούμε, ότι ο στίχος του Αγίου Κοσμά γράφτηκε για μας, τους Χριστιανούς της εποχής μας, που αντίθετα από τους Τρεις Παίδες της Παλαιάς Διαθήκης, ηδονιζόμαστε σε νόθα και κάλπικα πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που αποτελεί την ουσία των Χριστουγέννων.

Όμως:

«Βαβυλῶνος λύει δέ, πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν,

ἁρμονίαν Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός·»

Το τροπάριο του Αγίου Κοσμά δεν μένει στην άρνηση των νόθων και ψεύτικων στοιχείων. Μας παρουσιάζει το Νέο, που καταργεί όλα τα ψεύτικα και απατηλά: Τον Χριστό από την Βηθλεέμ, ο οποίος εξανατέλλοντας μια νέα αρμονία, λύει πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν για να μας θυμίσει ότι υπάρχει και ο αντίποδας του νόθου: Το πρόσωπο του Θεού Λόγου που είναι το κύριο και ουσιαστικό περιεχόμενο της εορτής. Αυτός είναι το αντικείμενο της χαράς των πιστών τέκνων της Εκκλησίας. Και δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε τη λέξη που χρησιμοποιεί ο υμνωδός: «αρμονίαν». Η λέξη αυτή, παρμένη από τη μουσική επιστήμη, σημαίνει μέθοδος κατασκευής μουσικών κλιμάκων, διά της συναρμογής μουσικών διαστημάτων. Η αρμονία προϋποθέτει ένα ισορροπημένο συνδυασμό των κατάλληλων διαστημάτων και μουσικών τόνων. Είναι σχετικά εύκολο ακόμα και στον μη ειδικό, να εντοπίσει εξ ακοής σε μια μουσική μελωδία την παραβίαση της αρμονίας. Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ με την κατασκευή του τεράστιου ειδώλου «του», παραβιάζει την ισορροπία με την εξύψωση του Εγώ του. Με όρους αρχαιοελληνικούς, περιπίπτει σε ύβρη. Στην εποχή μας το σύγχρονο «πνεύμα των Χριστουγέννων» εξυψώνει τόσο πολύ την κοσμική-υλική διάσταση της εορτής, που τείνει να εξαφανίσει την πνευματική της διάσταση, που είναι και η πραγματική αφορμή της εορτής, και μάλιστα με τρόπο εντελώς αντίθετο από αυτό που κομίζει η δεύτερη.

«…δι’ ἀστέρος τοὺς Μάγους καλέσας, οὓς καὶ κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ’ ἐσχάτη πτωχεία· τί γάρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων; ἐν οἷς διέλαμψεν ὁ τῆς Θεότητός σου πλοῦτος»

Πώς να εν-αρμονισθεί η «ἐσχάτη πτωχεία» μέσα στην οποία διαλάμπει «ὁ τῆς Θεότητος πλοῦτος», με όλα όσα εκτυλίσσονται στα σύγχρονα Χριστούγεννα; Είναι φανερό ακόμα και στον πλέον θεολογικά αδαή, πλην καλόπιστο άνθρωπο, ότι η αρμονία που χρειάζεται η εορταστική ατμόσφαιρα έχει παραβιασθεί. Και η παραφωνία είναι διάχυτη…

Ο έτερος μελωδός της Χριστουγεννιάτικης ποίησης, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σε ένα όχι παράξενο συνταίριασμα του ανωτέρω τροπαρίου του Αγίου Κοσμά (άλλωστε και οι δύο μελωδοί ελαύνονται από το ίδιο Άγιο Πνεύμα), κλείνει τον δικό του κανόνα με την απάντηση:

«Πόθου τετευχώς,

καὶ Θεοῦ παρουσίας

Ὁ χριστοτερπής, λαὸς ἠξιωμένος…»

Εκτός από τη νόθα κατάσταση, που τεχνηέντως μας υποβάλλεται ως «πνεύμα των εορτών», υπάρχει και ο λαός του Θεού που είναι «Χριστοτερπής» με μοναδικό πόθο την «Θεού παρουσία». Η χαρά του πηγάζει από τον Χριστό, ο πόθος του είναι ο Χριστός και η δική Του παρουσία. Αυτόν τον Χριστό, Τον οποίο εξαφανίζει σταδιακά από το προσκήνιο των εορτών το κοσμικό πνεύμα, Αυτόν ποθεί ο λαός του Θεού και για αυτό τις μέρες αυτές δεν έχει μοναδικό έργο την επίσκεψη στα mall και στα καταστήματα, αλλά στους ναούς του Θεού, όπου με σύντροφο την απαράμιλλης θεολογίας εκκλησιαστική ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού, του Κοσμά του Ποιητού, του Ιωάννου του Δαμασκηνού και των Αγγελικών Δυνάμεων της Βηθλεέμ, προσπαθεί να βιώσει το μέγα μυστήριο της του Θεού ενανθρωπήσεως.

Και είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς, γιατί ο Άγιος Κοσμάς μιλά για νόθες καταστάσεις. Νόθο είναι κάτι φτηνό που έρχεται να υποκαταστήσει το αυθεντικό και πολύτιμο, κάτι υποδεέστερο που υποκαθιστά το ανώτερο. Και δεν μπορεί να είναι παρά νόθο και ψεύτικο, κάτι που προσπαθεί να υποκαταστήσει τον ίδιο τον Χριστό. Το «ψυχολογικό κενό» των εορτών που νιώθουν πολλοί άνθρωποι και πλέον είναι καθιερωμένο θέμα των ψυχολόγων αυτές τις μέρες, είναι η ανθρώπινη ανάγκη και δυνατότητα να εντοπίζει (με τραυματικό τρόπο) τη δυσ-αρμονία, την παραφωνία των «ήχων» και των «εικόνων» που βιώνει.

Η αρμονία που έφερε ο Χριστός είναι εμπειρικά δοκιμασμένη στην παράδοση του λαού μας. Ο «χριστοτερπής» λαός «Πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας», δεν αρνείται και την υλική διάσταση του ανθρώπου. Θα υπάρξει και το γλέντι, και το φαγητό, και το τραγούδι και τα δώρα, και η προετοιμασία των σπιτιών, ακόμα και τα δέντρα με τα λαμπιόνια, όχι όμως ως «εικόνα χρυσή» που απαιτεί να πέσουμε να την προσκυνήσουμε (βλέπε Ναβουχοδονόσωρ), αλλά ως ξεχείλισμα ψυχών και καρδιών που «…  ἁγνείᾳ λαμπρυνθεῖσες, ἀρεταῖς ἀστραπτόμεναι, τρόμῳ καὶ χαρᾷ ἑτοιμασθεῖσες, Χριστόν ἰδοῦσες βρεφωθέντα, νοὸς ὄμμασιν…» (παράφραση τροπαρίου του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού), βγαίνουν από τις εκκλησίες για να συνεχίσουν το πανηγύρι που έφερε μέσα τους ο Χριστός, ώστε τα πάντα (και τα φαγητά, και τα ρούχα, και τα σπίτια,  και τα φώτα, και τα δώρα και τα τραγούδια, και τα δέντρα) να είναι αντάξια και αρμονικά «ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτές», όταν βρέθηκαν κοντά, έκλιναν τα γόνατα και προσεκύνησαν τη φάτνη του τεχθέντος Σωτήρος ημών.