Ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων εἶναι ἡ ἑορτή τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Βασιλιᾶ τῶν ὅλων στόν τόπο Του, τότε στά Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ τώρα σέ κάθε τόπο ὅπου οἱ χριστιανοί γιορτάζουν καί ὑποδέχονται τόν Βασιλέα Χριστό. Ἀπό τή διήγηση τῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα μαθαίνουμε ὅτι πολλοί, πάρα πολλοί εἶναι παρόντες, ὅλοι ἐπευφημοῦν, ἐνῶ κάποιοι, κυρίως νέοι στήν ἡλικία, εἶναι πιό ἐκδηλωτικοί στρώνοντας μέ τά ροῦχα τους τόν δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο θά περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς καί ἐπαναλαμβάνοντας τόν ἀγγελικό ὕμνο μέ τό Ὡσαννά. Ὅλοι τους ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶναι ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ παρά τό γεγονός ὅτι τό σκηνικό πού συνθέτει τή βασιλική πομπή δέν μοιάζει σέ τίποτα μέ τίς συνήθεις βασιλικές πομπές. Πάνδημη ὁμόνοια, καμία ἀμφισβήτηση κι ἀπό κανέναν. Τίποτα δέν προμήνυε ὅτι τίς ἑπόμενες λίγες ἡμέρες ὁ Βασιλιάς ἐπρόκειτο νά καταδικαστεῖ σέ θάνατο καί νά πεθάνει στόν Σταυρό. Ἀλλά κανείς δέν πρέπει ποτέ νά κάνει ἀσφαλεῖς προβλέψεις γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ ἐξελίξεις προμηνύουν μεγάλες ἀλλαγές στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Οἱ Εὐαγγελιστές ἀναφέρονται στήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα κι ἄν προσέξουμε τίς περιγραφές τους, θά διαπιστώσουμε ὅτι τά γεγονότα δέν θά μποροῦσαν νά ἔχουν ἄλλη ἐξέλιξη ἀπό τά πάθη καί τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.
Φαίνεται νά εἶναι ὅλοι ἤ σχεδόν ὅλοι παρόντες στό γεγονός τῆς ὑποδοχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι. Ἐνῶ τά Ἱεροσόλυμα πανηγυρίζουν γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, στήν πραγματικότητα ἡ πόλη εἶναι σέ ἀναβρασμό. Ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, τό νέο μαθαίνεται ἀπό στόμα σέ στόμα καί οἱ Φαρισαῖοι μέ τούς Γραμματεῖς, νιώθουν τήν ἐξουσία νά φεύγει μέσα ἀπό τά χέρια τους καί εἶναι ἀποφασισμένοι νά μήν ἐπιτρέψουν ποτέ νά συμβεῖ κάτι τέτοιο. Ἄν ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά νικήσει τόν θάνατο, τότε μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο καταργώντας τή δύναμη πολλῶν, γι’ αὐτό καί οἱ ἀρχιερεῖς ἐπιζητοῦσαν τόν θάνατο τοῦ Λαζάρου: «βουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν». Ἀπό τήν ἄλλη, τά νέα πού συνεχῶς καταφθάνουν, δημιουργοῦν ὅλο καί μεγαλύτερη ἀνησυχία. Αὐτό δέ πού ἀνησυχεῖ περισσότερο εἶναι ἡ εἴδηση ὅτι παιδιά καί νέοι, νήπια ἀλλά καί μεγαλύτεροι στήν ἡλικία, ὑποδέχονται τόν Χριστό ὡς βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ. Δέν μπορεῖ νά χωρέσει τό μυαλό τους ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνασταίνει νεκρούς καί μάλιστα ἕναν ἐπώνυμο μεταξύ αὐτῶν, τόν Λάζαρο, ὅτι ἀναγνωρίζεται ὡς Βασιλιάς ἀπό τούς νέους, τήν ἐλπίδα τοῦ Ἰσραήλ καί ὅτι, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, χωρίς δισταγμό μετά τήν πανηγυρική Του εἴσοδο κατευθύνεται στόν Ναό μετατρέποντάς τον ξανά ἀπό μέρος τῆς ἀγορᾶς σέ οἶκο προσευχῆς. Εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι ὁ Χριστός ἐπαγγέλλεται ἕναν ἄλλο, καινούργιο κόσμο καί γι’ αὐτό τό μόνο πού τοῦ ταιριάζει εἶναι ὁ θάνατος.
Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι ἀπό τούς συμμετέχοντες στήν ὑποδοχή τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ, τά παιδιά καί οἱ νέοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ξεχωρίζουν μέ τήν ἔνταση καί τόν θόρυβο τῶν ἐκδηλώσεών τους. Συμβαίνει συχνά στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, οἱ νεότεροι στήν ἡλικία νά εἶναι στήν πρωτοπορία τῶν ἐξελίξεων, μέ τόν ἐνθουσιασμό τους νά ἐπιζητοῦν καλύτερες μέρες, ἀλλαγές, μεταρρυθμίσεις, γκρέμισμα τοῦ κατεστημένου. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι τήν ἴδια στιγμή τῆς ἔνδοξης εἰσόδου στά Ἱεροσόλυμα, ἡ παλαιά τάξη μέ τούς μεγαλύτερους στήν ἡλικία σχεδίαζαν τή σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ μέ σκοπό νά πετύχουν τή σταύρωσή Του. Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅτι ὅποιος δέν γίνει ὅπως τά παιδιά δέν θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐπιβεβαιώνονται: «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Τά παιδιά, οἱ νεότεροι, ἔχουν τό προνόμιο νά μήν δεσμεύονται ἀπό τίς δεσμεύσεις τῶν μεγαλύτερων, διατηρώντας μία θέαση τῶν πραγμάτων πού δέν σκοτίζεται ἀπό τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀξιώσεις ἐκείνων πού ἔχουν ἀποκτήσει ἰσχύ κι ἔχουν μέ δική τους εὐθύνη χάσει τή νεανική τους ματιά. Τά παιδιά, ἡ φύση τῶν παιδιῶν, χωρίς νά ἔχει τήν πείρα τοῦ λόγου, δηλαδή γνώση, ἐπιστήμη καί ἐμπειρία, θεολογεῖ ἐπαναλαμβάνοντας τόν προφητικό λόγο καί ἀγγελικό ὕμνο: «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ». Εἶναι νέοι, εἶναι παιδιά, ἀλλά μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατανοοῦν τίς μεγαλύτερες ἀλήθειες. Διακρίνουν στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἐνῶ τόν βλέπουν νά κάθεται στό γαϊδουράκι, ἀντιλαμβάνονται ὅτι δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν πατρικό κόλπο, Τόν βλέπουν νά εἰσέρχεται ὡς βασιλιάς στήν ἁγία πόλη, ἀλλά χωρίς νά ἐγκαταλείπει τόν θρόνο τῶν Χερουβείμ. Ὁ ἔνσαρκος Θεός ζεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί οἱ νέοι ἄνθρωποι Τόν ἀναγνωρίζουν.
Τά παιδιά καί οἱ νέοι ἀντιπροσωπεύουν μιά νέα ἐποχή, ἕνα νέο λαό πού δημιουργεῖται καί ὁ ὁποῖος εὔκολα καί χωρίς δυσκολία θά πιστέψει στόν Θεό. Στόν ἀντίποδα, οἱ πατέρες τους πού θά σταυρώσουν τόν Κύριο ἐκφράζουν τό παλαιό καθεστώς, μιά κυριαρχία καί μιά ἐποχή πού ὑποχωρεῖ γιά νά δώσει τή θέση της σέ κάτι καινούργιο, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά πιστέψει οὔτε στό κορυφαῖο θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ τετραήμερου Λάζαρου. Μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό φάνηκε πρός στιγμήν ὅτι τό παλαιό νίκησε τό καινούργιο, ἀλλά ἀπό τίς ἐξελίξεις γνωρίζουμε ὅτι ἡ καινούργια δημιουργία ἔμελλε νά κυριαρχήσει: «εἰ τίς ἐν Χριστῷ καινή κτίσις· τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τα πάντα». Παράδοξα γεγονότα πού δέν εἶναι ἀναμενόμενα, ἀλλά πού γνωρίζαμε ἀπό τίς προφητεῖες ὅτι θά συμβοῦν: «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον».
Εἶναι σίγουρο ὅτι ὁ ὕμνος τῶν νηπίων καί οἱ ἐπευφημίες τῶν νέων δέν εἶναι ἀποτέλεσμα λογικῆς διεργασίας τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, ἀλλά εἶναι ἕνας λόγος πού ἐκφέρεται ἀπό τό στόμα μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παραδόξως, ὁ λόγος τους εἶναι καθαρός καί σαφής παρά τή νεαρή τους ἡλικία, ὅταν τήν ἴδια στιγμή οἱ θρησκευτικοί τους ἡγέτες διακατέχονταν ἀπό βαθιά ἀπορία καί ἔκπληξη. Ἡ περίπτωση τῶν παιδιῶν καί τῶν νέων δείχνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος κι ὄχι μόνο ὅσοι ἔχουν γνώσεις, ἐπιστημοσύνη καί ἀξιώματα μποροῦν νά γνωρίζουν τήν ἀλήθεια καί νά ὑποδεχτοῦν ἐπευφημώντας τόν Κύριο. Ἔτσι ὅμως ἀμφισβητεῖται μιά τάξη πραγμάτων πού θεμελιώνεται στή γνώση τοῦ νόμου καί τά ἱεραρχικά ἀξιώματα ὅπως συνέβαινε στήν περίπτωση τῶν ἀρχιερέων, τῶν γραμματέων καί τῶν φαρισαίων. Ὁ Χριστός καί ὅσοι τόν ὑποδέχονται ἀλλάζουν τά δεδομένα.
Ἀλλά τί εἴδους βασιλιά μποροῦν καί θέλουν νά ἀναγνωρίσουν τά παιδιά καί οἱ νέοι;
Ὁ Βασιλιάς πού εἰσέρχεται στά Ἱεροσόλυμα καί ὁ ὁποῖος θέλει νά εἰσέρχεται στίς καρδιές μας, δέν μοιάζει μέ τούς βασιλιάδες καί ἄρχοντες πού κυβερνοῦν τόν κόσμο καί τούς ὁποίους ἔχουμε συνηθίσει νά προβάλλονται μέ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σάν νά κρύβεται μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση, ἐμφανίζεται ὡς βασιλιάς πού εἶναι, ἀλλά κατά τρόπο πού κανείς θά πρέπει νά προσπαθήσει γιά νά τόν ἀναγνωρίσει. Ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, ἀλλά μόνο γιά ὅσους θέλουν νά δοῦν τή βασιλική Του ἰδιότητα. Δέν ἐμφανίζεται μέ μιά μεγαλοπρεπῆ πομπή μέ τή βασιλική ἅμαξα στήν κορυφή, οἱ ἄγγελοι πού συνεχῶς Τον συντροφεύουν δέν προβάλλονται στούς θεατές τῆς ὑποδοχῆς, ἐνῶ δέν συνοδεύεται ἀπό ἐπίσημους πού θά τοῦ ἀπέδιδαν τιμές, ἀλλά οὔτε κι ἀπό στρατιωτικούς πού θά ἐγγυόνταν τήν ἀσφάλειά Του. Εἰσέρχεται στήν ἁγία πόλη ὡς φιλάνθρωπος κι ὄχι ὡς κριτής καί ἡ παρουσία Του σημαίνει συγκατάβαση κι ὄχι τιμωρία. Δέν ἐπιλέγει νά παρουσιαστεῖ μέ τή δόξα τοῦ Πατέρα Του – ἡ ἔνδοξος Παρουσία του θά συμβεῖ κάποια ἄλλη στιγμή – ἀλλά μέ τήν ταπείνωση τῆς μητέρας Του. Ὁ βασιλιάς πού ἀναγνωρίζουν τά παιδιά καί οἱ νέοι ἔχει ταπεινά χαρακτηριστικά ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐπέλεξε νά γεννηθεῖ ἀπό ἄσημους καί φτωχούς γονεῖς σέ ἕνα ταπεινό σπήλαιο, νά διαλέξει γιά μαθητές του ἀγράμματους καί φτωχούς ἀνθρώπους πράττοντας κατά τρόπο πού νά δίνει τό μήνυμα τῆς ἁπλότητας καί τοῦ μέτρου ἀπέναντι στήν ὑπερβολή καί τήν πλεονεξία. Ἕνας βασιλιάς πού ἐμφανίζεται ταπεινός, φτωχός καί πράος θά εἶναι ἕνας δίκαιος βασιλιάς καί ἡ βασιλεία του δέν ἀναμένεται νά ἐπιβάλλει τέλη, φόρους, δύσκολες καί ἐπιβλαβεῖς ἐργασίες. Δέν τόν χαρακτηρίζει ἡ πλεονεξία καί ἄρα δέν ὑπάρχει κανένας λόγος τό βασίλειό Του νά κυβερνᾶται ἀπό νόμους πού παράγουν κέρδος γιά ὁρισμένους. Ἡ βασιλεία Του δέν ἔχει ἀνάγκη τή δόξα καί τούς δοξολογικούς μηχανισμούς πού συνεχῶς ὑποστηρίζουν κάθε μορφή πολιτικῆς ἐξουσίας στόν κόσμο μας πού ἄλλωστε ἔχει χαρακτηριστεῖ καί ὡς κόσμος τοῦ θεάματος. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός εἰσέρχεται χωρίς ἔπαρση καί χωρίς τά σύμβολα τῆς ἐξουσίας. Αὐτή ἡ βασιλεία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἐθνῶν πού θά συγκροτήσουν τόν Νέο Ἰσραήλ μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τά παιδιά καί οἱ νέοι μποροῦν, θέλουν καί ἀναγνωρίζουν ἕναν βασιλιά πού διακονεῖ. Ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς πού ἔρχεται γιά νά ὑπηρετήσει τούς ἀνθρώπους κι ὄχι γιά νά ὑπηρετηθεῖ ἀπό αὐτούς καί μάλιστα νά πεθάνει γιά χάρη τους μέσα ἀπό τή διακονία Του: «καί γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν». Τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονήσει, δέν τόν κάνει λιγότερο βασιλιά. Ἕνας βασιλιάς πού διακονεῖ εἰσέρχεται στήν πόλη Του καί κατευθύνεται πρός τόν Ναό γιά νά δείξει ὅτι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀντιστοιχεῖ σέ μιά πολιτική τῆς ὁποίας ἡ δύναμη εἶναι ἡ αὐτοπροσφορά, ἡ αὐτοθυσία. Μάλιστα εἰσερχόμενος στόν Ναό ἀποκαλύπτει ὅτι ἐκτός ἀπό βασιλιάς εἶναι καί ἱερέας πού ἐγκαινιάζει μιά λατρεία πού δέν ἀποκλείει τά παιδιά: «Ἄφετε τά παιδία καί μή κωλύετε αὐτά ἐλθεῖν πρός με· τῶν γάρ τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τά παιδιά καί οἱ νέοι θέλουν νά μετέχουν σέ μία τέτοια λατρεία γιατί ὁ Χριστός ἔχει φροντίσει νά τήν καθαρίσει ἀπό τούς «πωλοῦντας» καί τούς «ἀγοράζοντας», μήν ἐπιτρέποντας στήν ἀγορά καί τίς πρακτικές τοῦ κόσμου νά εἰσβάλλουν στόν χῶρο της.
Τέλος, τά παιδιά καί οἱ νέοι ἀναγνωρίζουν ἕναν βασιλιά πού εἶναι πραγματικός βασιλιάς γιατί ἡ βασιλεία Του δέν τελειώνει ποτέ: «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Ὅσοι ὑποδέχονται τόν Χριστό ὡς ἀληθινό βασιλέα, στήν πραγματικότητα ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἔπαθε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε. Γι’ αὐτό καί εἶναι πραγματικός βασιλιάς γιατί ἡ βασιλεία δέν παρέρχεται μέ τόν χρόνο, γιά νά ἀναληφθεῖ στή συνέχεια ἀπό τόν διάδοχό του ἤ νά χαθεῖ ἐντελῶς. Ὁ Χριστός δέν ἔχει διάδοχο, ἡ βασιλεία Του δέν καταλύεται καί οἱ πολίτες τῆς βασιλείας Του δέν ἔχουν καμία ἀμφιβολία ὅτι σέ Αὐτόν πρέπει νά πιστεύουν χωρίς δισταγμό καί διψυχία. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ προφητεία γιά τόν ὕμνο τῶν νηπίων καί ἡ ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς νέους δέν ἀποτελοῦν ὕμνο πρός τή νεολαία ὅπως συνηθίζεται στίς μέρες μας ἀπό ὅλους ἐκείνους πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία τῶν ἐθνῶν. Πολίτες τῆς βασιλείας Του μποροῦμε νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἄν, ὅπως τά παιδιά καί οἱ νέοι τῶν Ἱεροσολύμων, ὑποδεχθοῦμε τόν Χριστό ὡς βασιλιά μας μέ τή βεβαιότητα ὅτι ἀνήκουμε σέ μιά νέα γενιά, ἕναν νέο λαό πού τόν διακρίνει ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ διαθεσιμότητά του νά ἀκολουθήσει τόν Βασιλιά Του καί στά πάθη Του.
Ὅπως συνέβη τότε μέ τά πάθη τοῦ Κυρίου ὅταν οἱ περισσότεροι ἔχασαν τήν ἐμπιστοσύνη τους σέ Αὐτόν, ἔτσι καί σήμερα ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση, ἀκόμα καί μεταξύ χριστιανῶν, ὅτι ὁ κόσμος δέν ἀναγνωρίζει πλέον τόν Χριστό ὡς βασιλέα, ὅτι ὁ χριστιανικός λόγος μετά ἀπό τόσα χρόνια ἔχει παλιώσει καί ὅτι ἄλλες καινούργιες ἰδέες ἔχουν πιά κυριαρχήσει, βάζοντας τήν Ἐκκλησία στό περιθώριο καί πιέζοντας γιά τήν προσαρμογή της στά νέα δεδομένα. Διαφεύγει, ὅμως, τῆς προσοχῆς πολλῶν, ὅτι τό μόνο πραγματικά καινούργιο πού συνέβη ποτέ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ λόγος Του ποτέ δέν παλιώνει ὅσα καινούργια καί καινοφανῆ σκεφτεῖ ἤ πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος καί κυρίως ὁ ἴδιος ποτέ δέν ἔπαυσε νά εἶναι Βασιλιάς. Αὐτό μποροῦμε νά τό διαπιστώσουμε μέ τά ἴδιά μας τά μάτια, ἀρκεῖ ὅπως Ἐκεῖνος νηπίασε γενόμενος ἄνθρωπος ἔτσι κι ἐμεῖς νά «νηπιάσουμε» ὥστε μαζί μέ τά νήπια, τή νεολαία τοῦ Χριστοῦ, νά ἀναπέμψουμε τόν ὕμνο «Ὡσαννά τῷ υἱῷ Δαυίδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις».