ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Ιωάννη Μπέκου – Μιά ζωή μετανοίας

Ἡ Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη στήν προσωπικότητα τῆς  Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ὁ βίος τῆς Ὁσίας εἶναι θαυμαστός, ἐξωπραγματικός θά λέγαμε. Ἔζησε σαράντα ἑπτά χρόνια στήν ἔρημο χωρίς τά βασικά εἴδη διατροφῆς καί χωρίς καμία ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, καθώς μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οὔτε μοναξιά ἔζησε, οὔτε δίψασε, οὔτε πείνασε. Δέν φαίνεται λοιπόν ἡ ζωή της νά ἔχει μιά ὁποιαδήποτε σχέση μέ τή δική μας ζωή, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀλήθεια. Αὐτό πού εἶναι ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ βίος τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας παραπέμπει στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἔχει χαρακτηριστικά τῆς Βασιλείας Του καί εἶναι σημαντικό νά δοῦμε πῶς μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε μιά κάποια σχέση μέ αὐτόν τόν κόσμο. Ὅπως κι ἄλλες μεγάλες μορφές τῆς Ἐκκλησίας, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τήν ἀσκητική ζωή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἔτσι καί ἡ Ὁσία Μαρία προβάλλει μιά πολιτεία, ἄλλη ἀπό ἐκείνη πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ὁσία Μαρία ἀποτελεῖ παράδειγμα πιστοῦ πού ἐνῶ δέν ἔχει πιά καμία προσδοκία ἀπό τόν κόσμο, δέν περιμένει τίποτα ἀπό τόν κόσμο καί στόν κόσμο, ἀποδεικνύεται τόσο δυνατή ὥστε μέ τή ζωή της νά εἰσέλθει στόν Οὐρανό. Ἡ μετάνοια πού τῆς δώρισε ὁ Θεός ἦταν ἡ δύναμή της.

Ἡ Ὁσία Μαρία προβάλλεται συχνά καί δικαιολογημένα ὡς πρότυπο μετάνοιας, μιᾶς μετάνοιας ὅμως πού δέν περιορίζεται στήν κατά καιρούς ἐξομολόγηση ἁμαρτιῶν, καθώς φαίνεται νά ἀποκτᾶ εὐρύτερα χαρακτηριστικά. Ἡ μετάνοια τῆς Ὁσίας γιά σαράντα ἑπτά χρόνια εἶναι μιά μετάνοια πού διαρκεῖ μιά ὁλόκληρη ζωή, δέν ἀφορᾶ μόνο μιά συγκεκριμένη περίοδο ὅπως αὐτή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, σάν ἡ μετάνοιά της νά μήν ὁλοκληρώνεται ποτέ, σάν νά συνεχίζεται μέχρι καί τόν θάνατό της. Ἡ μετάνοιά της συνδέεται μέ τήν κακοπάθεια, μέ τίς δυσκολίες, τίς δοκιμασίες, καθώς ἡ Ὁσία εἶναι πεπεισμένη ὅτι δέν πρόκειται νά δεῖ τή δόξα τοῦ Θεοῦ χωρίς πρῶτα νά πάθει ὅπως ἔπαθε κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ Ὁσία μετανοεῖ κι ἡ μετάνοιά της δέν συμβαίνει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, δέν ἔχει θεατές γιά νά θαυμάσουν τίς ἀρετές της καί ὅταν κάποτε ἀποκτάει ἕναν καί μοναδικό, τόν Ἀββᾶ Ζωσιμά, ἔχει φτάσει πιά στό τέλος τῆς ζωῆς της. Μέ τή μετάνοιά της φθάνει σέ μεγάλη ὕψη ἁγιότητας ξεπερνώντας στήν ἀρετή μεγάλους ἀσκητές τῆς ἐρήμου καί ἐνῶ θά μποροῦσε νά διεκδικήσει περίοπτη θέση στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, δέν τό ἐπιθύμησε σάν νά μήν εἶχαν ὅλα αὐτά καμία σημασία γι’ αὐτήν. Τέλος, ἡ μετάνοια τῆς Ὁσίας Μαρίας παραπέμπει σέ μιά πολιτεία ταπεινοφροσύνης, σέ μιά πολιτεία ὅπου ἡ βρώση καί ἡ πόση, ἡ ἐνδυμασία καί οἱ ἀνέσεις, ἡ προστασία καί ἡ ἀσφάλεια ἀπό τά καιρικά φαινόμενα δέν συνδέονται μέ πραγματικές ἀνάγκες, σέ μιά πολιτεία ὅπου ἡ μόνη ἐπιθυμία πού ἐκφράζεται εἶναι ἡ μετοχή στό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Θά πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ ζωή μας καί ἡ μετάνοιά μας δέν μοιάζει καί πολύ μέ ἐκείνη τῆς Ὁσίας Μαρίας.

Ἄν θέλουμε νά κατανοήσουμε τή σημασία τοῦ βίου τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, θά πρέπει στίς ἐπιλογές της καί τίς πράξεις της νά ἀντιπαραβάλλουμε τή συμπεριφορά τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου, τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου, ὅπως αὐτή περιγράφεται στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τά δύο ἀδέλφια εἶναι μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ὁ διδάσκαλός τους τούς ἀποκαλύπτει ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τῶν Παθῶν, τῆς Σταύρωσης καί τῆς Ἀνάστασης. Ἐκεῖνοι δέν καταλαβαίνουν τό νόημα τῶν κοσμοσωτήριων γεγονότων πού ἀνοίγουν στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, μένουν προσκολλημένοι στά ἐπίγεια ὁράματα μιᾶς κοσμικῆς βασιλείας καί σάν νά χάνουν τό λογικό τους, ζητᾶνε ἀπό τόν Χριστό νά τούς ἐξασφαλίσει περίοπτη θέση στή Βασιλεία Του, στά δεξιά Του καί στά ἀριστερά Του: «οἱ δέ εἶπον αὐτῷ· Δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου». Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης μᾶς μοιάζουν πολύ γιατί ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἀπό μικροί κοντά στήν Ἐκκλησία, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ἦταν δίπλα στόν Ἰησοῦ ἀπό τήν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσης του. Ἀλλά κι ἐμεῖς, ὅπως κι αὐτοί, δυσκολευόμαστε νά κατανοήσουμε τή διαφορά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπό τά βασίλεια τοῦ παρόντος κόσμου καί γι’ αὐτό, ἄν καί ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία, οἱ πράξεις μας δείχνουν ὅτι ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο νά διακριθοῦμε καί νά ξεχωρίσουμε σέ δόξα καί δύναμη ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει τά ἐπερχόμενα γεγονότα κι αὐτό πού φανερώνει ἐνῶ πορεύεται πρός τά Πάθη καί τή Σταύρωση, εἶναι ὅτι πορεύεται ἐλεύθερα, ἑκούσια, ὡς βασιλέας πού πεθαίνει ὑπέρ τοῦ λαοῦ Του. Θά μποροῦσε μέ τή θέλησή Του νά ἐπιλέξει ἄλλα πράγματα, ἀλλά εἶναι ἀληθινός βασιλιάς ἕτοιμος νά πεθάνει γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ Του. Στή Βασιλεία Του κανείς δέν συζητάει γιά πρωτεῖα γιατί στά δεξιά τοῦ Πατέρα κάθεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός ποῦ ἔγινε ἄνθρωπος: «εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου». Ὅσοι θέλουν νά μοιάσουν στόν Χριστό θά πρέπει νά ἀκολουθήσουν τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του. Ἀντίθετα, στά ἐπίγεια βασίλεια οἱ συζητήσεις γιά τίς πρωτοκαθεδρίες κυριαρχοῦν καί οἱ ὑποψήφιοι πού εἶναι πάντα πολλοί, διαγκωνίζονται γιά τήν ἀπόκτησή τους. Εἶναι εὔκολο, λοιπόν, νά διακρίνει κανείς σέ ποιό λαό ποιοῦ βασιλείου θέλει νά ἀνήκει ὅπως εὔκολο εἶναι νά ξεχωρίσει κανείς σέ ποιό βασίλειο ἤδη ἀνήκει. Τό ζήτημα εἶναι ἐπεῖγον γιατί σέ λίγες μέρες θά πρέπει νά ὑποδεχθοῦμε τόν βασιλιά Ἰησοῦ καί ἀμέσως μετά νά μετέχουμε στά πάθη Του.

Ἡ ἐπιδίωξη πρωτείων, ἄν καί δέν ἀποτελεῖ κάτι περισσότερο ἀπό μιά ἐπιθυμία, ἔχει σοβαρές πνευματικές συνέπειες. Ἐπιδιώκουμε πρωτεῖα ὅταν ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ πνευματική μας προσπάθεια ὁλοκληρώθηκε καί ὅτι εἶναι ὥρα νά ἀπολαύσουμε τήν ἀμοιβή μας. Ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ὀργάνωση τοῦ κόσμου μας ὅπου ὅποιος ἐργάζεται θά πρέπει νά ἀμείβεται κατά ἕναν περιοδικό καί μετρήσιμο τρόπο, ἀπαιτοῦμε ἀπό τόν Θεό νά προσαρμοστεῖ στίς συνήθειές μας δείχνοντάς μας ἔμπρακτα ὅτι ἐκτιμάει τόν κόπο πού νομίζουμε ὅτι ἔχουμε καταβάλει. Μάλιστα οἱ ἀπαιτήσεις μας αὐξάνονται ὅταν ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε πολύ κοντά Του μέ τή ζωή  μας. Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης εἶναι ἤδη τρία χρόνια μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ξεχωρίζουν γιά τήν ἐγγύτητά τους στόν Ἰησοῦ καί νομίζουν ὅτι εἶναι ὥρα νά ἀνταμειφθοῦν γιά τήν ἐπιλογή τους νά γίνουν ἀκόλουθοί Του. Δέν ἔχουν ἀκόμα συνειδητοποιήσει, κάτι πού θά συμβεῖ ὅταν θά λάβουν τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί θά μετανοήσουν γιά τίς προηγούμενες σκέψεις τους, ὅτι ὅλη ἡ ζωή τους θά πρέπει νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί ὅταν αὐτό συμβεῖ καμία σκέψη ἀνταπόδοσης καί ἀμοιβῆς, πρωτείου καί κατάληψης θέσεων δέν θά περνάει ἀπό τό μυαλό τους. Ὁ Θεός δέν θέλει ἀπό ἐμᾶς ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μας, μιά πρακτική περιοδικῆς μετάνοιας, ἀλλά ζητάει ἀπό ἐμᾶς ὁλόκληρη τή ζωή μας πού μέ τή διαρκῆ μετάνοια θά στρέφεται συνεχῶς ἀπό τά ἐπίγεια στά οὐράνια. Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά τό παράδειγμα τῆς Ὁσίας Μαρίας θά δοῦμε ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή της.

Ὅταν ἐπιδιώκουμε τήν ἐξασφάλιση πρωτείων καί βιαστικά προσπερνᾶμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅπως ἔκαναν κι οἱ μαθητές του, στήν πραγματικότητα αὐτό πού ἐπιδιώκουμε εἶναι νά ἀπολαύσουμε τήν ὀμορφιά καί τή δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ χωρίς τίς δυσκολίες καί τά πάθη πού πρῶτος ἔπαθε ὁ Κύριος. Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι κι ἐμεῖς θέλουμε νά ἀποφύγουμε δυσάρεστες καταστάσεις, θέλουμε νά εἴμαστε οἱ «τυχεροί» πού δέν θά ταλαιπωρηθοῦν καί δέν θά δοκιμαστοῦν στή ζωή τους, θέλουμε νά γίνουμε πολίτες τῆς Βασιλείας χωρίς τή συμμετοχή στόν Σταυρό καί τό πάθος τοῦ Χριστοῦ. Στόν ἀντίποδα αὐτῆς τῆς συνήθους τάσης τῶν ἀνθρώπων, στέκεται ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας γιατί συνειδητά ἐπέλεξε νά πάθει γιά δεκαετίες, γιά νά καταξιωθεῖ στή συνέχεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θαυμάζουμε τήν Ὁσία Μαρία γιά τή θαυμαστή ζωή της, ἀλλά θά πρέπει κυρίως νά θαυμάζουμε τήν ἀνταπόκρισή της στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά πιεῖ τό «ποτήριο» πού ἤπιε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί τελικά καί οἱ μαθητές του: «δύνασθε πιεῖν τό ποτήριον ὅ ἐγώ πίνω;».

Πίνει κανείς τό ποτήριον πού ἤπιε ὁ Χριστός ὅταν πλησιάζει τά πάθη τοῦ Χριστοῦ μέ ταπείνωση γιά νά μπορέσει νά κατανοήσει τήν ἄκρα ταπείνωση, ὅταν ζεῖ τή χριστιανική ζωή χωρίς νά προσπαθεῖ νά φαίνεται πιό σπουδαῖος καί πιό καλός ἀπ’ ὅ,τι πραγματικά εἶναι. Οἱ ἄνθρωποι, σάν νά θυμοῦνται ὅτι πράγματι ἦταν πιό σπουδαῖοι καί πιό καλοί κάποτε στόν παράδεισο καί πρίν τήν Πτώση, πιστεύουν ὅτι τούς ἀξίζει κάτι περισσότερο σπουδαῖο καί καλό. Ξεχνοῦν, ὅμως, ὅπως ὅλοι μας συχνά ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Χριστός τόν ὁποῖο θέλουμε νά ἀκολουθήσουμε, προτίμησε νά ἀφήσει τή δόξα πού ἀπολάμβανε δίπλα στόν Πατέρα του ὡς Μονογενής Υἱός γιά νά ντυθεῖ τήν ἀνθρώπινη σάρκα πού ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς στολή τῆς ταπεινοφροσύνης καί νά πάθει γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐγκαινιάζοντας τήν ἀρετή τῆς ταπείνωσης. Οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ζοῦν καθημερινά δίπλα στόν ταπεινό διδάσκαλό τους, ἀλλά ἀσχολοῦνται μέ τόν ἑαυτό τους καί μέ τήν ἐξασφάλιση δόξας καί ἀνταμοιβῶν ὥστε νά φαίνονται ὅσο περισσότερο σπουδαῖοι καί καλοί γίνεται. Ὁ Χριστός προφητεύει τήν τελική του ταπείνωση μέ τά πάθη καί τήν ἀνάσταση πού πλησιάζουν, κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, σάν νά μήν ἔχουμε καμία σχέση μέ ὅλα αὐτά, ἐπιδιώκουμε μιά ἀκόμα καλύτερη θέση στόν κόσμο πού μᾶς περιβάλλει, ἀλλά καί στήν Ἐκκλησία μέσα στήν ὁποία ζοῦμε. Φαντάζει προσβλητικό, ἀλλά δέν μᾶς συγκινεῖ τελικά ὅσο θά ἔπρεπε ἡ Ὁσία πού σήμερα θυμᾶται ἡ Ἐκκλησία μας καί ἡ ὁποία ἐνῶ τέλεια μιμεῖται τήν ταπείνωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, δέν θέλει νά φαίνεται, δέν θέλει τήν ἐκτίμηση κανενός, δέν ἐπιθυμεῖ νά ἐξαργυρώσει τήν ταπείνωσή της μέ ὁποιοδήποτε τρόπο.

Ἀλλά τί κόσμος εἶναι αὐτός ὅπου οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἡ Ὁσία Μαρία, ἀσκοῦνται καί μετανοοῦν χωρίς τέλος, δέχονται μέ τή θέλησή τους νά περάσουν μέσα ἀπό τά πάθη καί μετά μόνο νά φθάσουν στήν ἀνάσταση καί ὅλα αὐτά νά τά κάνουν χωρίς θεατές πού ἐξασφαλίζουν τή δόξα τῶν ἀγωνιστῶν καί χωρίς πρωτεῖα ποῦ ἀποδίδουν δικαιοσύνη στούς κόπους πού καταβάλλονται; Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος τῆς Ἐκκλησίας καί τά χαρακτηριστικά του παραπέμπουν στήν πολιτεία πού ταιριάζει στούς Οὐρανούς. Στόν κόσμο πού προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι οἱ στενές προσωπικές σχέσεις πού ὁδηγοῦν στόν Θεό, δέν εἶναι τά πρωτεῖα καί τά διακεκριμένα ἀγαθά πού κάνουν τή ζωή πιό ὄμορφη καί ἄνετη καί δέν ὑπάρχει τό ἦθος τῆς καταδυνάστευσης καί τῆς κυριαρχίας πάνω στούς ἄλλους ὅπως συμβαίνει μέ τίς ἀνθρώπινες πολιτεῖες πού θά πρέπει νά μοιράσουν κατά πῶς νομίζουν τό νερό καί τό ψωμί: «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν». Στόν κόσμο πού προβάλλει ἡ Ἐκκλησία, μετάνοια σημαίνει νά πορευόμαστε ὄχι ἁπλά γιά νά γιορτάσουμε ἀκόμα μιά φορά τό Πάσχα, ἀλλά γιά νά γίνει ὁλόκληρη ἡ ζωή μας μιά πορεία πού θά περνάει ἀπό τό πάθος στήν Ἀνάσταση, μέχρι τέλους. Αὐτό εἶναι τό παράδειγμα τῆς Ὁσίας Μαρίας, μιᾶς σπουδαίας γυναίκας πού δεν εἶχε τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν σπουδαῖα.

Σέ μιά ἐποχή ὅπως ἡ δική μας πού διατείνεται ὅτι φύλα δέν ὑπάρχουν καί ὅτι ἡ διάκριση ἀνδρῶν καί γυναικῶν δέν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό μιά ἀνθρώπινη κοινωνική κατασκευή, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τήν Ὁσία γυναίκα μπροστά στήν ὁποία ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς γονατίζει, μέ τήν Ὁσία νά γονατίζει ἐπίσης, εὐλογώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον: «ἕκαστος ἑξαιτῶν εὐλογῆσαι τόν ἕτερον». Αὐτή ἡ περιγραφή ἀπό τόν βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας μᾶς συγκινεῖ γιατί δείχνει μέ τί μοιάζει ἡ παραδείσια κατάσταση. Στήν πολιτεία πρός τήν ὁποία μᾶς στρέφει ἡ Ἐκκλησία, πουθενά δέν ὑπάρχουν διακρίσεις, ἀξιώσεις ἰσχύος, ἀνάγκες βιοτικές, συναλλαγές, ἀπόκτηση ἀγαθῶν, παρά μόνο ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ κόσμος στόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ μετάνοια καί πρίν φθάσουμε σέ μιά τέτοια κατάσταση, δέν θά πρέπει νά σταματήσουμε τίς προσπάθειές μας. Ἄλλωστε ὁ παρόν καιρός εἶναι καιρός ἀγώνα καί κινδύνων κι ὄχι ἐπάθλων.