ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Ιωάννη Μπέκου – Ἡ συνομιλία προσευχῆς καί νηστείας

Η Δ’ Κυριακή των Νηστειῶν δείχνει σέ ὅλους μας πῶς εἶναι νά ὑψώνεται κανείς πάνω ἀπό τή γῆ ἀνεβαίνοντας τά σκαλοπάτια πού ὁδηγοῦν στόν Θεό.  Αὐτή ἡ ἄνοδος ἔχει ὡς χαρακτηριστικά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἀντιμετώπιση τοῦ διαβόλου.  Ἡ πορεία ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό μέ τήν ψυχή μας στόν κόσμο αὐτό ἔχει πρακτικό κι ὄχι θεωρητικό χαρακτήρα καί ἐπιπλέον προϋποθέτει τήν παραδοχή ὅτι ἔχουμε ἕναν ἀντίπαλο πού θά κάνει τό πᾶν γιά νά μήν πετύχουμε τόν στόχο μας καί τόν ὁποῖο θά πρέπει νά πολεμήσουνε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις.  Ὅλα αὐτά ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη σημασία στήν ἐποχή μας ὅπου οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν ὅτι μποροῦμε νά ἀνέβουμε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό καί κυρίως δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει διάβολος.  Καί οἱ δύο αὐτές ὑποθέσεις τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων συμβαίνει νά ἐπηρεάζουν πολλούς ἀπό ἐμᾶς κατά τρόπο ὥστε νά μήν θεωροῦμε τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν προτεραιότητα καί κυρίως νά θεωροῦμε ὡς ἀντίπαλους καί ἐχθρούς μας τούς συνανθρώπους μας, προφανῶς τά λάθος πρόσωπα.

Αὐτές οἱ παρατηρήσεις δέν θά εἶχαν καμία ἰδιαίτερη σημασία, ἄν δέν ὁδηγοῦσαν σέ ἐντελῶς λάθος κατεύθυνση τή χριστιανική ζωή.  Ἀντίθετα, ἄν ἀναγνωρίσουμε τόν πραγματικό μας ἐχθρό, τότε ἡ ζωή μας θά εἶναι μία ζωή προσευχῆς καί νηστείας καί θά μπορέσουμε νικώντας τον νά ἀνέβουμε σιγά σιγά τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ στόν Θεό.  Σέ αὐτή τήν πορεία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος γιατί μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά φτιάξουμε τή δική μας κλίμακα καί ἀκολουθώντας τον νά φθάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.  Ἀλλά γιατί στο εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μέ τή θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ ὁ Κύριος τονίζει ὅτι οἱ πονηρές δυνάμεις μποροῦν νά νικηθοῦν μόνο μέ προσευχή καί νηστεία;

Εἶναι ἐνδιαφέρον νά παρατηρήσουμε ὅτι τό συγκεκριμένο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ συμβαίνει ἀμέσως μετά τή θεοπτία τῶν μαθητῶν στό ὅρος Θαβώρ.  Παρόντες στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, βλέπουν τό ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητας μαζί μέ τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία, δύο ἀνθρώπους πού περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον εἶχαν ἀσκηθεῖ στήν προσευχή καί στή νηστεία.  Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ θά δοῦν τήν ἀποκάλυψη τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ καί μόλις κατέβουν ἀπό τό ὅρος στήν σκληρή πραγματικότητα τοῦ κόσμου θά διαπιστώσουν τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, ἀλλά καί τό ἔλλειμμα προσευχῆς καί νηστείας πού τούς χαρακτήριζε.  Μέ προσευχή καί νηστεία βλέπει κανείς τόν Θεό, ἀλλά ἀποκτάει καί ἰσχύ γιά νά ὑπερισχύσει πάνω στόν πονηρό.

Οἱ ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία σάν νά συνομιλοῦν μεταξύ τους γίνονται ὁ λόγος τῶν πιστῶν πρός τόν Θεό.   Ἡ προσευχή γίνεται πιό ἰσχυρή μέ τή νηστεία καί ἡ νηστεία δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει τούς καρπούς της χωρίς τήν προσευχή.  Γιατί ἡ προσευχή, μιά πνευματική ἐργασία, καί ἡ νηστεία, μιά σωματική ἄσκηση, συνδέονται μεταξύ τους γιά νά μᾶς δείξουν τόν σωματικό χαρακτήρα τῶν ἀρετῶν ὥστε νά μᾶς βοηθήσουν νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ τρόπος πού ἐνεργοῦμε καί ὁ τρόπος πού σκεπτόμαστε καί ἐκφράζουμε τό θέλημά μας συνδέεται μέ τή σωματική πλευρά τῆς ὕπαρξής μας.  Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, τήν πιό πνευματική περίοδο τοῦ ἔτους, τήν Μ. Τεσσαρακοστή, τήν ὀνομάζει καί περίοδο νηστείας.  Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, καί συχνά κι ἐμεῖς, ἔχουμε τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς βούλησής μας καί ἡ αὐτονομία μας λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπό τό σῶμα μας.  Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀλήθεια.  Αὐτό πού κάνουμε μέ τό σῶμα μας ἤ πιστεύουμε γι’ αὐτό, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τόν τρόπο πού σκεπτόμαστε καί κρίνουμε.  Ὁ νοῦς μας, οἱ λογισμοί μας, οἱ σκέψεις μας καθορίζουν τόν τρόπο νά βλέπουμε καί νά κατανοοῦμε τό σῶμα μας καί ἀντίστροφα, αὐτό πού νομίζουμε ὅτι ἰσχύει γιά ὅ,τι συνδέεται μέ τό σῶμα μας – οἱ ἀνάγκες του, οἱ ἐπιθυμίες του, ὁ χαρακτήρας του, ἀκόμα καί τό φύλο του – διαμορφώνει τόν τρόπο σκέψης μας.  Ἡ σχέση σώματος και ψυχῆς μή τή συνομιλία προσευχῆς καί νηστείας δείχνουν τόν τρόπο νά ἀνέβουμε τήν κλίμακα καί νά φθάσουμε στόν Θεό.

Ἀλλά εἴμαστε χριστιανοί καί ταυτόχρονα πολίτες τῆς ἐπίγειας πόλης καί συμβαίνει συχνά νά ξεχνᾶμε τόν λόγο γιά τό ὁποῖο μᾶς ἔχουν δοθεῖ ἀπό τόν Θεό τά δῶρα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας.   Ἔτσι, συνηθίζουμε κυρίως στά προβλήματα τῆς ζωῆς, τά δικά μας καί τῶν ἀγαπημένων μας, νά  συνιστοῦμε τήν προσευχή σάν τήν ἐνδεχόμενη λύση τους.  Γι’ αὐτό κι ὅταν ὑποχωρήσουν οἱ συναισθηματικές ἐντάσεις καί τό κλίμα γίνει ἐλαφρύτερο, ἡ προσευχή ἀτονεῖ σάν νά ἔχει ἐκπληρώσει τό ρόλο της, σάν νά ἔχει πεῖ ὅ,τι ἔχει νά πεῖ.  Τότε γίνεται φανερό ὅτι ἡ προσευχή στή ζωή μᾶς εἶναι σίγουρα σημαντική, ἀλλά ὄχι καί τό κύριο μέλημά σας στήν ἄνοδό μας πρός τόν Θεό.  Ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς προσεύχεται γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι τρόπος ὕπαρξης καί ζωῆς καί συγκεκριμένα ὁ τρόπος νά δοξολογήσουμε, ἀναγνωρίζοντας ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας κι ὄχι κάποιος ἤ κάτι ἄλλο, νά εὐχαριστήσουμε, γιατί μέ τήν Ἐνανθρώπηση μᾶς ἔχει δώσει τό σημαντικότερο, νά ἐξομολογηθοῦμε ἀναγνωρίζονται τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά βέβαια καί νά ἀπευθύνουμε αἰτήματα ἀπό ἐκεῖνα πού συχνά θέτουν οἱ ἄνθρωποι.  Ἡ νηστεία μέ τή σειρά τῆς μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι οἱ ἀνάγκες καί οἱ ἐπιθυμίες μας μποροῦν νά περιοριστοῦν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει μόνο μέ τήν τροφή, ὅτι τά αἰτήματά μας ἔχουν ἤδη ἐκπληρωθεῖ, ἀποκαλύπτοντας τήν πραγματική μας ἀνάγκη πού εἶναι νά στραφοῦμε πρός τόν Θεό καί νά μιλήσουμε μαζί Του.

Οἱ ἔμπειροι στά πνευματικά μας πληροφοροῦν ὅτι ὅταν κανείς νηστεύει καί συνδέει τήν νηστεία του μέ τήν προσευχή δέν θά πιστέψει ποτέ ὅτι ἡ προσευχή τοῦ ἔχει τή δύναμη νά φθάσει στόν Θεό.  Ἐμεῖς προσευχόμαστε, ἀλλά προφανῶς λόγω τῆς κατάστασής μας ἡ προσευχή μας δέν ἔχει καμιά ἰδιαίτερη δύναμη.  Εὐτυχῶς γιά ἐμᾶς, δέν εἴμαστε μόνοι μας.  Νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά εἰσακουστοῦμε, ὅπως λέμε, ἀπό τόν Θεό καί Ἐκεῖνος φυσικά μας ἀκούει, ἀλλά ἡ δύναμη πού ἀποκτάει ἡ προσευχή μας δέν ἀποτελεῖ δικό μας ἔργο, ἀλλά ἔργο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἀγγέλων οἱ ὁποῖοι παραλαμβάνουν καί μεταφέρουν τήν προσευχή μας στόν Θεό ὃπως σημειώνει ὁ Ἃγιος Ἰωάννης.  Ἡ νηστεία δείχνει ὅτι ὅλα αὐτά πού εἶναι στό χέρι μας, ἰδιοκτησία μας καί μποροῦμε νά τά ἀπολαύσουμε μέ τή χαρακτηριστική νεωτερική μας αὐτοπεποίθηση, δέν μᾶς χρειάζονται καί κυρίως δέν ἔχουν καμία λειτουργικότητα στήν προσευχή.  Ἡ προσευχή δέν εἶναι ἕνα ἔργο ὅπως ὅλα τα ἄλλα πού ἐπιτελοῦμε καί ἡ κατανόησή της διαμορφώνει σιγά σιγά τόν τύπο ἀνθρώπου πού προσεύχεται κατά τόν τρόπο πού θέλει ὁ Θεός.

Ὅπως ὅλα τα ἀγαθά πού λαμβάνουμε τά ἔχουμε λάβει δωρεάν καί ἀπό τόν Θεό, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή καί μέ τίς προσευχές μας.  Αὐτή ἡ βεβαιότητα δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε ἰσχυροί, ὅτι μέ τή δύναμή μας πείθουμε τόν Θεό νά μᾶς στείλει τήν βοήθειά του.  Μάλιστα ὁ Θεός ἐπιτρέπει πολλά ἀπό τά ἀγαθά πού ἀποκτοῦμε νά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς κάποιων ἄλλων ἀνθρώπων ὥστε νά ἔχουμε ἕναν ἀκόμα λόγο νά περιορίσουμε τίς ἀξιώσεις τοῦ ἐαυτοῦ μας.  Ἔτσι, ἡ προσευχή μας καί ἡ ἀνταπόκριση σέ αὐτή δέν εἶμαι μόνο ἐξαρτώμενη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν συνανθρώπων μας.  Μέ τήν προσευχή θυμόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν συμβολή τῶν ἀνθρώπων γύρω μας νά ἔχει τή σημασία της.    Προσευχόμαστε στόν Θεό καί συνδεόμαστε μέ τούς ἄλλους.   Προσευχόμαστε στόν Θεό καί εἴμαστε σίγουροι ὅτι δέν ἔχουμε ἀνάγκη κανένα ἀπό τά μέσα καί τούς τρόπους πού οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν γιά νά πετύχουν τούς στόχους τους.  Κάπως ἔτσι καλλιεργεῖται καί ἡ πίστη ἤ ἀντιμετωπίζεται ἡ ἀπιστία, πού γιά τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο ἀποτελεῖ τήν αἰτία πού οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου δέν μποροῦσαν νά ἐκβάλλουν τά δαιμόνια.

Τό ἄλλο ὄνομα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας εἶναι ἡ πίστη.  Ἡ πίστη μας συνδέεται μέ αὐτό πού κάνουμε, μέ τή συμπεριφορά μας καί οἱ  πράξεις μας ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πίστη πού ἔχουμε στόν Θεό.  Ὅπως ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία ἔτσι καί ἡ πίστη βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά τηρήσει ἀποστάσεις ἀπό τίς σκέψεις του καί τήν γύρω του πραγματικότητα ὥστε νά ὑψωθεῖ πρός τόν Θεό.  Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ πίστη εἶναι καταφύγιο τῶν ἀδυνάτων στήν προσπάθειά τους νά βροῦν προστασία καί ὑποστήριξη.  Ἀπό τήν ἄλλη, γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς ἡ πίστη εἶναι κάτι σημαντικό, ἀλλά νιώθουμε ὅτι ἡ πίστη ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά πετύχει πολλά πράγματα, εἶναι ἄλλωστε ἀδύναμη ἡ πίστη μας, ὅπως ὁμολογεῖ γιά ὅλους μας ὁ πατέρας  τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ.  Ἡ πίστη μας φαντάζει μικρή καί ἀδύναμη, σχεδόν δέν φαίνεται μπροστά στήν δύναμη καί τόν πλοῦτο πού κάνουν ἔντονη τήν παρουσία τούς γύρω μας καί πείθουν τούς περισσοτέρους γιά τήν ἀποτελεσματικότητά τους.   Πλησιάζοντας στά πάθη τοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε ὅτι ἡ ἀδυναμία καί ἡ περιφρόνηση κρύβουν πραγματική δύναμη καί δόξα γιατί ἔτσι θέλει ὁ Θεός.  Ἡ πίστη μοιάζει μέ τήν προσευχή πού ἡ δύναμή της δέν φαίνεται καί γι’ αὐτό πολλοί τήν ὑποτιμοῦν, ἀλλά ὁ Θεός ἔχει διαφορετική γνώμη καί ἐπιτρέπει ἡ πίστη, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία νά νικοῦν τόν μοναδικό, ἀλλά δύσκολο ἀντίπαλό μας.

Κάθε νίκη μας ἀπέναντι στόν πονηρό εἶναι καί ἕνα σκαλοπάτι στήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ στόν Θεό.  Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας μέ τό βιβλίο του ἐξηγεῖ πῶς γίνεται καί ὁ χριστιανός μπορεῖ νά ἀνέβει τά τριάντα σκαλοπάτια τῶν ἀρετῶν πού ὁδηγοῦν μέ ἀκρίβεια καί σιγουριά στόν Θεό καί τήν ἕνωση μαζί Του.   Ἀπό τήν λύτρωση τῶν δαιμονισμένων μέ τήν πίστη, τήν προσευχή καί τή νηστεία, φθάνει κανείς νά βλέπει τόν Θεό.  Αὐτή τή σιγουριά ἐκπέμπει ἡ Κλίμακα πού δέν πρόκειται γιά μία σκάλα χωρίς ὅρια πού καθώς ὑψώνεται χάνεται στά σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ.  Ἡ Κλίμακα τῶν ἀρετῶν περιγράφει μιά ἄνοδο πού συμβαίνει μέσα στήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων μέ πρακτικό τρόπο καί τήν ἀπαραίτητη γνώση γιά τήν κατανόηση καί ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.  Ἡ ἄνοδος πρός τόν Θεό πού προβάλλει ἡ Κλίμακα δέν εἶναι μιά θεωρία,  μία μέθοδος ἤ μιά ὑπόσχεση γιά ἕνα μεγαλεπήβολο σχέδιο, ἀλλά εἶναι ἕνα ἐγχείρημα ἐφικτό ἀπό ὅλους ἀρκεῖ κανείς νά πιστεύει, νά προσεύχεται καί νά νηστεύει.

Καί ὅταν λέμε ὅτι ἀρκεῖ, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ προσευχή ἔχει μιά αὐτονομία, εἶναι μιά πρακτική ἐλευθερίας γιά τήν ὁποία ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος παρατηρεῖ ὅτι ὅποιος προσεύχεται μέ θάρρος καί σθένος διδάσκεται τήν προσευχή ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.  Ὅπως δέν διδασκόμαστε νά βλέπουμε γιατί ἡ ὅραση εἶναι γνώρισμα τῆς φύσης, ἔτσι μαθαίνουμε γιά τήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς ὄχι ἀπό κάποιον ἄλλο, ἀλλά ἀπό τήν ἴδια τήν προσευχή πού μέσα της ἔχει γιά δάσκαλο τόν Θεό.  Κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν ὀμορφιά της, ἐκτός ἀπό τήν ἴδια τήν προσευχή.  Προσευχόμενοι κατανοοῦμε τήν ἀγαλλίαση τῆς προσευχῆς, μόνοι μας ἀλλά μέ τόν Θεό.    Ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, ἡ προσευχή καί ὁ τρόπος νά γνωρίσει κανείς τήν ὀμορφιά της, ταιριάζει στήν νοοτροπία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου πού προτιμᾶ μόνος του, μέ τά δικά του μέσα καί μέ τίς δικές του προσπάθειες νά γνωρίσει καί νά μάθει τήν ἀλήθεια.  Ἄν πράγματι εἴμαστε τόσο σύγχρονοι ὅσο θέλουμε νά πιστεύουμε, ἄν νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά προχωρήσουνε μπροστά μέ τόν ἑαυτό μας γιά νά συναντήσουμε τόν Κύριο, ἀπό τήν προσευχή θά πρέπει νά ξεκινήσουμε ἔχοντας ὡς στήριγμα τή νηστεία.

Ἀκούγοντας μέ προσοχή τή συνομιλία προσευχῆς καί νηστείας μαθαίνουμε τόν τρόπο νά μιλήσουμε καί νά πλησιάσουμε στόν Θεό γιατί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἕνας σύγχρονος θεολόγος, ἡ βαθύτερη ἔννοια τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας  εἶναι ἡ ριζική παραίτηση ἀπό τόν ἑαυτό μας,  ἡ στροφή μέ ἐμπιστοσύνη καί ταπείνωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐναπόθεση τῆς ὕπαρξής μας, τῆς δικῆς μας, ἀλλά καί ἐκείνης τῶν ἀνθρώπων πού ἀγαπᾶμε, στά χέρια τοῦ Θεοῦ.  Γιατί ἒτσι θέλει ὁ Θεός να προσευχόμαστε.  «Ἐκεῖνος πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά φτάσει σέ μιά τέτοια κατάσταση, μπορεῖ νά διώξει τόν διάβολο» καί νά ἀρχίζει νά ἀνεβαίνει μέ σταθερό βῆμα τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ στόν Θεό.