Πιστεύω τόν Θεό, πιστεύω στόν Θεό
Τήν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ὁλοκληρώνεται ἡ πρώτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν καί γιορτάζουμε τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, δηλαδή, τήν ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς πίστης στήν Ἐκκλησία. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε πλήρης ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτία, ἔζησε τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς Οὐρανούς δίνοντας στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἑνωθεῖ μαζί Του καί νά ζήσει τήν ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν Οὐράνια βασιλεία. Αὐτή τήν ὀρθή πίστη ἔχει κανείς ὅταν πιστεύει τόν Θεό θεωρώντας βέβαιες καί ἀληθινές τίς ἐπαγγελίες πού μᾶς ἔχει δώσει, ἀλλά καί ὅταν πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό, δηλαδή ὅταν ἡ πίστη τοῦ εἶναι σέ συμφωνία μέ τούς θεοφόρους Πατέρες. Εἶναι σημαντικό ἡ πίστη μέ τήν ὁποία εἰσήλθαμε, γιά νά διαπεράσουμε τήν περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς, νά εἶναι ἡ πίστη πού μᾶς φέρνει πιό κοντά στόν Θεό. Μέ ἄλλα λόγια, τήν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίσει τό εἶδος τῆς πίστης πού ὁ Θεός θέλει νά χαρακτηρίζει τίς ζωές μας.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ πολιτισμός μᾶς καλλιεργεῖ ἕνα διαφορετικό ἦθος σέ σχέση μέ τόν Θεό διακηρύσσοντας ὅτι ὁ καθένας μπορεῖ νά ἔχει μέ τόν Θεό τήν σχέση πού αὐτός θέλει, ὅτι ἡ πίστη εἶναι προσωπική ὑπόθεση καί ὁ καθένας ἔχει κάθε δικαίωμα νά πιστεύει μέ τόν τρόπο του, ὅτι ἡ πίστη εἶναι μιά ἐσωτερική διάθεση πού κανείς θά πρέπει νά κρατάει γιά τόν ἑαυτό του καί μέσα του, μήν ἐπιτρέποντας στήν πίστη νά διαμορφώσει μέ καθοριστικό τρόπο τήν καθημερινότητα καί τήν κοινωνική ζωή. Ἀντίθετα, ἡ ἐκκλησία κηρύττει ὅτι ὁ πιστός χριστιανός θά πρέπει νά πιστεύει τόν Θεό καί τά ὅσα ἐπαγγέλλεται κι ὄχι τόν ἑαυτό του καί τίς ἰδέες του, ὅτι κανείς πιστεύει τόν Θεό ὅταν πιστεύει κατά τόν τρόπο πού πίστευαν οἱ προφῆτες, οἱ δίκαιοι καί οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι κανείς πιστεύει τόν Θεό ὅταν αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό ἔργα του καί μόνο τότε πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό πού κήρυξαν οἱ θεοφόροι Πατέρες.
Γιά νά ἔχει κανείς ὀρθή πίστη θά πρέπει πρῶτα νά ἔχει σαφέστερη βεβαιότητα γιά τά ἀόρατα παρά γιά τά ὁρατά, γιά τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ παρά γιά τήν δύναμη τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρά γιά τά «βασίλεια» τοῦ κόσμου στίς ποικίλες μορφές τους, γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο παρά γιά τίς πραγματικότητες τοῦ κόσμου. Παράδειγμα μιᾶς τέτοιας πίστης εἶναι ὁ Ἀβραάμ πού ἀπό πίστη δέχθηκε νά θυσιάσει τόν Ἰσαάκ χωρίς νά ἀμφιβάλλει γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ὅτι ἀπό τόν Ἰσαάκ θά προέλθουν οἱ γνήσιοι ἀπόγονοί του. Ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ ἦταν μιά βέβαιη πίστη σέ ἕναν Θεό πού εἶναι κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά λέει ψέματα καί γι’ αὐτό θά μποροῦσε νά ἀναστήσει τόν Ἰσαάκ μετά τήν θυσία του. Ἔτσι σκέφτηκε ὁ Ἀβραάμ, μέ πίστη.
Ἀνάλογη πίστη εἶχε καί ὁ Μωυσῆς πού ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς θυγατέρας τοῦ Φαραώ καί προτίμησε νά κακοπαθήσει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, περιφρονώντας τόν τίτλο νά λέγεται γιός τοῦ Βασιλιά, βέβαιος γιά τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μποροῦσε καί ἔβλεπε ἀνοικτό τόν οὐρανό καί ἦταν περιττό νά θαυμάζει τά ἀνάκτορα τῆς Αἰγύπτου, μποροῦσε κι ἔβλεπε τά ἀόρατα ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι βλέπουν τά ὁρατά. Ὁ Μωυσῆς πίστευε τόν Θεό, πίστευε τά λόγια Του καί μποροῦσε νά βλέπει ὅσα δέν μποροῦσαν νά δοῦν ἐκεῖνοι πού στεροῦνταν αὐτή τήν πίστη. Ὁ Μωυσῆς δέν εἶχε κάποια ἐμπειρικά δεδομένα, κάποια τεκμήρια σάν αὐτά πού ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι γιά νά πιστέψουν, ὥστε νά εἶναι βέβαιος γιά τήν ἐπιλογή του νά ὑπακούσει τόν Θεό καί νά πιστέψει τίς ἐπαγγελίες Του. Εἶχε μόνο τήν πίστη καί τοῦ ἦταν ἀρκετή.
Τέτοια ἦταν καί ἡ πίστη τοῦ Δανιήλ πού μέσα ἀπό τόν λάκκο τῶν λεόντων δέν εἶχε προσδοκίες ἀπό τόν Θεό, αἰσθανόμενος τήν ἀναξιότητά του. Δέν πίστευε ὅτι ὁ Θεός θά τόν θυμόταν καί θά εἰσάκουε τίς προσευχές του, ὄχι γιατί εἶχε ἀμφιβολίες γιά τήν δύναμη καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιατί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά τόν θυμᾶται καί νά τό ἀκούει ὁ Θεός. Ἐνῶ πίστευε τόν Θεό καί τίς ἐπαγγελίες του, ἀπό ταπείνωση πίστευε ὅτι δέν τίς ἄξιζε. Πιστεύει κανείς τόν Θεό ὅταν εἶναι βέβαιος ὅτι δέν ἀξίζει τήν ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή, ὅτι δέν ἀξίζει οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ νά γίνουν πραγματικότητα καί στήν δική του ζωή. Δέν περνάει συχνά ἀπό τό μυαλό τῶν ἀνθρώπων τό ἐνδεχόμενο νά μήν ἀξίζουν τήν ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ, νά μήν ἀξίζουν τίς ὑποσχέσεις Του, γι’ αὐτό καί ἀμφιβάλλουν ὅτι ὁ Θεός τούς θυμᾶται καί τούς ἀκούει.
Πίστευαν στόν Θεό καί οἱ Ἰσραηλίτες πού δέν φοβήθηκαν ὅτι θά πνιγοῦν διασχίζοντας τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί σώθηκαν. Γιατί μέ τήν ἐπίδειξη τῆς πίστης τους τό νερό, κατά κάποιο τρόπο, ξέχασε τήν φύση του καί δέν τούς ἔπνιξε. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἐνάντια στήν φύση, δέν προϋποθέτει τήν ἀκύρωσή της, ἀλλά ἀντίθετα συνεργάζεται μαζί της. Πιστεύω τόν Θεό σημαίνει νά μήν θεωρῶ τούς φυσικούς νόμους ὡς τούς μόνους διαθέσιμους νόμους. Αὐτός πού πιστεύει τόν Θεό καί τίς ὑποσχέσεις του μπορεῖ καί κατανοεῖ ὅτι ὁ πνευματικός νόμος καί οἱ φυσικοί νόμοι συνδέονται μεταξύ τους κατά τόν τρόπο πού θέλει ὁ Θεός, δηλαδή, κατά ἕνα ἀπρόσμενο, ἀντιθετικό τρόπο, ἀφοῦ σέ ὅλα τα βιβλικά παραδείγματα ἡ πίστη δέν ὑπακούει οὔτε στή λογική των γεγονότων, ἀλλά οὔτε καί στόν νόμο τῆς φύσεως. Ἡ πόρνη Ραάβ πίστεψε στούς κατασκόπους κατά ἕναν παράδοξο τρόπο καί σέ ἀντίθεση μέ τήν πραγματικότητα γύρω της, ὅταν κανείς ἄλλος ἀπό τούς κατοίκους τῆς Ἱεριχούς δέν εἶχε πιστέψει στήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ γιά τήν κατάληψή της ἀπό τούς Ἰσραηλίτες. Κανείς λοιπόν μπορεῖ νά φανταστεῖ πόση ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐμπεριέχει ἡ προτροπή τῶν ἀνθρώπων νά λαμβάνει κανείς πάντα καί μόνο ὑπόψη του τίς πραγματικότητες τοῦ κόσμου μας.
Πιστεύω τόν Θεό καί τίς ἐπαγγελίες Του σημαίνει ὅτι ὅταν συμβαίνει τά γεγονότα νά εἶναι ἀντίθετα ἀπό τίς προσδοκίες μου, τότε εἶναι πού πιστεύω ὅτι τίποτε τό ἀντίθετο δέν συνέβη, ἀλλά ὅτι ὅλα ἦταν τό ἀποτέλεσμα πού ἀναμενόταν νά συμβεῖ. Πιστεύω τόν Θεό σημαίνει νά μήν ἀναμένω ἀνταπόδοση στόν κόσμο αὐτό καί μάλιστα κατά τόν τρόπο πού τήν ἀντιλαμβάνεται ὁ κόσμος, γιατί τίποτε στόν κόσμο αὐτό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄξιο γιά ἕναν δίκαιο καί πιστό. Μιά τέτοια πίστη προσφέρει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά σκέπτεται μέ ἕναν πραγματικά διαφορετικό τρόπο πού ἀμφισβητεῖ ὅ,τι ἀπό ὅλους θεωρεῖται αὐτονόητο καί εὔλογο. Μιά τέτοια πίστη ἀποδεσμεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς προσδοκίες πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ἄξιες λόγου καί ἔτσι αὐξάνει τήν ἐλευθερία του
Πιστεύω τόν Θεό σημαίνει ὅτι Τόν ἐμπιστεύομαι καί μπορῶ νά περιμένω τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν του μαζί μέ ὅλους τούς προφῆτες, τούς δίκαιους καί τούς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σέ ἀντίθεση μέ τήν κυρίαρχη τάση μεταξύ των ἀνθρώπων γιά ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν καί ἰδιαίτερων συμφερόντων τοῦ καθενός ἄμεσα καί γρήγορα, ὅποιος πιστεύει τόν Θεό κατανοεῖ τήν σημασία, ὅλοι μαζί, ὡς ἕνα σῶμα, νά ἀπολαύσουμε τήν οὐράνια κληρονομιά. Μέ μιά τέτοια συλλογική προσδοκία ἡ ἱστορία τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν τόν Θεό καί τίς ὑποσχέσεις Τοῦ ἑνώνεται σέ μιά οἰκογένεια, σέ μιά γενιά, τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μιά Ἐκκλησία, μιά γενιά πιστῶν πού πιστεύουν τόν Θεό στήν πραγματικότητα δέν ἔχουν κάτι ἄλλο νά περιμένουν, ἀφοῦ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἤδη μέσα στήν ψυχή, τήν καρδιά καί τόν νοῦ. Ἄν ἔτσι πιστεύουν ὃσοι πιστεύουν τον Θεό, τότε εἶναι σίγουρο ὅτι θά κληρονομήσουν τήν Οὐράνια βασιλεία.
Πιστεύει κανείς τόν Θεό ὅταν σάν τόν Ναθαναήλ δέν θά παραμείνει προσκολλημένος στόν ἐντυπωσιασμό ἀπό τήν θαυμαστή θεϊκή γνώση τοῦ Χριστοῦ ὅτι, πρίν τόν συναντήσει ὁ Φίλιππος, βρισκόταν κάτω ἀπό μιά συκιά. Μιά ἐξαιρετική ἐνέργεια, ἕνα θαῦμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ πάντα ἐντυπωσιάζει τούς ἀνθρώπους, ἀλλά αὐτή ἡ ἐντύπωση εἶναι μιά κατάσταση οἰκεία στούς ἀνθρώπους, μιά ἀνθρώπινη κατάσταση. Γιά νά πιστέψει κανείς τόν Θεό θά πρέπει νά «βγεῖ» ἀπό τήν κατάστασή του ὅπως ἔκανε ὁ Ναθαναήλ. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ναθαναήλ ἔγινε μαθητής τοῦ Χριστοῦ ὥστε νά μπορέσει νά δεῖ μεγαλύτερα καί σπουδαιότερα πράγματα, βλέποντας ἔτσι τόν Κύριο λιγότερο «ἀνθρώπινα» καί περισσότερο «θεϊκά». Καθένας πού γίνεται μαθητής τοῦ Χριστοῦ κατά κάποιο τρόπο μπορεῖ νά «σηκώνεται» πάνω ἀπό τή γῆ καί νά βλέπει τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ πού ὡς Θεός ὑμνεῖται κά δοξάζεται ἀπό τούς ἀγγέλους πού ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ὅπως τότε στό ὅραμα τοῦ Ἰακώβ. Βλέποντας κανείς μεγαλύτερα καί σπουδαιότερα πράγματα κατανοεῖ καλύτερα τί σημαίνει νά εἶναι μαθητής τοῦ Χριστοῦ, τί σημαίνει νά βρίσκεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Πιστεύει κανείς τόν Θεό ὅταν ἡ πίστη τοῦ εἶναι ἔμπρακτη πίστη κάτι πού φαίνεται ἀπό τά ἀγαθά του ἔργα καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Αὐτός πού πιστεύει τόν Θεό κι ὄχι τόν ἑαυτό του ἤ ἄλλους, τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα του εἶναι ἔργα σωφροσύνης, δικαιοσύνης καί ταπείνωσης, ὑπομονῆς σέ κάθε εἴδους δοκιμασία, μετάδοσης μόνο ἀγαθῶν καί πρός ὅλους, ἄσκησης μέ νηστεία καί προσευχή. Αὐτός πού πιστεύει τόν Θεό, ἐμπιστεύεται τόν Θεό καί σταυρώνει τόν ἑαυτό του μαζί μέ τίς ἐπιθυμίες καί τά παθήματά του στρεφόμενος πρός τόν Θεό καί ταυτόχρονα πρός τούς ἀνθρώπους ἀνταποκρινόμενος στίς ἀνάγκες τους μέ ἀγαθά ἔργα.
Τελικά, τό ἀποτέλεσμα ἑνός τέτοιου βίου εἶναι νά πιστεύει κανείς στόν ἀληθινό Θεό, δηλαδή, νά πιστεύει μέ ὀρθό τρόπο, σύμφωνα μέ τούς θεοφόρους πατέρες. Ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση ὅτι κανείς πιστεύει μέ ὀρθό τρόπο ὅταν εἶναι σέ θέση νά διατυπώνει μέ ὀρθό τρόπο τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί νά προβαίνει σέ λεκτική ὁμολογία πίστης σέ αὐτά. Ἀλλά ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως δέν ταυτίζεται μέ τήν ἔμπρακτη πίστη στήν Ἁγία Τριάδα. Γιατί ἡ πίστη στόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι ἀνεξάρτητη τῶν ἔργων μας. Ὑπάρχει, δηλαδή, μιά ἄρρηκτη σχέση μεταξύ της ὀρθῆς πίστης καί τοῦ ἀγαθοῦ βίου, μιά σχέση πού ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά κατανοεῖ ὀρθά τα δόγματα τῆς πίστης, νά καταλαβαίνει τί σημαίνει ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων, νά κατανοεῖ τήν σημασία τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος.
Σέ διαφορετική περίπτωση, δηλαδή, ὅταν οἱ ἁμαρτίες καί τά πονηρά πάθη κυριαρχοῦν, ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ μέ λάθος τρόπο τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας διαστρέφοντάς τα καί μετατρέποντάς τα σέ δυσσεβή δόγματα. Τότε εἶναι πού κανείς στρέφεται ἐνάντια στίς εἰκόνες ἤ ἀμφιβάλλει ὅτι ὁ Θεός πού σαρκώθηκε εἶναι ἀναμεταξύ μας καί μᾶς ἐπισκέπτεται στήν καθημερινότητά μας μέ τά ἀγαθά της θεότητάς Του, καλώντας μας νά μετέχουμε σ’ αὐτά. Μάλιστα, γιά τούς θεοφόρους Πατέρες, ἡ ἁμαρτία, ὄχι μόνο φέρνει μαζί της τήν ἀσέβεια ἀπέναντι στόν Θεό μέ τήν προσβολή τῶν δογμάτων, ἀλλά μοιάζει καί μέ τήν ἀσέβεια. Κάθε φορᾶ πού ἁμαρτάνουμε παραβιάζοντας τό θέλημά Του στήν πραγματικότητα ἀρνούμαστε τόν Θεό καί τά ἀγαθά Του, ἀρνούμαστε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός καί παύουμε νά Τόν πιστεύουμε γιά ὅσα συνεχῶς μᾶς λέει, μᾶς προσφέρει καί μᾶς ὑπόσχεται. Κάθε φορᾶ πού ἁμαρτάνουμε, ἡ πίστη μας δέν θά μπορεῖ νά εἶναι ἡ πίστη τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων καί τῶν ἁγίων.
Εἴμαστε ἀκόμα στήν ἀρχή τῆς πορείας μας στήν Μ. Σαρακοστή καί ἡ ἑορτή τῆς ἀναστύλωσης τῶν εἰκόνων μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι μόνο μέ τήν ὀρθή πίστη στόν Θεό μπορεῖ κανείς νά συνεχίσει καί νά ὁλοκληρώσει τήν πορεία αὐτή μετέχοντας στά Πάθη καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτή τήν πορεία μόνο τόν Θεό πρέπει νά πιστεύουμε, ἐμπιστευόμενοι τόν λόγο Του, τηρώντας τίς ἐντολές Του καί πράττοντας ἀγαθά ἔργα. Σέ αὐτή τήν πορεία πρέπει νά πιστεύουμε στόν Θεό ἀκολουθώντας τά εὐσεβῆ διδάγματα τῶν θεοφόρων Πατέρων καί ἀπορρίπτοντας ἰδέες καί ἀπόψεις δικές μας ἤ ἄλλων πού μᾶς συνδέουν μέ τήν ἁμαρτία κι ὄχι μέ τόν Θεό.