ΟΜΙΛΙΕΣ

Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον

Η Μεταμόρφωση του Χριστού, όπως και όλες οι δεσποτικές εορτές, που η Εκκλησία μας καθόρισε να εορτάζονται με μεγαλοπρέπεια, έχουν κάποιο ιστορικό γεγονός ως αφορμή, αλλά οι προεκτάσεις τους έχουν βαθύτατη σημασία στη δογματική θεολογία και κατ’ επέκταση στη ζωή της Εκκλησίας.

Η πρώτη αιτία του γεγονότος της Μεταμόρφωσης αναφέρεται σαφέστατα στο κοντάκιον της εορτής:

«Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ Μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.»

Όπως γνωρίζουμε κατά τον καιρό του πάθους του Χριστού, που ακολούθησε σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη Μεταμόρφωση, οι μαθητές Τον εγκατέλειψαν, και ακόμη και μετά την Ανάστασή Του,  δυσκολεύονταν να πιστέψουν σε αυτήν, διατηρώντας ζωντανό τον φόβο που ένιωσαν κατά τη διάρκεια των γεγονότων όπου «οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες παρέδωκαν αὐτὸν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν·».  Θυμίζουμε ότι ο Χριστός εμφανίστηκε όχι μόνο μία, αλλά δύο φορές «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ Μαθηταὶ συνηγμένοι, διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων». Και αυτό συνέβηκε,  παρόλο που προηγήθηκε η Μεταμόρφωση. Θα έλεγε κανείς, άρα λοιπόν απέτυχε ο σκοπός της Μεταμόρφωσης; Τον είδαν «υπερ τον ήλιον λάμψαντα» και μετά τον εγκατέλειψαν και όχι μόνον, αλλά ο πλέον ενθουσιώδης μαθητής Του που έσπευσε «εκπληττόμενος» να πει την ώρα της Μεταμόρφωσης «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωυσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ», αυτός ο ίδιος λίγες μέρες μετά, Τον αρνείται τρεις φορές.

Εδώ μπορούμε να διδαχτούμε πολλά για τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός στις ψυχές των ανθρώπων και κυρίως μέσω ενός θαύματος.  Πρώτα πρέπει να σχολιάσουμε, ότι το παμμέγιστο αυτό και υπερφυσικό θαύμα της Μεταμορφώσεως του Χριστού, λαμβάνει χώρα ενώπιον μόνο τριών μαθητών. Όχι μπροστά σε όλους τους μαθητές, πολύ περισσότερο όχι μπροστά σε πλήθη ανθρώπων και κυρίως όχι μπροστά σε μάτια περίεργα και επιπόλαια. Ο Θεός Λόγος  δεν επιζητεί τον εντυπωσιασμό, ούτε την εκστατική αποδοχή του κόσμου, διότι γνωρίζει ότι παρόλο που θα την πετύχαινε σίγουρα, αυτό δεν θα ήταν εγγύηση για την εσωτερική μεταμόρφωση των καθορώντων το μεγάλο αυτό θαύμα. Αυτό ήταν που ζητούσαν και οι Ιουδαίοι κάτω από τον Σταυρό: «εἰ βασιλεύς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ καί πιστεύσομεν ἐπ᾽ αὐτῷ». Ένα μεγαλειώδες θαύμα, το οποίο οι αισθήσεις δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν, ο θαυμασμός, η έκπληξη και το δέος θα ήταν συντριπτικά στους βλέποντες και τότε θα «πίστευαν», όπως έλεγαν. Αυτό ακριβώς βάζει και ο Ντοστογιέφσκι στην περίφημη αλληγορία των «Αδελφών Καραμαζώφ», τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή να κατηγορεί τον Χριστό «Δὲν κατέβηκες ἀπὸ τὸ σταυρό, ὅταν σοῦ φώναζαν κοροϊδεύοντάς σε καὶ πειράζοντάς σε: «Κατέβα εσύ ἀπὸ τὸ σταυρὸ κι ἐμεῖς θὰ πιστέψουμε ὅτι εἶσαι ἐσύ». Δὲν τὸ ἔκανες, γιατὶ καὶ πάλι δὲ θέλησες νὰ ὑποδουλώσεις τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ θαῦμα καὶ λαχταροῦσες μία πίστη ποὺ θἆταν ἐλεύθερη καὶ δὲ θὰ ἐμπνεόταν ἀπὸ θαύματα. Λαχταροῦσες ἐλεύθερη ἀγάπη κι ὄχι δουλικὴ ἔκσταση τοῦ ἀνελεύθερου μπροστὰ στὴν παντοδυναμία ποὺ θὰ τὸν τρομοκρατοῦσε διὰ παντός.»

Όμως ο ποιητής της των ανθρώπων φύσεως γνωρίζει πολύ καλύτερα το ποίημά του. Γνωρίζει ότι η ένωση Θεού και ανθρώπου δεν μπορεί να γίνει με εντυπωσιασμούς και θαυματουργίες, ούτε με συναισθήματα έκπληξης και θαυμασμού. Τρανή απόδειξη για αυτό τον ισχυρισμό, είναι ακριβώς η στάση των τριών μαθητών και κυρίως του Πέτρου. Οι μαθητές στη Μεταμόρφωση βλέπουν, «οἳ καὶ κατιδόντες σε μεταμορφούμενον, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψαντα, πρηνεῖς πεσόντες, τὴν δυναστείαν σου κατεπλάγησαν», αλλοιώνονται, θαυμάζουν, αλλά σε λίγες μέρες ο Πέτρος αρνείται τον Διδάσκαλο και όλοι μαζί τον εγκαταλείπουν. Δεύτερη απόδειξη, το άλλο μέγιστο θαύμα, της Ανάστασης του Λαζάρου, που προκαλεί το ενθουσιαστικό παραλήρημα των Ιουδαίων κατά την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, το οποίο όμως μεταβάλλεται σε μερικές μέρες στο «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν».  Στο Θαβώρειο όρος έχουμε  την πλέον  αυθεντική και αληθινή παρουσία του θείου και ακτίστου φωτός που πηγάζει απευθείας από τον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού. Και όμως, ενώ οι μαθητές μετέχουν σε αυτή τη θεοπτική εμπειρία, μετά από λίγες μέρες χάνουν την πίστη τους και δυσκολεύονται να πιστέψουν την ανάσταση αυτού του ίδιου προσώπου που μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Αυτό μας δείχνει ότι, όταν ο Θεός ενεργεί ακόμα και το πιο εντυπωσιακό θαύμα μπροστά στον άνθρωπο, δεν καταργεί την προσωπικότητα του ανθρώπου, δεν τον μεταβάλλει με κάποιο μαγικό και ταχυδακτυλουργικό τρόπο και κυρίως δεν υφίσταται ο άνθρωπος μια μηχανική και αναγκαστική αλλοίωση. Ο μεν Θεός ενεργεί, αλλά το τι θα γίνει μέσα στον άνθρωπο έγκειται στη συνέργεια και την ετοιμότητα του ανθρώπου. Μπορεί αρχικά οι αισθήσεις και τα συναισθήματα να υποβάλλονται στο δέος και στην έκσταση, αλλά ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο και πιο βαθύ, από τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Γι’ αυτό και το ευαγγελικό κείμενο σημειώνει για τον Πέτρο, ο οποίος αναφωνεί «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωυσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει». Τα συναισθήματά του τον κατέκλυσαν και διακήρυττε πόσο ωραίο ήταν το θέαμα που έβλεπε, έκφρασε την επιθυμία να μείνει για πάντα εκεί, αλλά στην ουσία δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Ο Άγιος  Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον λόγο του εις τη Θεία Μεταμόρφωση «μιλά» στον Πέτρο:

«Μὴ ζήτει πρὸ καιροῦ τὰ καλά, ὦ Πέτρε… Εἰ ἐν ὄρει Θαβὼρ μεμενήκατε, οὐκ ἂν εἰς πέρας ἡ πρὸς σὲ ἐπαγγελία ἐκβέβηκεν. Οὐ γὰρ κλειδοῦχος τῆς βασιλείας γεγένησο· οὐκ ἂν λῃστῇ ἠνέῳκτο ὁ παράδεισος· οὐκ ἂν ἡ γαυρὸς τυραννὶς τοῦ θανάτου κατήργητο· οὐκ ἂν εἰς προνομὴν τὰ τοῦ ᾅδου βασίλεια δέδοτο· οὐκ ἂν πατριάρχαι, καὶ προφῆται, καὶ δίκαιοι τῶν ᾅδου μυχῶν ἀπηλλάγησαν· οὐκ ἂν ἡ φύσις τὴν ἀφθαρσίαν περιβέβλητο.»

Με άλλα λόγια του λέει, να μην βιάζεται. Υπάρχουν κάποια άλλα πράγματα που προηγούνται, πριν να μείνει ο Πέτρος με τους άλλους δύο μαθητές στον γνόφο του ακτίστου φωτός. Και του εξηγεί:

«τοῦτο δὲ σταυρός, καὶ πάθος, καὶ θάνατος ἐκπεραίνειν ἔμελλεν, οὐ καλὸν μένειν αὐτόθι τὸν τῷ ἰδίῳ αἵματι πλάσμα τὸ οἰκεῖον ἐξαγοράσοντα, ἐφ’ ᾧ καὶ σεσάρκωτο.»

Είδαν οι μαθητές προκαταβολικά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος, αλλά πριν να γίνει δυνατή η μετοχή όλων των πιστών σε αυτό το θείο  γεγονός, έπρεπε να προηγηθεί το πάθος, ο  σταυρός, η ταφή και φυσικά η Ανάσταση και η απελευθέρωση των ανθρώπων από τον θάνατο. Γι’ αυτό σαρκώθηκε ο σήμερον μεταμορφωθείς, για να εξαγοράσει το πλάσμα Του, δια του αίματός Του. Ο Πέτρος έπρεπε να περιμένει, να δοκιμαστεί, να αρνηθεί, να κλαύσει, να μετανοήσει, να φωτιστεί, να κηρύξει και τέλος να θυσιάσει και την ίδιά του τη ζωή πριν να αξιωθεί να μείνει μόνιμα στη φωτοχυσία εκείνου του θείου φωτός.

Η αλήθεια αυτή, όπως φαίνεται από την περίπτωση των μαθητών (πρέπει να) δημιουργεί προβληματισμούς (τουλάχιστον) για πάμπολλα γεγονότα που συμβαίνουν στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή, τα οποία, δυστυχώς, στοχεύουν τη συναισθηματική – αισθητική εμπειρία του πιστού, η οποία αν και όταν επιτευχθεί, θεωρείται ως επαρκής απόδειξη αυθεντικής πνευματικής γνησιότητας του γεγονότος που βιώθηκε. Δυστυχώς όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα είναι μέρος του όλου ανθρώπου, δοσμένα από τον Θεό, αλλά στον μεταπτωτικό άνθρωπο, μπορεί να αποτελέσουν πολύ εύκολα και βολικά υποκατάστατα της πραγματικής εσωτερικής βίωσης της εν Χριστώ αναγεννήσεως, μιας εμπειρίας που ξεκινά από τον Σταυρό και τον θάνατο και καταλήγει στην ανάσταση. Αν ακόμα και η γνήσια θεοπτία του Ακτίστου φωτός στο Θαβώρ δεν μπορούσε να λειτουργήσει μηχανικά και να μεταμορφώσει άρδην τους μαθητές, πόσο μάλλον οι γήινες καταστάσεις που δημιουργούνται και συνδυάζουν την εκκλησιαστική εμπειρία με διάφορες άλλες συνιστώσες (έθιμα, κουλτούρα, τέχνη, ψυχαγωγία κ.λπ.). Αυτός ο συνδυασμός δεν είναι a priori κακός, αλλά πρέπει να γίνεται με πολλή σοφία και σεβασμό στο εκκλησιαστικό γεγονός, διότι μια μη ισορροπημένη (μερικές φορές και άστοχη) συνύπαρξη μη συμβατών στοιχείων καταλήγει (στην καλύτερη περίπτωση) σε  απλή συναισθηματική έξαρση και τίποτε περισσότερο, ή (στη χειρότερη περίπτωση) σε υπόθαλψη των βαθυτέρων ανθρωπίνων παθών. Αν μη τι άλλο, πρέπει να έχουμε υπόψη αυτή την πιθανότητα.

Επιστρέφοντας στο γεγονός του Θαβωρείου όρους, θα συμπεράνουμε ότι οι μαθητές δεν ήταν έτοιμοι εκείνη τη στιγμή για την θεοπτία; Αυτό δεν μπορούμε να το ισχυριστούμε, διότι για να αποφασίσει ο Χριστός να τους μετοχετεύσει στο γεγονός της μεταμορφώσεώς Του, σίγουρα δεν το έκανε τυχαία. Και μπορεί, όταν τον είδαν σταυρωμένο, να μην λειτούργησε αποτελεσματικά η επίδραση της Μεταμορφώσεως και για αυτό, ο ένας τον πρόδωσε, και σχεδόν όλοι (πλην του Ιωάννη) τον εγκατέλειψαν και μετά απιστούσαν (αρχικά) στην Ανάστασή Του,  αλλά με το πλήρωμα του χρόνου και με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές, «ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ» και ακόμα πιο πολύ εμνήσθησαν του θείου αυτού γεγονότος της Μεταμορφώσεως. Ο Θεός όταν ενεργεί, παρόλο που είναι παντοδύναμος, έχει υπομονή. Δεν βιάζει τα πλάσματά Του. Έδειξε το θείο Του φως, αλλά μετά υπέμεινε την εγκατάλειψη, καταδέχθηκε τη δυσπιστία, μέχρι την κατάλληλη στιγμή που οι μαθητές κατανόησαν τι είδαν εκείνη την ημέρα. Για αυτό και στο αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής ο Πέτρος (φωτισθείς ήδη υπό του Αγίου Πνεύματος) γράφει:

«Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες, ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ’ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. Λαβὼν γὰρ παρὰ Θεοῦ Πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα, καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ.»

Ο Απ. Πέτρος στην επιστολή του, θεολογεί πλέον και στηρίζει τη γνώση και πίστη του στον Ιησού Χριστό, όχι σε φιλοσοφικές ή διανοητικές συλλήψεις, αλλά στην εμπειρία που είχε στο Θαβώρειο όρος. Τονίζει αυτό που η θεοπτική εκείνη μεταμόρφωση τους αποκάλυψε τότε,  και που αργότερα κατανόησε πληρέστερα τη σημασία του, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού Πατρός. Αυτή την ίδια μεγάλη αλήθεια, που και ο έτερος Θεόπτης του Θαβωρείου φωτός διεκήρυξε:

«Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ὅς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ.» (Α΄ Επιστολή Ιωάννου, 4, 14-15).

Βλέπουμε δηλαδή, ότι εν καιρώ και μετά τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, εκπληρώθηκαν τα λόγια του κοντακίου της Μεταμόρφωσης για τους μαθητές: «ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα.» Και είναι πολύ μεγάλης σημασίας το ότι διαπίστωσαν αυτή την αλήθεια πριν το πάθος του Χριστού, ώστε να φανεί σε όλους τους μετέπειτα χριστιανούς, ότι ο ενανθρωπήσας Χριστός πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι ο Λόγος του Πατρός, από την πρώτη στιγμή που σαρκώθηκε. Αυτός δηλαδή που εκουσίως έκρυβε τη θεϊκή Του δόξα διά της ενανθρωπήσεως, αλλά που ήθελε όμως να προαναγγείλει και να καταδείξει σαφώς στους μαθητές και σε όλους που θα ήθελαν να τον ακολουθήσουν, την αποκατάσταση του ανθρωπίνου προσώπου με τη δόξα που εξ αρχής είχε πρόθεση να το τιμήσει: «σήμερον ἐπ’ ὄρος Θαβώρ, μεταμορφωθεὶς ἐπὶ τῶν μαθητῶν, ἔδειξε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος, ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπίνην, ἀναλαβοῦσαν οὐσίαν». Αυτό που έβλεπαν οι μαθητές ήταν το σχέδιο (αρχέτυπο) με βάση το οποίο κατασκεύασε τον άνθρωπο ο Δημιουργός Λόγος πάλαι κατ’ αρχάς. Ήταν αυτό το φως που απώλεσε ο Αδάμ και η Εύα και τότε έγνωσαν ότι ήταν γυμνοί, γι αυτό και έτερος ύμνος μας  βεβαιώνει: «τὴν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν, μεταμορφωθείς, ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν, εἰς τὴν σὴν τῆς Θεότητος δόξαν τε καὶ λαμπρότητα.» Το «ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας» υπαινίττεται ότι μέρος της δόξης αυτής είχε κάποτε ο Αδάμ πριν αμαυρωθεί από την αμαρτία. Μάλιστα δεν του προσφέρει τώρα απλώς λίγη δόξαν, αλλά «τὴν  τῆς Θεότητος δόξαν τε καὶ λαμπρότητα». Με απλά λόγια η Μεταμόρφωση του Χριστού μας παρουσιάζει ποιο είναι το απώτερο σχέδιό Του για τον άνθρωπο και τον κάθε ένα από μας προσωπικά. Σφραγίζοντας αυτή την αλήθεια ο υμνογράφος Ιωάννης Δαμασκηνός αναφωνεί:

«Ἵνα σου δείξῃς ἐμφανῶς, τὴν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὑψιστος Θεός, ὀφθήσῃ ἑστὼς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σὺν Ἠλίᾳ τε, ἀρρήτως ἔλαμψας·»

Δηλαδή, «Γιά νά δείξεις ὁλοφάνερα τήν ἀνέκφραστη δευτέρα παρουσία σου, πῶς δηλαδή Ἐσύ ὁ Ὕψιστος Θεός θά ἐμφανισθεῖς, νά στέκεσαι ἀνάμεσα σέ θεωμένους ἀνθρώπους (τούς ἁγίους), ἔλαμψες ἀνέκφραστα στό ὄρος Θαβώρ μπροστά στούς Ἀποστόλους μαζί μέ τό Μωυσῆ καί τόν Ἠλία·»

Μετά από όλα αυτά τα τεράστια και μεγαλειώδη που η Μεταμόρφωση του Χριστού μας φανερώνει, προκύπτει το κρίσιμο ερώτημα:

Δεν είναι κρίμα, δεν θα είναι η μεγαλύτερη δυστυχία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, αν αντί της δεδοξασμένης αυτής θέσης που ο Υιός του Θεού μας επιφυλάσσει δίπλα Του, αρκεστούμε σε μια σύντομη,  έστω «πετυχημένη», έστω «ευτυχισμένη» ανθρώπινη ζωή που θα μας αποξενώνει όμως από την απόλαυση εκείνου του ακτίστου και θείου φωτός της μεταμορφώσεως;;; Αυτό ακριβώς για τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, που γεύτηκαν τη θέα αυτού του φωτός, συνιστά και είναι η  ουσία της αιώνιας κόλασης.

Γι’ αυτό και αναφωνούμε εκ βάθους ψυχής, συνεχώς αυτές τις μέρες: «Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον» και τώρα και εις τον μέλλοντα αιώνα. Αμήν.