Ἡ Κυριακή τοῦ Ἀσώτου πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας. Ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου πάντα συγκινεῖ, ἄν καί δέν εἶναι πάντα σαφής ὁ λόγος πού συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ἕνας πατέρας ἔχει δύο υἱούς, ἕναν μεγαλύτερο κι ἕναν μικρότερο, πού μένουν μαζί του στό ἴδιο σπίτι. Κάποια στιγμή ὁ πατέρας μοιράζει ὁλόκληρη τήν περιουσία του στά παιδιά του, μετά ἀπό αἴτημα τοῦ νεότερου υἱοῦ. Ὁ νεότερος υἱός παίρνει τό μερίδιό του, φεύγει σέ χώρα μακρινή ὅπου ζώντας μιά πολύ ἁμαρτωλή ζωή ξοδεύει στήν κυριολεξία ὅλη τήν περιουσία του καί καταλήγει νά μήν μπορεῖ νά χορτάσει τήν πείνα του. Βρισκόμενος σέ μιά κατάσταση ἐξαθλίωσης, θυμᾶται τό σπίτι τοῦ πατέρα Του καί τήν ἄνετη ζωή πού περνοῦσαν ἐκεῖ ἀκόμα καί οἱ δοῦλοι. Ἀποφασίζει, λοιπόν, νά ἐπιστρέψει καί νά ζητήσει συγχώρεση ἀπό τόν πατέρα του μέ σκοπό νά ἐξασφαλίσει μιά θέση μεταξύ τῶν δούλων του. Ὁ νεότερος υἱός πράγματι ἐπιστρέφει, ὁ πατέρα του τόν περιμένει, τόν συγχωρεῖ καί τόν δέχεται πάλι κοντά του ὡς υἱό δίνοντάς του ξανά τά δῶρα πού εἶχε σπαταλήσει κι ἀκόμα περισσότερα. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ πατέρας δέχεται τόν ἄσωτο προβληματίζει τόν μεγαλύτερο υἱό πού ὅλα αὐτά τά χρόνια παρέμεινε στό σπίτι τοῦ πατέρα τηρώντας τίς ἐντολές του. Ἀντιδράει στήν δικαιοσύνη τοῦ πατέρα πού ξεπερνάει κάθε λογική καί ὁ πατέρας του μέ τόν λόγο τόν βοηθάει νά κατανοήσει τήν ἀπόφασή του.
Σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές, ὁ Πατέρας τῆς παραβολῆς πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μοιράζει σέ ὅλους τους ἀνθρώπους τίς δωρεές Του καί οἱ ὁποῖες στά βασικά τους χαρακτηριστικά μοιάζουν μεταξύ τους. Ὁ Θεός δωρίζει σέ ὅλους του ἀνθρώπους σῶμα καί νοερή ψυχή, ἀλλά καί τόν ὀρθό λόγο, τήν ἐλευθερία νά κρίνει κανείς ὀρθά ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά καθοδηγοῦν τήν ὕπαρξή τους, καί τό σῶμα τους, καί τήν ψυχή τους, σέ καθετί λογικό κι ὄχι παράλογο. Ἔδωσε ἐπίσης ὁ Θεός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τό νόμο Του γιά τόν τηροῦν καί τήν υἱοθεσία μέ τό Βάπτισμα ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά ἀκολουθοῦν τό θέλημά Του. Καί τέλος ὁ Θεός προσέφερε καί τόν ἴδιο τόν Υἱό Του πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νά παραμένουν κοντά του καί νά ἐπιστρέφουν ἄν συμβεῖ νά ἀπομακρυνθοῦν. Αὐτή εἶναι ἡ δίκαιη μοιρασιά γιά τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι εἶναι ἀδικημένος καί ἐπιπλέον κανείς δέν ἔχει κάτι περισσότερο νά περιμένει, ἀφοῦ μέ τή θυσία τοῦ Χριστοῦ ὅλα πιά ἔχουν δοθεῖ στούς ἀνθρώπους. Κατά κάποιο τρόπο ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου μας παρουσιάζει συνοπτικά το νόημα τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί τό σχέδιο τῆς οἰκονομίας Του γιά κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαιρέτως, γιά τήν σωτηρία κάθε ἀνθρώπου. Ἕνα σύγχρονος θεολόγος παρατηρεῖ ὅτι στήν παραβολή αὐτή ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, ἡ ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου στή γῆ, ἡ ζωή ὅλων μας.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ δύο υἱοί τοῦ Πατέρα πού πρωταγωνιστοῦν, ἔχουν ἔντονα χαρακτηριστικά καί οἱ χριστιανοί συχνά δυσκολευόμαστε νά ταυτιστοῦμε μέ κάποιον ἀπό αὐτούς. Ὁ μεγάλος υἱός φαίνεται νά μήν καταλαβαίνει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχει παράπονο γιά τήν εὐνοϊκή, ὅπως νομίζει, μεταχείριση τοῦ ἀδελφοῦ του ἀπό τόν Πατέρα τους, ἐνῶ ὁ μικρότερος υἱός ἐπιλέγει νά κάνει μιά ζωή πολύ ἁμαρτωλή, μιά ζωή ἄσωτη. Συνήθως ἀπό τόν νεότερο υἱό κρατᾶμε τήν μετάνοιά του καί ἀπό τόν Πατέρα, τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία Του. Γιά τόν μεγαλύτερο γιό τῆς παραβολῆς δέν ἔχουμε πολύ καλή γνώμη. Ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου εἶναι μιά παραβολή πού μπορεῖ νά μᾶς μεταφέρει πολλά νοήματα, ἀλλά πολλά ἀπό αὐτά δέν εἶναι τόσο εὔκολα ὁρατά. Ἅς ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἀρχή τῆς παραβολῆς, ὅπου βρίσκουμε τόν Πατέρα νά μοιράζει τήν περιουσία του μέ δικαιοσύνη.
Βλέπουμε στήν παραβολή, ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μοιράζει δίκαια τήν περιουσία Του στούς ἀνθρώπους, οἱ ἄνθρωποι συμπεριφέρονται ὁ καθένας μέ κριτήριο τήν δική του ἄποψη καί τότε οἱ ἄνθρωποι χωρίζουν μεταξύ τους καί ἀκολουθοῦν διαφορετικούς δρόμους ἀξιοποιώντας ὁ καθένας τήν περιουσία του ὅπως θέλει, μέ βάση τήν δική του προσωπική γνώμη. Κάπου ἐδῶ ἡ ζωή ὅλων μας, ὄχι μόνο των χριστιανῶν, ἀλλά καί ὅλων των σύγχρονων ἀνθρώπων, συναντιέται μέ τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου γιατί ὁ κόσμος μας, ὁ πολιτισμός μας, θεωρεῖ ὡς μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἀξίες του τήν ἔκφραση τῆς προσωπικῆς γνώμης τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί τή διαμόρφωση τῆς ζωῆς τοῦ καθενός σύμφωνα μέ τό ἀτομικό του θέλημα.
Ὁ Θεός μία ἀνθρώπινη φύση δημιούργησε, ἕναν ἄνθρωπο, πού στή συνέχεια, με κριτήριο την γνώμη του, χωρίστηκε στά δύο, ἀπό τή μιά, στόν μεγαλύτερο υἱό πού παραμένει στό σπίτι τοῦ Πατέρα καί μοιάζει στούς δίκαιους καί, ἀπό τήν ἄλλη, στόν νεότερο υἱό πού φεύγει ἀπό τό σπίτι ὅπως οἱ ἁμαρτωλοί. Πρόκειται γιά ἕναν ἠθικό χωρισμό πού ἀντιστοιχεῖ σέ διαφορετικοῦ εἴδους σχέσεις μέ τόν Θεό καί τό σπίτι Του, τήν Ἐκκλησία. Ἡ παραμονή στό σπίτι τοῦ Πατέρα, δηλαδή στήν Ἐκκλησία, ἐξασφαλίζει προϋποθέσεις ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ αὐτονόμηση ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἡ οὐσιαστική «ἀποδέσμευση» ἀπό τήν ζωή μέσα σέ αὐτήν, ἀντιστοιχεῖ στήν κυριαρχία τοῦ προσωπικοῦ θελήματος στίς ἐπιλογές τῶν ἀνθρώπων. Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κι ἐκτός Ἐκκλησίας, μέ τόν δικό του τρόπο καί μέ τά δικά του μέσα νά συναντήσει τόν Θεό. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτή ἡ τάξη πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει θέσει. Μέσα στήν Ἐκκλησία καί τήν πολύμορφη ἐκκλησιαστική ζωή ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νά χρησιμοποιεῖ τήν «περιουσία» του, τό σῶμα του, τήν ψυχή του, τήν ἐλευθερία καί τή λογική του καί τέλος νά μετέχει στά μυστήρια καί στή Θεία Εὐχαριστία κατά τόν τρόπο πού θέλει ὁ Θεός. Κι αὐτός ὁ τρόπος καταγράφεται στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐκκλησία σημαίνει ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό καί τό θέλημά μου. Ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν Θεό καί τόν λόγο Τοῦ μαθαίνει ἄλλες πρακτικές καί ἄλλους, ἀντίθετους τρόπους γιά τήν χρήση τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ξεχνώντας τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου ἡ μοιρασιά συμβαίνει στό σπίτι τοῦ κοινοῦ Πατέρα ὥστε ὅλοι νά μποροῦμε νά θυμόμαστε, ἄν συμβεῖ νά φύγουμε «σέ μακρινή χώρα», πῶς ἦταν ἡ ζωή μας πρίν καί πῶς μετά τίς προσωπικές μας ἀποφάσεις γιά τή διαχείριση τῆς «περιουσίας» πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς ἐμπιστεύθηκε. Αὐτή ἡ μνήμη ἐξασφαλίζει καί τή δυνατότητα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου στόν σπίτι τοῦ Πατέρα μας μέ τήν μετάνοια. Γιατί κάθε προσωπική ἐπιλογή χρήσης τῆς «περιουσίας» πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός μέ τρόπο ἄλλον ἀπό ἐκεῖνον πού θέλει ὁ Θεός ἔχει ὡς συνέπειες αὐτές πού περιγράφονται στήν παραβολή γιά τήν ζωή τοῦ ἀσώτου καί οἱ ὁποῖες μόνο μέ τήν μετάνοια μποροῦν νά ἀντιμετωπιστοῦν.
Ὁ Θεός μοιράζει τήν περιουσία του σέ ὅλους τους ἀνθρώπους χωρίς κανείς νά ἀδικεῖται καί χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη κάτι περισσότερο νά ἀποκτήσει. Μάλιστα ἐνῶ μοιράζει τήν δική Του περιουσία, γιατί εἶναι ὁ δημιουργός της, ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά τή χρησιμοποιήσει ὅπως αὐτός θέλει. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ παραβολή μᾶς μαθαίνει ὅτι οὔτε ἡ περιουσία, ἀλλά οὔτε καί ἡ ἐλευθερία ἔκφρασης τοῦ θελήματος μᾶς μπορεῖ νά λύσει τό πρόβλημά μας, τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νεότερος υἱός κάνει, ὅπως λέμε, τή ζωή του, ἀλλά τελικά δέν μπορεῖ νά «χορτάσει» τήν «πείνα» του. Εἶναι τραγικό νά τρώει κανείς καί νά μήν χορταίνει ἐπιζητώντας ὅλο καί περισσότερα γιά νά καταναλώσει, μετερχόμενος ὅλο καί καινούργιους, πρωτόγνωρους, τρόπους γιά νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες του. Ἡ γῆ μέ τά ἀγαθά της δέν φαίνεται νά μπορεῖ νά χορτάσει τόν ἄνθρωπο. Ὁ νεότερος υἱός τῆς παραβολῆς κάνει τήν ζωή πού θέλει καί μᾶς θυμίζει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο πού ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά ζήσει τή ζωή τοῦ χωρίς νά περνάει ἀπό τήν σκέψη του τό ἐνδεχόμενο νά ὑπάρχει Θεός. Ἀλλά ὁ ἄσωτος υἱός νιώθει τήν πείνα του, θυμᾶται ὅτι στό σπίτι τοῦ Πατέρα του κανείς δέν πεινάει καί ἔτσι ἀποφασίζει νά ἐπιστρέψει, νά μετανοήσει καί νά χορτάσει τήν πείνα του τηρώντας τό θέλημά Του. Δέν ἰσχύουν, ὅμως, τά ἴδια γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, καί συχνά καί γιά ἐμᾶς, γιατί εἶναι πιθανό νά ἒχει χαθεῖ ἡ αἴσθηση τῆς πείνας γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ἡ ἀνάγκη γιά ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας, δηλαδή, ἡ ἀνάγκη γιά μετάνοια.
Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ πολιτισμός μας ἀποξενώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό πνευματικό του παρελθόν, ἀπό τήν ἱστορία στήν ὁποία ἀνήκει καί ἡ ὁποία γιά τούς χριστιανούς εἶναι ἡ ἱστορία τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σύγχρονος κόσμος μέ τήν ἀνάπτυξη καί τά μέσα πού διαθέτει πείθει τούς ἀνθρώπους νά θεμελιώνουν τή ζωή τους στίς ἀνθρώπινες δημιουργίες. Ἡ ὀργανωμένη ζωή μας περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς καί μαθαίνουμε νά ἀποδίδουμε πολύ μεγάλη σημασία στήν ἀπόκτηση περιουσίας καί ἀγαθῶν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά μας ἐπιτρέπουν νά ἔχουμε μιά ἄνετη ζωή, κι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας ἤ, τουλάχιστον, μᾶς βοηθοῦν νά περνᾶμε τή ζωῆς μας στόν κόσμο αὐτό μέ ἀξιοπρέπεια καί σεβασμό. Μάλιστα πιστεύουμε, καί δικαίως, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός στέλνει σέ ὅλους μας τά ἀγαθά πού ἔχουμε ἀνάγκη. Ἀπό τήν ἄλλη, ἐπιθυμοῦμε νά ἀποκτήσουμε ὅλο καί περισσότερα κι αὐτή ἡ ἐπιθυμία ἐνδεχομένως νά δεσμεύει ὁλόκληρη τή ζωή μας ἤ, τό λιγότερο, τό πιό δημιουργικό της κομμάτι. Αὐτή ἡ ἐξέλιξη πραγμάτων εὔκολα μπορεῖ νά μᾶς κάνει νά ξεχάσουμε τήν οὐσιαστική γιά τή ζωή μας καί τό μέλλον μας περιουσία πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός καί κυρίως νά ξεχάσουμε τήν πείνα μας πού συνεπάγεται ἡ κακή χρήση της. Ἔτσι συμβαίνει μέ σύγχρονο τρόπο ἡ φυγή σέ μιά μακρινή χώρα ὅπως συνέβη μέ τόν ἄσωτό της παραβολῆς. Ἡ πείνα, ὁ λιμός, λένε οἱ ἑρμηνευτές, σημαίνει στέρηση καί ταυτόχρονα ὄρεξη γιά τήν ἀναγκαία τροφή. Τό χειρότερο ὅμως εἶναι νά στερεῖται κανείς τά ἀναγκαῖα γιά τή σωτηρία του καί νά μήν κατανοεῖ τή συμφορά πού τόν ἔχει βρεῖ, ἔχοντα χάσει τήν ὄρεξη γιά τήν σωτηρία του.
Συχνά ἐμεῖς οἱ χριστιανοί λέμε ὅτι ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία, τηροῦμε τίς νηστεῖες, ἄλλος περισσότερο κι ἄλλος λιγότερο, καί μετέχουμε στά μυστήρια ὅπως ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ Εὐχαριστία. Δηλαδή πιστεύουμε ὅτι μετανοοῦμε μοιάζοντας στόν ἄσωτο μετά τήν ἐπιστροφή του. Μᾶς διαφεύγει, ὅμως, ἕνα πολύ σημαντικό στοιχεῖο τῆς μετάνοιας πού τό βλέπουμε στήν παραβολή. Ὁ ἄσωτος μετανοεῖ, καί ἡ μετάνοιά του εἶναι πραγματική ἀφοῦ τήν ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός πατέρας μέ τήν ὑποδοχή πού τοῦ ἐπιφυλάσσει. Ἀλλά ἡ μετάνοιά του εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς βαθιᾶς αἴσθησης γιά τήν ἀποξένωσή του ἀπό τόν Θεό, ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα του καί τῆς ἀπόφασης νά ἐπιστρέψει κοντά στόν Θεό. Ὅταν κανείς ἐξομολογεῖται χωρίς νά κατανοεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν Θεό μοιάζει μέ τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς πού δέν θυμᾶται ὅτι ὑπάρχει Θεός καί ἔτσι δέν ἔχει καμία ἔντονη ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στό ξεχασμένο σπίτι τοῦ Πατέρα του. Κάπως ἔτσι οἱ ἁμαρτίες γίνονται μιά ἀπαρίθμηση παραβάσεων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πού θυμίζει μιά νομικοῦ χαρακτήρα πρακτική κι ὄχι μιά ἐπιστροφή πού σημαίνει οὐσιαστικές ἀλλαγές στή ζωή μας.
Ἡ πρακτική της Ἐκκλησίας πού μαθαίνουμε ἀπό τήν παραβολή καί τήν μετάνοια τοῦ ἀσώτου εἶναι ἡ πρακτική ἐκείνων πού ὅταν ἁμαρτάνουν κατανοοῦν ὅτι ἔχουν ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ὅτι δέν μποροῦν νά ζήσουν ἄλλο μακριά Του. Ἡ μετάνοια, δηλαδή, ἡ ἀπόφαση γιά ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας ἔχει πάντα τα χαρακτηριστικά μιᾶς μεγάλης μετακίνησης ἀπό ἐκεῖ πού σήμερα βρισκόμαστε πρός τά ἐκεῖ πού θά πρέπει νά πᾶμε. Ἡ δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου μέ τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου μας δείχνει τόν δρόμο πού θά πρέπει νά πορευτοῦμε ὅλο το ἑπόμενο διάστημα.