ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Ιωάννου Μπέκου – Mε αφορμή την είσοδο στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Ἡ ἐντολή τῆς συγχώρησης ἔχει δώσει τό ὄνομά της στόν ἑσπερινό μέ τόν ὁποῖο εἰσερχόμαστε στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς .  Γιά νά ἀποτελεῖ ἡ ἐντολή τῆς συγχώρεσης τήν ἀφετηρία τῆς πορείας τῶν χριστιανῶν μέσα στήν Μ. Τεσσαρακοστή, θά πρέπει αὐτή ἡ ἐντολή νά εἶναι  πολύ μεγάλης σημασίας γιά τήν ἀνταπόκρισή μας στήν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας γιά μετοχή στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ὅλη αὐτή τήν περίοδο, ἀλλά καί πέρα ἀπό αὐτήν.

Δέν εἴμαστε σίγουροι γιά τό ἄν πρέπει νά συγχωροῦμε κι ὁ Θεός βλέποντας αὐτή μας τήν ἀδυναμία, μᾶς δίνει τήν ἐντολή τῆς συγχώρησης καί μᾶς καλεῖ νά συγχωροῦμε καί μάλιστα χωρίς ὅρια καί προϋποθέσεις καλλιεργώντας τήν ἀρετή τῆς συγχώρεσης πού πρότυπό της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Κάποτε ὁ Ἄπ. Πέτρος ρώτησε τόν Κύριο, ἀνθρώπινα σκεπτόμενος, μέχρι πόσες φορές θά πρέπει νά συγχωρεῖ κανείς τόν ἀδελφό του; Μάλιστα, κατά ἕνα ἀνθρώπινο τρόπο ποῦ συχνά ἀκολουθοῦμε κι ἐμεῖς, ὁ Πέτρος ἀναρωτιέται, μήπως πρέπει μόνο μέχρι ἑπτά φορές;  Ὁ Πέτρος εἶναι βέβαιος ὅτι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἔχουν καί τά ὅριά τους καί αὐτά θά πρέπει νά τεθοῦν.  Βλέπει τήν συγχώρηση ὡς μιά διαδικασία πού κάποια στιγμή ἐξαντλεῖται, ὡς ἕνα συμβόλαιο πού ἔχει συμφωνημένους καί λογικούς ὅρους.  Ἀλλά γιά τόν Κύριο, ἡ συγχώρηση τήν ὁποία κηρύττει στούς ἀνθρώπους εἶναι ἐντελῶς ἄλλης τάξης.  Γι’ αὐτό καί ἀπαντάει στόν Πέτρο καί σέ ὅλους μας ὅτι θά πρέπει νά συγχωροῦμε τόν ἀδελφό μας «ἑβδομήντα φορές τό ἑπτά», ἐννοώντας «τό ἄπειρο, τό συνεχές, τό παντοτινό».  Δηλαδή, ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά συγχωροῦμε ἄπειρες φορές, νά συγχωροῦμε συνεχῶς, νά συγχωροῦμε πάντα.

Ἀλλά γιατί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἀντιλαμβανόμαστε αὐτή τήν ἐντολή ὡς δύσκολη καί δυσβάστακτη;  Γιατί δέν ἔχουμε ταπείνωση καί ἔτσι ἡ φιλανθρωπία πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ἐπιδεικνύουμε δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.  Καί γιά νά μήν ἐπιμείνει κανείς ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι δυσβάστακτη καί δύσκολη, ἀλλά καί γιά νά καταδείξει ὅτι τό πρόβλημα εἶναι μέσα μας,  ὁ Κύριος λέει τήν παραβολή γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πού μοιάζει μέ ἕνα βασιλέα ὁ ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά διαγράψει ὑπέρογκα χρέη τῶν δούλων του μέ σκοπό νά μάθουν οἱ δοῦλοι του νά συγχωροῦν καί οἱ ὁποῖοι, ὅμως, δέν δέχονται νά διαγράφουν τά μικρά χρέη τῶν ἀδελφῶν τους.

Μόνο μικρά χρέη μποροῦμε νά ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας, συγκρινόμενα μέ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος δέχεται πάντα τήν μετάνοιά μας καί μᾶς συγχωρεῖ.  Ὅταν νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς ὀφείλουν πολλά, μᾶς ἔχουν κάνει πολλά, καί δέν δικαιοῦνται τήν συγχώρησή μας – πάντα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔτσι νομίζουμε ὥστε νά μήν νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά συγχωρήσουμε – θά πρέπει νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι δέν δικαιούμαστε καί τήν συγχώρηση ἀπό τό Θεό.  Αὐτή ἡ συγχώρηση, ὅμως, ἡ συγχώρηση πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, θά πρέπει νά μᾶς ἐνδιαφέρει.

Καί τί ἀκριβῶς ζητάει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς; Δύο πράγματα. Καί νά ἀναγνωρίζουμε τά ἁμαρτήματά μας, ἀλλά καί νά συγχωροῦμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων.  Αὐτός πού ἔχει ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν του, συγχωρεῖ πιό εὔκολα τόν ἀδελφό του καί μάλιστα συγχωρεῖ ὄχι μέ τό στόμα, ἀλλά μέ τήν καρδιά.  Καί τότε, πολεμώντας τήν μνησικακία δέν στρεφόμαστε κατά τοῦ ἀδελφοῦ ὅπως συνέβη μέ τόν ἀχάριστο δοῦλο τῆς παραβολῆς ὅταν ἀρνήθηκε νά χαρίσει τό μικρό χρέος τοῦ ἀδελφοῦ του.  Ὅταν συγχωροῦμε τόν ἀδελφό μας γιά τίς ὕβρεις, τίς συκοφαντίες ἤ τά ποικίλα κακά πού ἐνδεχομένως μᾶς προξένησε, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά συγχωρηθοῦν τά δικά μας πολύ περισσότερα ἁμαρτήματα.  Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό θελήσουμε, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀδικήσει, ἀφοῦ μέ τήν συγχώρηση, ἀκόμα καί τῶν ἐχθρῶν μας, ἐμεῖς ὠφελούμαστε.  Καί ἡ ὠφέλεια αὐτή «φθάνει» μέχρι τόν οὐράνιο Πατέρα μας ἀφοῦ ἄν συγχωρήσουμε τούς συνανθρώπους μας γιά τά παραπτώματά μας, ὁ Θεός θά μᾶς συγχωρήσει γιά τά δικά μας παραπτώματα.

Δυσκολευόμαστε νά συγχωρήσουμε γιατί ἀντιλαμβανόμαστε τίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός, σάν νά μήν εἴμαστε ἁμαρτωλοί.  Ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς πού ἀνοίγεται μπροστά μας κάνει τήν συγχώρεση πιό εὔκολη θυμίζοντας σέ ὅλους τους χριστιανούς ὅτι δέν μποροῦν νά συγχωρήσουν καί νά συγχωρεθοῦν χωρίς μετάνοια.  Ἡ κατανόηση τῆς συγχώρησης τελικά προϋποθέτει τήν μετάνοια, ἕναν ἄλλο τρόπο σκέψης καί ζωῆς.  Ἀλλά τί εἶναι ἡ μετάνοια;

Μετάνοια εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Ζακχαίου: «Κύριε, κοίταξε ὅ,τι ἔκανα στή ζωή μου σταματάω νά τό κάνω». Μετάνοια εἶναι τά λόγια τοῦ Τελώνη «Θεέ μου, σπλαχνίσου μέ τόν ἁμαρτωλό».  Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἀσώτου στό σπίτι τοῦ Πατέρα πού δηλώνεται μέ τή φράση: «Πατέρα, ἁμάρτησα στό Θεό καί σ’ ἐσένα. Δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου».

Μετάνοια εἶναι ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἐαυτοῦ, δηλαδή, ἡ ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.  Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦμαι νά ζοῦμε κατά τόν τρόπο πού ἐμεῖς θέλουμε, βάζοντας στόχους καί ὁράματα πού ἐμεῖς τά ὀνομάζουμε χριστιανικά χωρίς συχνά νά μοιάζουν καί πολύ μέ τό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.   Μετάνοια σημαίνει ἡ ἀπόφαση νά ἀφήσουμε τό παλαιό ἄνθρωπο, δηλαδή, τόν ἑαυτό μας πού δουλεύει στήν ἁμαρτία, στίς ἡδονές, στά δέσιμο μέ τά πρόσωπα καί τά πράγματα πού ἀγαπᾶμε, στή ἐξάρτηση ἀπό τίς ποικίλες μέριμνες τῆς ζωῆς μας.

Μετάνοια σημαίνει μεταβολή τοῦ χαρακτήρα τῆς ζωῆς μας, μιά μεταβολή πού φαίνεται ἀπό τήν συγκατάθεσή μας νά σηκώσουμε τό σταυρό πού ὁ Θεός ἐναποθέτει στίς πλάτες μας.  Καί σηκώνουμε τό σταυρό μᾶς ὅταν μέ ὑπομονή ἀντιμετωπίζουμε τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, τήν ἀπόρριψη, τήν ἀποτυχία, τή διαβολή καί ταυτόχρονα ἐπιδιώκουμε τήν πλήρη καί ἀκριβῆ συμμόρφωση πρός τό θέλημα, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.  Κι ἄν καμιά φορά περνάει ἀπό τό μυαλό μας ἡ σκέψη ὅτι ὁ σταυρός μας εἶναι βαρύς, θά πρέπει νά κάνουμε δεύτερη σκέψη, μιά σκέψη πίστης, βεβαιότητας, ὅτι τελικά ὁ Χριστός θά μᾶς βοηθήσει νά τόν σηκώσουμε.  Μόνοι μας δέν μποροῦμε.  Ὁ Χριστός εἶναι τό πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου πού σήκωσε ἀδιαμαρτύρητα τόν δικό Του Σταυρό, γνωρίζει τί σημαίνει νά σηκώνει κανείς τόν σταυρό του καί γνωρίζει πώς σηκώνεται ἕνας σταυρός.  Τί μεγάλη τιμή ἀλήθεια νά μᾶς καλεῖ ὁ Θεός νά κάνουμε ὅ,τι ἔκανε κι Ἐκεῖνος! Τί μεγάλη τιμή νά μᾶς θεωρεῖ ἄξιους νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά Του!

Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι τελικά ὁ σταυρός μας, γιατί οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ κινοῦνται στήν ἀκριβῶς ἀντίθετη κατεύθυνση ἀπό ἐκείνη πρός τήν ὁποία πορεύεται ὁ κόσμος καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν Οὐράνια πόλη.  Ἡ νηστεία, πού μαζί μέ τήν συγχώρεση καί τήν μετάνοια συνοψίζουν τό ἦθος πού θά πρέπει νά χαρακτηρίζει τήν ζωή τῶν χριστιανῶν ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, δείχνει τί σημαίνει κανείς νά ζεῖ καί ταυτόχρονα νά πορεύεται πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐντολή τῆς νηστείας πρός τοῦ Πρωτόπλαστους ἦταν ὁ δρόμος πού θά ὁδηγοῦσε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα πρός τήν τελείωσή τους καί τήν κατά χάριν θεότητα.  Ἡ ὑπακοή στήν ἐντολή τῆς νηστείας θά σήμαινε τήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό καί ἡ παρακοή της θά ἐπέφερε τόν θάνατο.  Ἡ νηστεία, ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί μέχρι σήμερα, σημαίνει τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου νά στραφεῖ ἀπό τήν γῆ πρός τόν οὐρανό, ἀπό τήν δέσμευση μέ τόν κόσμο στήν σχέση μέ τόν Θεό, ἀπό τό ἐνδιαφέρον γιά συγκέντρωση ἀγαθῶν καί ἐξασφάλιση τῆς δόξας τῶν ἀνθρώπων, στήν προσήλωση στόν Θεό καί στό θέλημά Του.  Μόνο γιά τόν τρόπο πού ὁ Θεός βλέπει τόν κόσμο ἡ νηστεία ἔχει νόημα.  Ἀντίθετα, δέν ἔχει νόημα ἡ νηστεία νά γίνεται λόγος γιά τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων ― «σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων».  Δέν εἴμαστε ἐμεῖς τό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀλλά ὁ Θεός, πρός τόν ὁποῖο καί πορευόμαστε.

Ἡ νηστεία μᾶς θυμίζει ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπό σῶμα καί ψυχή πού εἶναι ἑνωμένα στό πρόσωπό μας.  Ἄν δεχόμαστε αὐτή τήν ἕνωση, τότε ἡ νηστεία ἔχει νόημα καθώς ἀναμένεται νά ἐπηρεάσει τήν λειτουργία τῆς ψυχῆς, νά μεταβάλλει τόν τρόπο σκέψης, νά ἐλέγξει τίς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες.  Ὅσο μυστήριο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ἄλλο τόσο μυστήριο πού ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ νηστεία πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια καί ἀπό ἐκεῖ στήν συγχώρεση.

Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Τεσσαρακοστή κατανοοῦμε, ἐπίσης, τήν σχέση νηστείας καί προσευχῆς.  Σέ μιά περίοδο κατά τήν ὁποία τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται γιά μεγαλύτερη συμμετοχή στήν λατρεία καί κοινή προσευχή, γίνεται φανερό ὅτι ἡ νηστεία δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀτομική ἄσκηση ἤ προσωπικό ἐπίτευγμα.  Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ κατά κάποιον τρόπο τήν οὐσία τῆς προσευχῆς, τήν «πρώτη ὕλη» τῆς προσευχῆς πού χαρακτηρίζεται ἀπό τόν περιορισμό τῶν ἐξωτερικῶν ἐπιδράσεων καί τήν μετακίνηση πρός τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο.  Ἡ νηστεία διευκολύνει τήν μετάβαση ἀπό τά «ἔξω» πρός τά «μέσα» καί τελικά τήν εἴσοδο στήν πατρική οἰκία τοῦ Θεοῦ πατέρα. Ὁ στόχος τῆς νηστείας εἶναι νά συνδεθοῦμε περισσότερο καί νά ἐπιθυμοῦμε μέ μεγαλύτερη ἔνταση τή ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐκπληρώνοντας ἀπό τώρα τήν ἐντολή τῆς νηστείας πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στή Ἐκκλησία μαθαίνουμε τόν τρόπο νά νηστεύουμε, νά μετανοοῦμε, νά συγχωροῦμε.  Μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε ὅτι ἡ νηστεία συνδέεται μέ τή δημιουργία καί τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μετάνοια εἶναι μετάνοια ἐνώπιόν του Θεοῦ γιά τίς ἁμαρτίες μας πού πάντα βλάπτουν τούς ἀδελφούς μας, τήν κοινότητά μας, καί «ἡ συγχώρεση εἶναι μιά συγχώρεση πού ἐμεῖς δίνουμε στούς ἀδελφούς κι ἐκεῖνοι μᾶς δίνουν γιά τά δικά μας παραπτώματα καί τήν ὁποία τελικά ἐπιβεβαιώνει ὁ Θεός».  Τέλος, μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε ὅτι κέντρο τῆς πνευματικῆς περιόδου στήν ὁποία εἰσερχόμαστε εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Σταυρός Του, ὄχι ἐμεῖς καί οἱ ὑποθέσεις μας.   Σέ Αὐτόν θά πρέπει νά προσβλέπουμε, Αὐτόν θά πρέπει νά ἀτενίζουμε καί ἀπό Αὐτόν θά πρέπει νά μαθαίνουμε τί σημαίνει νά συγχωρεῖ ὁ ἀναμάρτητος Χριστός τούς ἐχθρούς Του.