Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι πεπεισμένος ὅτι οἱ ἐμπειρίες πού ἀποκτάει εἶναι πολύ σημαντικές γιά τή ζωή του, γι’ αὐτό και ἐπιδιώκει νά ἔχει ὅλο καί περισσότερες, ὅλο καί πιό διαφορετικές ἐμπειρίες χωρίς τέλος καί χωρίς ὅρια. Μάλιστα ἡ περίοδος τοῦ καλοκαιριοῦ πού διανύουμε θεωρεῖται πρόσφορη γιά νέες περιπέτειες καί περισσότερες συγκινήσεις, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οἱ ἄνθρωποι. Μέσα σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τή γιορτή τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἐμπειρία πού θά πρέπει κατ’ ἐξοχήν νά ἀποκτήσουμε.
Ὁ Χριστός πορεύεται πρός τό πάθος του, οἱ μαθητές του δέν εἶναι ἀκόμα σίγουροι τί σημαίνουν ὅλα ὅσα συμβαίνουν καί πρόκειται νά συμβοῦν, ἐνῶ δέν φαίνεται νά μποροῦν νά ξεχωρίσουν ἀκόμα τά σημαντικά ἀπό τά ἀσήμαντα με τον Χριστό νά τούς προβληματίζει λέγοντας «τί ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο, χάσει ὅμως τήν ψυχή του;». Μέσα σέ ἕνα τέτοιο κλίμα, ὁ Κύριος τούς ἀποκαλύπτει τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μέ τήν αἰνιγματική φράσῃ «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευτοῦν τό θάνατο, πρίν δοῦν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται στή βασιλεία του». Θά περάσουν μόνο ἕξι μέρες καί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ θά γίνει πραγματικότητα – ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν χρειάζεται νά περάσει χρόνος γιά νά ἀποδειχθεῖ ἀληθινός.
Ὁ Χριστός παίρνει μαζί του στό ὅρος Θαβώρ τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί μεταμορφώνεται ἐνώπιόν τους, ἐπιτρέποντάς τους νά δοῦν τό ἄκτιστο φῶς της θεότητάς του καί νά ἀποκτήσουν ἐμπειρία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τό πρόσωπό του ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Σέ αὐτή τή βασιλεία τοῦ Φωτός ἦταν παρόντες δύο μεγάλες μορφές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας, γιατί στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει θάνατος, οἱ πολῖτες της ἔρχονται κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅσοι αἰῶνες και ἄν τούς χωρίζουν, ὁ νόμος ἐκπληρώνεται καί ἡ Παλαιά Διαθήκη συναντάει τήν Καινή ἀποκαλύπτοντας τό νόημά της. Ὁ Πέτρος ζεῖ τά γεγονότα καί δέν θέλει νά ἀποχωρήσει ἀπό μιά τέτοια συνάντηση στήνοντας τρεῖς σκηνές. Δέν θέλει νά τελειώσει μιά τέτοια ἐμπειρία καθώς ἀντιλαμβάνεται ὅτι τίποτα καλύτερο καί τίποτα σημαντικότερο δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ἐπιθυμήσει. Οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου βλέπουν τό φυσικό φῶς της θεότητας καί κατανοοῦν ὅτι δέν ἔχουν νά περιμένουν κάτι ἄλλο, ἀπό κάπου ἀλλοῦ, ἀπό κάποιο ἄλλο κόσμο.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος καί ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῆς βασιλείας γιά τήν ὁποία ἔχουν κληθεῖ νά γίνουν κληρονόμοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπισή γίνεται ἕνας ἀπό ἐμᾶς, φέρνει τή βασιλεία του κοντά μας, δίπλα μας καί τελικά μέσα μας, στήν καρδιά μας, ἄν βέβαια τοῦ μοιάσουμε στήν ἀρετή. Ὅσοι ἀρχίζουν νά μοιάζουν στόν Χριστό πού εἶναι ὁ βασιλιᾶς, γίνονται και αὐτοί κατά χάριν, κατά μετοχή βασιλεῖς πού συμβασιλεύουν τῆς βασιλείας, τῆς ὁποίας ἔχουν ἤδη γίνει πολῖτες. Σέ αὐτή τή βασιλεία ὅλοι μποροῦν νά γίνουν βασιλεῖς ἁπλά καί μόνο μοιάζοντας στόν ἴδιο τόν βασιλιᾶ. Αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πού δέν προϋποθέτει ὑπηκόους, παρά μόνο βασιλεῖς! Παράξενη βασιλεία πού γιά τόν συνήθη τρόπο σκέψης τόν ἀνθρώπων δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρξει. Γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά φανταστοῦν ἕναν βασιλιᾶ πού ἡ βασιλεία του δίνεται κληρονομιά σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, μία βασιλεία πού ἀντί νά ἐπιβάλλει τήν ἐξουσία της, πλησιάζει τόσο πολύ τόν ἄνθρωπο, μία βασιλεία πού ἐλεύθερα καταλαμβάνει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο γιά νά ἐγκατασταθεῖ τελικά στήν καρδιά του, μία βασιλεία πού μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο καί τήν κτίσῃ.
Δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι αὐτή ἡ βασιλεία ὑπάρχει και ἔχει ἑτοιμαστεῖ χάριν τῶν ἀνθρώπων «ἀπό καταβολῆς κόσμου», πρίν δηλαδή ὁ κόσμος λάβει τήν ὕπαρξή του, καί ἄρα εἶναι αὐτή πού μᾶς ταιριάζει γιατί ἔχουμε πλαστεῖ γι’ αὐτήν. Καί σήμερα, κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμόρφωσης, αὐτή ἡ βασιλεία ἀποκαλύπτεται, ὅπως τότε στό Θαβώρ ἀποκαλύφτηκε στούς ἀποστόλους. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά φέρει τή βασιλεία του κοντά στούς ἀνθρώπους. Ὅπου εἶναι ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ἡ βασιλεία του. Ἀτενίζοντας τόν Χριστό ἔχουμε ἐμπειρία τῆς βασιλείας του, ἀλλά μποροῦμε καί ἀτενίζουμε τόν Χριστό ὅταν τοῦ μοιάζουμε, ὅταν ἐπιδεικνύουμε τήν ἀγάπη πού ἐκεῖνος ἔδειξε γιά τούς ἀνθρώπους και ὅταν ἀνταποκρινόμαστε στό κάλεσμα τοῦ Προδρόμου νά μετανοήσουμε γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλησίασε κοντά μας, ἐδῶ, στόν κόσμο αὐτό. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό μέλλον μας, ἀλλά τό παρόν μας, μέσα στήν καρδιά μας, πού ἐκδηλώνεται μέ τά ἔργα τοῦ φωτός. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ βασιλιάς ὅλης τῆς γῆς, ἀλλά κάτι τέτοιο δέν εἶναι ὁρατό ἀπό ὅλους. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μόνο ἀποκαλύπτεται καί γίνεται παροῦσα ἐρχόμενη στή ζωή ὅσων θέλουν νά ἔχουν ἐμπειρία της.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στή ζωή ἐκείνων γιά τούς ὁποίους ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ πρακτική τῆς ζωῆς τους. Καί ἡ μετάνοια πού στρέφει τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό εἶναι ὁρατή στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης γίνονται μαθητές του ἀλλάζοντας ἐντελῶς τήν πορεία τῆς ζωῆς τους. Τοποθετοῦν τόν Κύριο στό κέντρο τῆς ζωῆς τους, τόν ἀκολουθοῦν ὅπου Ἐκεῖνος τούς καλέσει, πλησιάζουν ὅλο καί περισσότερο πρός Αὐτόν ἀνεβαίνοντας μαζί του στό Θαβώρ καί ὅταν ὁ Θεός θά ἀποκαλύψει τήν θεότητά του, αὐτοί δέν θά θέλουν νά φύγουν ἀπό κοντά του γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους, ἔχοντας κατανοήσει ὅτι καμία ἀπό τίς ἐμπειρίες πού προσφέρει ὁ κόσμος, δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν ἐμπειρία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐμπειρία δέν εἶναι θεωρητική, ἀλλά μόνο πρακτική, γιατί εἶναι ὁρατή στά ἔργα πού συνεπάγεται ἡ μετάνοια καί ὅπου κανείς βλέπει πῶς εἶναι νά ζεῖ κοντά στόν βασιλέα Χριστό. Ἐμπειρία τῆς βασιλείας ἔχουν ὅσοι εἶναι ταπεινοί και ὄχι ὑπερήφανοι γιατί ὅ,τι και ἄν τούς τύχει, ὅ,τι και ἄν χάσουν ἤ τούς ἀφαιρεθεῖ, ἤ ὅ,τι και ἄν ἀποκτήσουν, δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει τήν προσήλωσή τους στόν Θεό, ἀλλά καί τόν σεβασμό τους γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σέ ἐκείνους πού πενθοῦν γιά ὅσα ὁ Θεός θέλει νά πενθοῦμε, δηλαδή, τήν ἁμαρτία καί τήν κυριαρχία της στήν ἀνθρώπινη ζωή καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Εἶναι ὁρατή ἀπό ἐκείνους πού μέ ἀγάπη δείχνουν ἔλεος πρός τόν συνάνθρωπό τους καί ἀγωνίζονται μέ ὅλη τους τήν ψυχή γιά τή δικαιοσύνη πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔφερε στή γῆ. Πρέπει κανείς νά ἀνέβει στό ὅρος τῶν ἀρετῶν μέ κορυφαία ἐκείνη τῆς ἀγάπης γιά νά μπορέσει νά δεῖ τή μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος καί νά ἔχει ἐμπειρία τῆς βασιλείας. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀληθινά ἀγαπάει, σάν νά βγαίνει ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του καί τήν φροντίδα του, ἀγαπάει πραγματικά τόν Κύριο γιά νά ἀγαπηθεῖ μέ τήν σειρά ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱό πού μέ τήν ἀγάπη του θά ἀποκαλύψει τόν ἑαυτό του ἐνώπιον του. Έτσι μεταμορφώνεται και ο άνθρωπος και ο κόσμος
Ἀλλά ἡ ἐμπειρία τῆς βασιλείας δέν εἶναι τό τέλος τῆς διαδρομῆς. Ὁ Πέτρος δικαιολογημένα δέν θέλει νά φύγει μακριά της καί νά ἐπιστρέψει στήν σκληρή πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας, ὅταν μάλιστα αὐτή προμήνυε πάθῃ, σταυρό καί θάνατο. Ποιός δέν θά ἤθελε νά παραμείνει μαζί μέ τόν Χριστό, τόν Μωυσῆ καί τόν Ἠλία μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μποροῦμε μάλιστα εὔκολα νά ἀνασυνθέσουμε τίς ἀναμεταξύ τους συζητήσεις. Εἶναι σίγουρο ὅτι θά ἀποκάλυπταν ὅτι ὁ νόμος ἦταν ἡ σκιά τῶν γεγονότων πού θά συνέβαιναν στό μέλλον, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ σκοπός καί ἡ ἐκπλήρωση τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν, ἐνῶ θά σχολίαζαν ὅτι τό μυστήριο τῆς ἔνσαρκης οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ μέ τό πάθος, τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι σωτήριο γιά τήν ἀνθρωπότητα. Δέν ὑπάρχουν πιό μεγάλες ἀλήθειες γιά νά ἀσχοληθεῖ κανείς. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ Πέτρος σκέφτηκε κατά κάποιο τρόπο «ἐπίγεια». Προτείνει νά στήσει τρεῖς σκηνές γιά νά ζήσει μέσα σέ μιά τέτοια ὀμορφιά περνῶντας ὡραῖα, μέσα στήν σιγουριά καί τήν ἀσφάλεια. Σάν νά μήν θέλει νά συνεχιστεῖ τό ἔργο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ πού εἶναι γεμᾶτο προκλήσεις καί ἀγωνίες, ἐπαναπαυόμενος στήν ἀποκάλυψη τῆς Μεταμόρφωσης.
Ἀλλά ἡ ἐμπειρία τῆς βασιλείας δέν σημαίνει καί ἀπάρνηση τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά μετέχουν σ’ αὐτή. Ἡ μεταμόρφωση τῆς Σωτῆρος δέν εἶναι μιά γιορτή πού προβάλλει μιά προσωπική θέαση τοῦ Θεοῦ καί τῆς δόξας του ὡς αὐτοσκοπό. Ἡ ἐμπειρία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ συμβαίνει ταυτόχρονα, παράλληλα καί μαζί μέ τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν γιά ὅλους τους ἀνθρώπους ὥστε ὅλοι νά μπορέσουν κάποια στιγμή μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά ἀνέβουν στό ὅρος καί νά ζήσουν τή μεταμόρφωση. Ὁ Θεός θέλησε ἡ ἐμπειρία τῶν τριῶν μαθητῶν στό ὅρος Θαβώρ νά εἶναι σύντομη, γιά νά ἀκολουθήσει ἡ ἐπιστροφή στόν κόσμο καί ἡ συνέχιση τοῦ ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ μέχρι καί σήμερα.
Ὁ Χριστός μεταμορφώνεται ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, ἀποκαλύπτει τή θεότητά του καί τή βασιλεία του καλῶντας μας νά ἀποκτήσουμε και ἐμεῖς τήν ἐμπειρία της. Ἀλλά δέν πρέπει νά διαφεύγει της προσοχή μας ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει κανένα ἀπό τά χαρακτηριστικά ὁποιασδήποτε ἄλλης βασιλείας. Ἄν κάποιος ἐπιθυμεῖ τή βασιλεία γιά νά ἀποκτήσει ἐκεῖνα πού οἱ ἄνθρωποι καί οἱ συγκυρίες τοῦ ἔχουν στερήσει στόν κόσμο αὐτό ἤ γιά νά συνεχίσει νά ἀπολαμβάνει τίς ἐπιτυχίες πού νομίζει ὅτι ἔχει, ἔστω καί μέ ἄλλη μορφή, δέν ἐπιθυμεῖ τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν πάλι κανείς ἀνησυχεῖ ὅτι ἡ βασιλεία κινδυνεύει ἀπό τίς ἐξελίξεις τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καί τήν ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων καί τῶν κοινωνιῶν ἀπό τόν Θεό, θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑποτάσσεται καί δέν καταλύεται, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τῶν αἰώνων, ἐνῶ οἱ ποικίλες διαμάχες καί οἱ ἀντιπαραθέσεις τῶν ἀνθρώπων πού συμβαίνουν στήν πορεία τῆς ἱστορίας δέν τήν ἀγγίζουν.
Καί ἐπιπλέον, ἡ βασιλεία εἶναι ἐλεύθερη μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἄνθρωποι νά μήν μποροῦν νά τήν ἐξουσιάζουν καί νά τήν χρησιμοποιοῦν κατά τρόπο πού νά ταιριάζει στίς δικές τους σκέψεις καί στά δικά τους σχέδια γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Πρόκειται γιά ἀδιάδοχη βασιλεία καί κανείς δέν μπορεῖ νά τήν διαδεχθεῖ ἀναλαμβάνοντας τό ρόλο τοῦ Χριστοῦ καί γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά καθορίσει πότε ἔρχεται, δηλαδή πότε ἐμφανίζεται, καί σέ ποιούς. Ἡ ἐπίκληση τῆς ἐρχόμενης βασιλείας συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους, κάποιοι μιλοῦν γιά τόν ἐρχομό της καί κάποιοι ἄλλοι τηροῦν στάση ἀναμονῆς περιμένοντας νά ἔρθει, σημαίνοντας τό τέλος τῆς ἱστορίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται μέ τή μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος ἔρχεται ἀποκαλυπτόμενη κάθε φορά πού τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τηρεῖται στή γῆ, ὅπως καί στόν οὐρανό. Οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου εἶδαν τήν μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, εἶχαν ἐμπειρία τῆς βασιλείας του καί ἄκουσαν ξεκάθαρα τά λόγια τοῦ Θεοῦ Πατέρα, «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Αὐτόν λοιπόν θά πρέπει και ἐμεῖς νά ἀκοῦμε, τόν δικό του λόγο θά πρέπει νά λαμβάνουμε σοβαρά ὑπόψη μας και ὄχι ὁποιονδήποτε ἄλλο.