Οἱ παραβολές τοῦ Κυρίου εἶναι πάντα ἐντυπωσιακές, ἀλλά ὁ σκοπός τους δέν εἶναι ἡ δημιουργία ἐντυπώσεων πού γρήγορα ξεχνιοῦνται. Ὁ Χριστός μιλάει μέ παραβολές καλώντας τούς ἀνθρώπους νά ἀναγνωρίσουν σέ αὐτές τό θέλημά Του, τήν κατάστασή τους, ἀλλά κι αὐτό πού πρέπει νά γίνουν. Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου εἶναι μιά τέτοια παραβολή πού ἡ Ἐκκλησία τήν τοποθετεῖ στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου καί ἡ ὁποία σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξη μιᾶς πνευματικῆς περιόδου πού θά ὁδηγήσει στήν Μ. Σαρακοστή καί τελικά στά Πάθη καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ὁ τρόπος πού γίνεται μιά ἀρχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τή σημασία του γιά ὅσα θά ἀκολουθήσουν. Θέτει τίς προϋποθέσεις χωρίς τίς ὁποῖες ἡ συνάντηση τῶν πιστῶν μέ τό Θεό στά πάθη Του καί στό σταυρό Του δέν θά εἶναι δυνατή. Ἄλλωστε ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γιά τίς πρακτικές πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο κοντά στό Θεό εἶναι πολύ μεγάλη καί κυρίως μεγάλη εἶναι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού τήν καθοδηγεῖ. Μέ τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία θέλει νά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε τήν κακή κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμαστε σέ σχέση μέ τόν Θεό. Αὐτό, ὅμως, πού ἐπίσης ἐπιδιώκει εἶναι νά μᾶς μεταφέρει τήν ἐλπίδα ὅτι ἡ παρουσία μας στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ, ἄν βέβαιά το θέλουμε κι ἐμεῖς, νά μεταβάλλει τή ζωή μας σέ μιά ζωή ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός ἀποκτώντας καλή σχέση μαζί του. Κι αὐτά ἐπιτυγχάνονται μέ μιά διήγηση γύρω ἀπό τήν προσευχή.
Δύο ἄνθρωποι, ἕνας Φαρισαῖος κι ἕνας Τελώνης ἀνεβαίνουν στό Ναό γιά νά προσευχηθοῦν στόν Θεό. Ὁ Φαρισαῖος στέκεται καί προσεύχεται ἀπευθυνόμενος οὐσιαστικά στόν ἑαυτό του. Ἀπαριθμεῖ τά κατορθώματά του καί ἐμφανίζεται νά εἶναι ἄνθρωπος τῆς νηστείας καί τῆς φιλανθρωπίας. Ἡ προσευχή του συμπληρώνεται ἀπό τήν προσωπική καί ὑπερήφανη κρίση του ὅτι ἡ ζωή του δέν μοιάζει μέ τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων πού ἁρπάζουν τίς περιουσίες τῶν συνανθρώπων τους, ἀδικοῦν τούς ἄλλους καί εἶναι μοιχοί. Μάλιστα ἀναφέρει ὡς παράδειγμα τέτοιων ἀνθρώπων τόν Τελώνη πού τήν ἴδια ὥρα προσευχόταν μαζί του στό Ναό. Ἡ προσευχή τοῦ Τελώνη ἔχει ἄλλα χαρακτηριστικά, δηλαδή μόνο ἕνα, τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ γιά τίς ἁμαρτίες του μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, καί μέ τήν ψυχή του, ἀλλά καί μέ τό σῶμα του, κτυπώντας τό στῆθος του ἀπό τήν βαθιά κατανόηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Ὁ Χριστός κλείνει τήν παραβολή μέ τήν διαπίστωση ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Τελώνου κι ὄχι τοῦ Φαρισαίου εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό καί ὅτι ὁ Θεός ταπεινώνει ἐκεῖνον πού ὑπερηφανεύεται καί ὑψώνει τόν ταπεινό.
Τό πρῶτο πράγμα πού εὔκολα καταλαβαίνει κανείς γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅτι ἡ ζωή μέσα σέ αὐτήν ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τήν προσευχή. Ὅπως χαρακτηριστικά ἔχει ἐπισημάνει ἕνας σύγχρονος θεολόγος, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία Ἐκκλησία προσευχομένη. Γιά τήν προσευχή μιλάει ἡ παραβολή Τελώνου καί Φαρισαίου, ἡ Ἐκκλησία τήν ἀφηγεῖται μέσα στήν λατρεία της, μέσα στή Θεία Λειτουργία καί οἱ πιστοί μαθαίνουν ἐμπειρικά τήν τέχνη τῆς προσευχῆς. Καί οἱ δύο πρωταγωνιστές τῆς παραβολῆς ἀνεβαίνουν στόν Ναό γιά νά προσευχηθοῦν στόν Θεό ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε κι ἐμεῖς προσερχόμενοι στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ἡ προσευχή πού τελικά θά κάνουμε μπορεῖ νά μᾶς ὑψώσει πρός τόν Θεό ἤ νά μᾶς γκρεμίσει κι ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόμαστε.
Ἡ τέχνη τῆς προσευχῆς διδάσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί εἶναι μιά τέχνη πού ἀπευθύνεται σέ ἁμαρτωλούς. Ὁ προσευχόμενος προσεύχεται στόν Θεό κάνοντας κάτι ἐντελῶς ξένο μέ τίς πρακτικές πού συνηθίζει ὁ κόσμος πού δέν ξέρει νά προσεύχεται. Μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος καταφέρνει νά τηρήσει ἀποστάσεις ἀπό ἕναν κόσμο κι ἀπό μιά νοοτροπία πού ἔχει ἐπίκεντρο τόν ἄνθρωπο κι ὄχι τόν Θεό, μιά νοοτροπία ὅπου τα ἀτομικά ἐπιτεύγματα τοῦ καθενός κατέχουν κεντρική θέση στή ζωή του. Στή ζωή τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων ὑπάρχει θέση μόνο γιά τά ἐπιτεύγματά τους, ἀφοῦ κανείς, συμπεριλαμβανομένων συχνά καί τῶν χριστιανῶν, δέν πιστεύει πραγματικά ὅτι κάνει ἁμαρτίες. Μαθαίνουμε μέ τήν παραβολή ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά ἀποκλειστεῖ ἡ ἁμαρτία ἀπό τήν σκέψη, τήν μνήμη καί τή θέαση τοῦ ἐαυτοῦ δέν εἶναι καινούργια ἀφοῦ τήν βλέπουμε σέ ὅλη της τήν ἔκταση στήν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου.
Ὁ Φαρισαῖος καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μοιάζουν πολύ μεταξύ τους γιατί δέν βλέπουν τίς δικές τους ἁμαρτίες, δέν κατανοοῦν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί. Ὁ Φαρισαῖος μιλάει γιά τά ἠθικά του ἐπιτεύγματα τά ὁποῖα εἶναι πολλά: σέβεται τίς περιουσίες τῶν ἄλλων, εἶναι δίκαιος ἄνθρωπος, εἶναι πιστός στή σύζυγό του ἀφοῦ δέν μοιχεύει καί ἐπίσης τηρεῖ τίς νηστεῖες καί δίνει ἐλεημοσύνη σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ νόμου. Πολλά ἠθικά ἐπιτεύγματα μπορεῖ νά προβάλλει, καί τό κάνει, καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζητώντας νά τοῦ ἀναγνωριστεῖ ὅτι σέβεται τούς συνανθρώπους του καί τά δικαιώματά τους, ὅτι εἶναι δίκαιος μαζί τους, ὅτι φροντίζει τήν οἰκογένειά του καί ἐπίσης ὅτι συχνά συμμετέχει σέ δραστηριότητες ἀκτιβισμοῦ γιά τήν ἀντιμετώπιση κοινωνικῶν καί ἄλλων προβλημάτων ἤ καί σέ πράξεις φιλανθρωπίας. Ὁ Φαρισαῖος θά λέγαμε ὅτι εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας πού πράττει ἔργα ἀγαθά, ἀλλά ὄχι κατά τόν τρόπο πού θέλει ὁ Θεός, κάτι πού φαίνεται στήν προσευχή του. Ὁ τρόπος πού κανείς προσεύχεται εἶναι ἐνδεικτικός της πνευματικῆς του κατάστασης.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται καί μιλοῦν γιά τά ἠθικά τους ἐπιτεύγματα ἤ σκέπτονται μέ αὐτά, ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί καί δέν τό γνωρίζουν. Ὁ Φαρισαῖος ὑπερηφανεύεται γιά ὅσα ἔχει καταφέρει νά πετύχει καί τήν ἴδια στιγμή στρέφεται κατά τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού κατά τήν γνώμη του δέν τοῦ μοιάζουν σέ ἐπιτυχίες. Ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιά τά κατορθώματά του στήν πραγματικότητα χωρίζει τόν κόσμο στόν δικό του κόσμο καί στόν κόσμο τῶν ἄλλων. Ὁ Φαρισαῖος διακηρύσσει «ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί των ἀνθρώπων» καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, μέ τόν δικό τους τρόπο, χωρίζει τόν κόσμο μεταξύ ἐκείνων πού συμφωνοῦν κι ἐκείνων πού διαφωνοῦν μέ τίς ἰδέες του. Ἀλλά ὅταν κανείς χωρίζει τόν κόσμο, τότε στρέφεται ἀκόμα κι ἐναντίων ἐκείνων πού μόνοι τους, ἀπαξιωμένοι, εἶναι ἀποφασισμένοι νά ἀλλάξουν ζωή ἀναγνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, ὅπως ὁ Τελώνης τῆς παραβολῆς. Ὅποιος δέν ἀναγνωρίζει ὅτι κάνει ἁμαρτίες καί ὅτι στήν οὐσία εἶναι ἁμαρτωλός, χωρίζεται ἀπό τούς συνανθρώπους του καί στρέφεται ἐναντίον τους ἀκόμα καί μέ τήν προσευχή του. Ὅταν προσευχόμαστε καί ἀναγνωρίζουμε τά λάθη μας, τίς ἀδυναμίες μας καί τίς ἀποτυχίες μας στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμαστε πιό κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλο.
Ὁ Τελώνης προσεύχεται, βλέπει τίς ἁμαρτίες του καί ἐμφανίζεται νά εἶναι ταπεινός σέ βαθμό πού νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό ἐλάχιστο ἐνώπιον ὅλων. Ἀπέναντι στήν ἀδικαιολόγητη ἀλαζονεία τοῦ Φαρισαίου, ὁ τελώνης δείχνει ὅτι ἡ τέχνη τῆς προσευχῆς δέν εἶναι μιά ἀκαδημαϊκή σπουδή, ἀλλά κάτι πού ἀντιστοιχεῖ στόν τρόπο μέ ταπείνωση νά στέκεται κανείς ἐνώπιόν του Θεοῦ καί ἐνώπιόν των ἀνθρώπων πορευόμενος πρός τόν Οὐρανό. Ὁ Φαρισαῖος «σταθεῖς πρός ἐαυτόν» μέ ὑπερηφάνεια ὡς αὐτοδημιούργητος ἐπέλεξε νά κάνει μιά προσευχή πού δέν θά τόν ἀνύψωνε πρός τόν Θεό. Ὁ Φαρισαῖος εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου πού ταιριάζει στόν πολιτισμό μας, ἕναν πολιτισμό πού εἶναι θεμελιωμένος πάνω στήν πεποίθηση ὅτι κανείς μπορεῖ νά πετύχει ὁτιδήποτε ἀπό μόνος του, ἀρκεῖ νά τό πιστέψει καί νά ἀγωνιστεῖ γι’ αὐτό. Γι’ αὐτό καί γιά πολλούς ἡ ταπείνωση δέν ἀποτελεῖ ἀρετή, ἀλλά ἀδυναμία. Γιά τήν προσευχή, ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τό βασικό της χαρακτηριστικό γιατί ἀφήνει στόν Θεό περιθώρια νά κάνει γιά ἐμᾶς ὅ,τι ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά πετύχουμε.
Ὁ Τελώνης ἦταν σέ τόσο κακή κατάσταση λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του ὥστε εὔκολα θά μποροῦσε νά περιπέσει σέ ἀπελπισία καί ἀπιστία. Ἀντίθετα, ὁ Φαρισαῖος ἦταν θά λέγαμε σέ καλή κατάσταση τηρώντας τόν νόμο καί πράττοντας ἔργα ἀγαθά καί εὔκολα θά μποροῦσε μέ τήν προσευχή νά συνδεθεῖ μέ τόν Θεό. Ἀλλά στήν παραβολή οἱ ἐξελίξεις εἶναι οἱ μή ἀναμενόμενες καί ὁ λόγος εἶναι ἡ ἀρετή πού ἐπιδεικνύει ὁ Τελώνης καί τήν ὁποία δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ὁ Φαρισαῖος. Ὁ Τελώνης, ἔχοντας τήν ἐλπίδα του στόν Θεό, μέ πίστη ζητᾶ τό ἔλεός του γιατί ἀναγνωρίζει τίς ἁμαρτίες του κι αὐτή ἡ ἀναγνώριση τόν κάνει ταπεινό καί ἡ προσευχή τόν ἀνυψώνει πρός τόν Θεό. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ Φαρισαῖος μέ ὑπερηφάνεια καί παραφροσύνη γκρεμίζει ὅλο το οἰκοδόμημα τῶν ἀγαθῶν ἔργων πού εἶχε κτίσει, προφανῶς μέ κόπο, ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τόν ταπεινώνει γιά νά μᾶς μάθει ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἴμαστε ταπεινοί γιά νά μήν ταπεινωθοῦμε ἀπό τήν ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ δύναμη τῆς ἀρετῆς τῆς ταπείνωσης εἶναι μεγάλη γιατί μᾶς βοηθάει νά κατανοήσουμε ὅτι ὅλα ὅσα ἀγαθά ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καί γιατί ὅταν ἔτσι σκεπτόμαστε ἑλκύουμε τήν συμπάθεια, τήν βοήθεια καί τήν χάρη Του. Ἡ προσευχή μας ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ προσευχή πού ὁ Θεός θέλει νά ἀπευθύνουμε πρός Αὐτόν. Ὁ Θεός μᾶς μαθαίνει πῶς νά προσευχόμαστε μέσω τοῦ Τελώνου, γιατί θέλει νά εἶναι δίπλα μας, συνοδοιπόρος στό δρόμο γιά τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση.
Ὅταν προσευχόμαστε μέ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τή βεβαιότητα ὅτι ὅλα τα ἀγαθά στήν ζωή μας, πού εἶναι πολλά καί μάλιστα χωρίς νά τά δικαιούμαστε, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, τότε προσευχόμαστε προσφέροντας εὐχαριστίες πρός τόν Θεό κατά τρόπο ἀντίθετο ἀπό τήν εὐχαριστία πού προβάλλει ὁ Φαρισαῖος. Ὁ προσευχόμενος Φαρισαῖος ἀρχίζει τήν προσευχή μέ τή φράση «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοί», μέ τήν εὐχαριστία του νά μήν ἀπευθύνεται στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό του γιατί εἶναι πεπεισμένος ὅτι ὅσα κατάφερε τά κατάφερε μόνος του, μέ τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ Τελώνης προβάλλει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό ἦθος. Ὄχι μόνο δέν ἀναφέρεται σέ τυχόν κατορθώματά του, ἀλλά καί δέχεται ἀδιαμαρτύρητα τίς κατηγορίες πού τοῦ προσάπτει ὁ Φαρισαῖος. Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν οἱ κατηγορίες εἶναι δικαιολογημένες, ὁ Τελώνης δείχνει στούς χριστιανούς ὅτι μέ τήν προσευχή κανείς καθίσταται ἱκανός νά παραμένει προσηλωμένος στήν προσπάθεια ἀνύψωσης πρός τόν Θεό, ἀπερίσπαστος ἀπό τίς συγκυρίες και το ἀρνητικό κλίμα. Ἡ προσευχή πού ἀπευθύνεται στόν Θεό, ἡ προσευχή τοῦ Τελώνη, δέν ἔχει ἀνάγκη τήν συμπερίληψη τῶν δεινῶν πού κανείς ὑφίσταται ἤ τῶν κακῶν ἀπό τό ὁποία εἶναι πεπεισμένος ὅτι ὑποφέρει μέ σκοπό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Ὁ Τελώνης ἐπιλέγει τήν μονολόγιστη εὐχή πού ἀποτελεῖ τό ἀποτελεσματικότερο εἶδος προσευχῆς γιατί δέν περιλαμβάνει τίποτα περισσότερο ἀπό τόν Χριστό καί τόν προσευχόμενο ἁμαρτωλό.
Στήν ἀρχή τῆς πορείας πού θά μᾶς ὁδηγήσει στή Μ. Σαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία φέρνει ἐνώπιον μας δύο ἀνθρώπους καί δύο εἴδη προσευχῆς, τήν προσευχή τοῦ Φαρισαίου καί τήν προσευχή τοῦ Τελώνη. Ἡ πρώτη παραπέμπει στήν ἀλαζονεία τοῦ Ἀδάμ πού ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο στήν Πτώση καί τήν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου. Ἡ δεύτερη συνδέει τούς ἀνθρώπους μέ τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ («μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμι καί ταπεινός τή καρδία») πού ἔκανε δυνατή τήν ἐπιστροφή μας κοντά στό Θεό καί τήν εἴσοδό μας στή βασιλεία Του. Ἐνθυμούμενοι τόν Τελώνη καί ἀτενίζοντας τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μαθαίνουμε τόν τρόπο νά προσευχόμαστε, δηλαδή, τόν τρόπο για νά ἀποκτήσομε καλή σχέση μέ τόν Θεό, ἀναγκαία γιά νά εἰσέλθουμε κατάλληλα προετοιμασμένοι στήν σπουδαία πνευματικά περίοδο πού ἔχουμε μπροστά μας.