ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Ιωάννη Μπέκου – Εἰκόνες Θεοῦ

Σήμερα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τή νίκη τῆς ὀρθῆς πίστης στόν Θεό καί πανηγυρίζει τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων. Γιορτάζουμε τή νίκη τῆς ἀληθινῆς πίστης γιά νά συνεχίσει αὐτή νά καθοδηγεῖ τή ζωή μας, ἀλλά καί γιά νά θυμηθοῦμε ὅτι πρέπει νά ἀπορρίπτομε ὅτι δέν ἀντιστοιχεῖ σέ αὐτήν. Αὐτή ἡ νίκη δέν μᾶς προσφέρει κανένα ἀπό τά ἀγαθά πού οἱ ἄνθρωποι περιμένουν ὅταν συμμετέχουν σέ ἀγῶνες μέ σκοπό νά κερδίσουν τούς ἀντιπάλους τους. Αὐτή ἡ νίκη ξεχωρίζει τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα καθώς μεταξύ τους δέν ὑπάρχει κανένας συμβιβασμός. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί ἄλλαξε ὁριστικά τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἀποκαλύπτοντας τί εἶναι ἀληθινό καί τί ψεύτικο, τί σώζει καί τί δέν σώζει, τί ὠφελεῖ καί τί δέν ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος θέλει συνεχῶς νά ἐπιβεβαιώνεται ἡ πίστη του ὥστε νά παίρνει κουράγιο καί μέ θάρρος νά συνεχίζει τόν ἀγῶνα του. Θερμαίνεται ἡ καρδιά μας καί βλέπουμε καλύτερα τό παρόν καί τό μέλλον ὅταν θυμόμαστε ὅτι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας νικάει πάντα καί ὅτι στούς ἀγῶνες πού διεξάγει ἐπικρατεῖ. Ἡ σημερινή γιορτή σκοπό ἔχει νά στηρίζει τήν πίστη τῶν χριστιανῶν.

Συχνά ἐμεῖς οἱ χριστιανοί νιώθουμε ἡττημένοι γιατί ἡ πορεία πού παίρνουν τά πράγματα στόν σύγχρονο κόσμο δέν μᾶς βρίσκει σύμφωνους, νιώθουμε ὅτι οἱ ἐξελίξεις στρέφονται κατά τῆς ἀλήθειας καί οἱ μάχες πού δίνουμε γιά νά ἐπικρατήσουν οἱ χριστιανικές ἰδέες εἶναι πάντα χαμένες μάχες. Ἔτσι εἶναι δύσκολο νά φανταστοῦμε πῶς εἶναι νά νικάει ἡ Ἐκκλησία ἤ τί εἴδους εἶναι οἱ νῖκες τῆς Ἐκκλησίας πού γιορτάζουμε. Ἀλλά ἄν κοιτάξουμε τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας θά δοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία πάντα νικοῦσε ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς ἐχθρούς, πάντα διατηροῦσε ἀλώβητη τήν πίστη στόν Θεό καί πάντα πορευόταν μπροστά, ἀφήνοντας πίσω της, ἀργά ἤ γρήγορα τούς πολέμιούς της. Ἀλλά θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ στρατηγική καί ἡ τακτική τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων καί ὅσα συχνά φαίνονται ὡς συντριβή, ἀποδεικνύονται ἐκ τῶν ὑστέρων περιφανής νίκη.  Ἄλλωστε, γιά τή στρατηγική καί τήν τακτική τοῦ Θεοῦ ἔχει γραφεῖ ὅτι τό «μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί καί τό ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί». Μποροῦμε, λοιπόν, νά εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πρόκειται νά βγεῖ ἡττημένη ἀπό ὁποιαδήποτε δοκιμασία καί ἀντιπαράθεση. Ἡ «πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμο».

Ὅταν μιλᾶμε γιά τήν ἀληθινή πίστη, μιλᾶμε γιά τήν ἀλήθεια. Ὅταν λέμε ὅτι πιστεύουμε στόν Θεό ἐννοοῦμε ὅτι πιστεύουμε στήν ἀλήθεια κι αὐτό σημαίνει ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ὅ,τι δέν ἔχει σχέση μέ τόν Θεό εἶναι ψέμα. Ἡ ἀληθινή πίστη νικάει τόν κόσμο, δηλαδή, ἡ ἀλήθεια ἔχει ἐπικρατήσει πάνω στό ψέμα ἀκόμα κι ἄν ἡ ἐντύπωση πού ἔχουμε εἶναι διαφορετική. Ἄν νομίζουμε ὅτι στόν κόσμο κυριαρχεῖ τό κακό εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας νομίζουμε λάθος κι αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ ἐντυπώσεις πού δημιουργοῦμε εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ κόσμος ἀξιολογεῖ τήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ἀλλά ἐμεῖς δέν πρέπει νά σκεπτόμαστε ἔτσι γιατί θά πρέπει νά θυμόμαστε ὅτι ἡ ἀλήθεια πού νικάει τόν κόσμο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι «ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἀλλά  τί σημαίνει ἡ πρόταση «ἔχει ἤδη νικήσει ἡ ἀλήθεια» ἤ ὅτι «ὁ Χριστός ἔχει νικήσει τόν κόσμο»;

Ὁ Χριστός νικάει τόν κόσμο γιατί στό πρόσωπό Του ὁ κόσμος βλέπει τόν Θεό καθιστῶντας χωρίς νόημα κάθε προσπάθεια τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων νά φτιάξουν τούς δικούς τους θεούς, δηλαδή, νά ἐξυψώσουν τόσο ψηλά τόν ἑαυτό τους καί τίς δυνατότητές τους ὥστε νά ξεχάσουν τόν Θεό. Ἄν παρ’ ὅλα αὐτά πολλοί συνεχίζουν νά μήν βλέπουν τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μοιάζουν μέ τούς εἰκονομάχους πού ἀδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν τήν πνευματική σημασία τῆς εἰκόνας καί ὑπεροπτικά θέλησαν νά ἐπιβάλλουν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο τή δική τους ἔλλειψη κατανόησης. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος, παίρνει σῶμα καί λογική ψυχή καί μέ τό σῶμα Του μᾶς εἶπε τί εἶναι ἡ ἀλήθεια, πῶς εἶναι νά ζεῖ κανείς μέ τήν ἀλήθεια, νά πεθαίνει κανείς γι’ αὐτήν καί νά ζεῖ μέ τήν ἀλήθεια αἰωνίως. Ὁ Χριστός ὡς ὁλοκάθαρη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἔδειξε ποιός εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος καί πῶς πρέπει κανείς νά ὑπάρχει ὡς ἄνθρωπος σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὥστε ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς νά νικήσει τόν κόσμο.

Ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Θεό, ἕναν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος καί ἡ προσκύνηση τῆς εἰκόνας δείχνει τήν ἀποφασιστικότητά μας νά δοῦμε τόν πραγματικό ἄνθρωπο καί νά πράξουμε ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεολόγοι συχνά χωρίς δυσκολία παρατηροῦν ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πλήρης Θεός καί πλήρης ἄνθρωπος καί ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἁγιάστηκε ἀπό τή θεία φύση στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας της, δηλαδή, τῆς σύλληψης στή μήτρα τῆς Παναγίας. Αὐτό πού δύσκολα δείχνεται εἶναι ἡ σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Τά πράγματα γίνονται εὔκολα ἄν θυμηθοῦμε ὅτι ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί αὐτό μέ ἁπλά λόγια σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς μας εἶναι εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ θέλησή μας εἶναι εἰκόνα τῆς θέλησης τοῦ Θεοῦ, ἡ αἴσθησή μας, ἡ  καρδιά μας εἶναι κι αὐτά εἰκόνες τῶν θείων αἰσθήσεων μέσα μας. Εἴμαστε πλασμένοι νά σκεπτόμαστε, νά θέλουμε, νά αἰσθανόμαστε, νά κτυπάει ἡ καρδιά μας ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ γιά νά κατανοήσουμε τί σημαίνει νά εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ὥστε νά νικᾶ ἡ ἀληθινή πίστη. Εἶναι κανείς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὅταν γίνεται μαθητής Του.

Αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας πού ἀφηγεῖται τήν κλήση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καί συγκεκριμένα δύο πολύ καλῶν φίλων, τοῦ Φίλιππου καί τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ δύο φίλοι θά γίνουν μαθητές τοῦ Κυρίου καί μέ τή ζωή τους θά εἰκονίζουν τήν ἀλήθεια ὥστε κι ἐμεῖς νά γίνουμε μαθητές Του, μαθαίνοντας νά εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, εἰκόνες τῆς ἀλήθειας. Ἡ Μ. Τεσσαρακοστή στήν ὁποία μόλις ἔχουμε εἰσέλθει εἶναι ἡ κατάλληλη περίοδος γιά νά κατανοήσουμε πῶς κανείς γίνεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἄνθρωποι γίνονται εἰκόνες τοῦ Θεοῦ κατά τόν τρόπο πού πλάστηκαν ἀπό τόν Θεό, ὅταν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ ἀληθινή πίστη προϋποθέτει τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους ἀναμεταξύ τους. Ἡ πίστη στόν ἀληθινό Θεό ἔχει νικήσει τόν κόσμο, ἀλλά ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς θά πρέπει ἐπίσης νά νικήσει τόν κόσμο μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Αὐτό συμβαίνει ὅταν κανείς ἀντιλαμβάνεται τή σχέση τῆς ἁμαρτίας μέ τήν ἀσέβεια καί τήν προσβολή τῆς πίστης. Εἶναι σημαντικό νά διακηρύσσουμε τήν πίστη στόν Θεό, ἀλλά τά λόγια μας θά πρέπει νά συνοδεύονται ἀπό τίς ἀγαθές πράξεις μας, στρεφόμενοι κατά τῆς ἁμαρτίας κι ὄχι κατά τῶν συνανθρώπων μας. Εὔκολα στρέφεται κανείς ἐνάντια σέ ἐκεῖνον ἤ ἐκείνους πού κατά τή γνώμη του προσβάλλουν τήν ἀληθινή πίστη, ἀλλά δύσκολα περνάει ἀπό τό μυαλό του τό ἐνδεχόμενο νά μήν εἶναι ὁ ἴδιος κήρυκας τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀληθινή πίστη εἶναι κεκτημένο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν εἶναι δεδομένη στή ζωή τῶν χριστιανῶν γιατί δέν κληρονομεῖται, δέν εἶναι αὐτονόητη στή ζωή κανενός καί τό νά ἀποκαλεῖται ἤ νά δηλώνει κανείς χριστιανός δέν σημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί κήρυκα τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἡ ἀληθινή πίστη εἶναι ἀποῦσα κάθε φορά πού ἁμαρτάνουμε καί προσβάλλουμε τίς σχέσεις μας μέ τούς ἀδελφούς μας. Γι’ αὐτό καί ἡ πίστη χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή, ὅπως καί τά ἔργα χωρίς πίστη εἶναι ἐπίσης νεκρά.  Ἔργο πού ταιριάζει στήν ἀληθινή πίστη εἶναι ἡ φροντίδα γιά τήν πίστη τῶν ἄλλων καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀληθινῆς πίστης ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό.

Αὐτό τό ἔργο καί αὐτή τήν πίστη βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ Φίλιππου καί τοῦ Ναθαναήλ, ὅπως καί σέ ἐκείνη τοῦ Ἀνδρέα μέ τόν ἀδελφό του Πέτρο λίγο νωρίτερα στό εὐαγγελικό κείμενο. Ἔχουμε πλαστεῖ γιά νά συγκατοικοῦμε, νά συγκροτοῦμε πόλεις, κοινότητες  καί οἰκογένειες, νά ἔχουμε τήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων γιά νά συμπληρώσουμε τήν ἀσφάλεια καί τή σιγουριά πού μᾶς εἶναι ἀναγκαῖα.  Γνωρίζουμε ὅλοι πολύ καλά τήν ἀξία τῆς συντροφικότητας, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἀγάπης, τή σημασία τῆς παρουσίας τῶν ἄλλων στή ζωή μας. Ἀλλά ἐδῶ δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο ἡ κοινωνική σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας καί συμβίωσης, ὅσο ἡ σημασία τους γιά τά πνευματικά ζητήματα πού στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνα, ἡ συνάντηση μέ τόν Μεσσία. Ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Φίλιππος βρίσκουν τόν Μεσσία καί βιάζονται νά μεταφέρουν τά καλά νέα, ὁ ἕνας στόν ἀδελφό του καί ὁ ἄλλος στόν φίλο του. Αὐτή ἡ βιασύνη νά ἁπλώσει τά χέρια ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο γιά νά συναντήσουμε ὅλοι τόν Κύριο εἶναι ἡ εἰλικρινής ἀδελφική ἀγάπη καί φιλία, ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Εἶναι σημαντικό νά νιώθουμε ἔτσι γιά τούς ἄλλους γύρω μας μέσα στήν πνευματική περίοδο πού τώρα διανύουμε.

Μαθητές τοῦ Κυρίου γίνονται οἱ ἄνθρωποι πού σάν τόν Φίλιππο, χωρίς κανένας νά τούς τό ζητήσει ἤ νά τούς προτρέψει σέ κάτι, ψάχνουν, μελετοῦν καί βρίσκουν τόν Μεσσία γιατί αὐτόν ἐπιζητοῦν μέ ὅλη τους τήν ψυχή. Ἀναγνωρίζουν τόν Μεσσία γιατί τόν ἀναζητοῦν καί εἶναι ἕτοιμοι νά τόν δοῦν νά ἐμφανίζεται στή ζωή τους. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά συχνά παραπονιόμαστε ὅτι δέν εἶναι παρών στή ζωή μας, ὅτι μᾶς ἔχει ξεχάσει καί δέν φαίνεται νά κάνει καί τίποτα γιά τά προβλήματά μας. Τέτοιες στιγμές θά πρέπει νά θυμόμαστε τόν Φίλιππο γιατί ἐκεῖνος πού θέλει νά δεῖ τόν Θεό θά πρέπει νά ἔχει τόν Θεό, τήν παρουσία Του καί τή συνάντηση μαζί Του ὡς πρωταρχικό του μέλημα ὥστε νά εἶναι ὁ Θεός ὁ σκοπός τῆς θέλησής του καί τῆς ἔντονης ἐπιθυμίας του. Θέλουμε τόν Θεό στή ζωή μας γιά νά μᾶς λύσει τά προβλήματά μας κι ὄχι γιά νά ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο, τό πιό ἀγαπητό πρόσωπο γιά ἐμᾶς. Αὐτή δέν εἶναι ἡ ὀρθή τάξη πραγμάτων σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο. Ὁ Φίλιππος πρῶτα ἀναζητάει τόν Θεό, μετά τόν συναντάει καί μετά γίνεται μαθητής Του. Ὅλα τά ὑπόλοιπα, δηλαδή ἡ φροντίδα καί ἡ μέριμνα γιά τίς ἀνθρώπινες ἀνάγκες, προκύπτουν ὡς φυσική συνέπεια γιατί τότε, ὅταν κανείς θελήσει νά βρεῖ τόν Μεσσία καί νά τόν ἀναγνωρίσει, θά μπορεῖ νά βλέπει καί τίς θεῖες ἐνέργειες στή ζωή του.

Ἡ τιμή τῶν εἰκόνων καί ἡ προσκύνησή τους ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς εὐλάβειας καί οἱ χριστιανοί συνηθίζουν, καί ἐπιδιώκουν μέ κάθε εὐκαιρία, τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων στίς ἐκκλησίες μας καί στά ἱερά προσκυνήματα. Σήμερα, ὅμως, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ Ἐκκλησία μας ζητάει κάτι περισσότερο ἀπό ἐμᾶς. Γιορτάζουμε τήν ἀναστήλωση καί τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων καί ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἔγινε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, γιά νά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε εἰκόνες Του. Ἔργο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου εἶναι νά γίνονται εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ὅπως συνέβη μέ τόν Φίλιππο καί τόν Ναθαναήλ. Εἰκόνες τοῦ Θεοῦ γίνονται ἐκεῖνοι πού κάνουν πράξη ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Θεός, ἐκεῖνα πού ὁ Θεός πρῶτος ἔκανε πράξη. Καί ὁ Θεός μᾶς ζητάει, ἰδιαίτερα τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, νά σηκώσουμε τόν Σταυρό Του τηρῶντας τίς ἐντολές Του, ὥστε νά γίνουμε οἱ ζωντανές εἰκόνες πού θά παραπέμπουν στό πρωτότυπο πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔτσι καταλαβαίνουμε πῶς ἐπικρατεῖ ἡ ἀληθινή πίστη καί πῶς ἡ πίστη μας νικάει τόν κόσμο.