omilies

Ομιλία του Δρ. Μιχάλη Χριστοφορίδη εκπαιδευτικού – Γιατί (να) νηστεύουμε;

Βρισκόμαστε εντός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όλοι οι πιστοί και ορθόδοξοι χριστιανοί γνωρίζουν, ότι από την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά μια περίοδος αυστηρής νηστείας και εντονότερης πνευματικής προετοιμασίας, η οποία τελειώνει την Κυριακή του Πάσχα με το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Σκοπός μας είναι να προβληματιστούμε γύρω από ένα απλό ερώτημα: Γιατί νηστεύουμε; (ή)  Γιατί να νηστεύουμε; Το πρώτο ερώτημα απηχεί μια καλόπιστη απορία κάποιου που νηστεύει, αλλά μέσα του έχει πραγματική απορία, γιατί η εκκλησία έχει αυτή τη συνήθεια/εντολή/απαίτηση της νηστείας; Η δεύτερη ερώτηση τίθεται από κάποιον που μάλλον δεν αποφάσισε να νηστεύει, διότι δεν βλέπει κάποιο σοβαρό λόγο να το κάνει. Και η δεύτερη ερώτηση μπορεί να είναι καλόπιστη, αλλά μπορεί και όχι.

Από την αρχή σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι, όσα με τη βοήθεια του Θεού θα γράψουμε, αφορούν ανθρώπους που πραγματικά θέλουν να καταλάβουν τους λόγους, που η νηστεία έχει τη δεσπόζουσα αυτή θέση μέσα στη χριστιανική ζωή. Μπορεί και μετά από όσα θα γράψουμε, να υπάρχουν και άλλες ενστάσεις, απορίες,  ερωτήματα. Και κατανοητό και λογικό. Μπορεί και μετά από όσα θα γράψουμε,  κάποιος να κατανοήσει τους λόγους που νηστεύουμε, αλλά να μην αποφασίσει να νηστεύει. Και κατανοητό και φυσιολογικό (Δεν σημαίνει ό,τι κατανοούμε, πρέπει κατ’ ανάγκη να το εφαρμόσουμε).

Η νηστεία είναι από τα πρώτα εμφανή σημάδια που «αναμένεται» από την ευρεία κοινή γνώμη να έχει κάποιος που  υποτίθεται είναι θρήσκος, και πιστεύει στον Θεό. Ακούμε συχνά π.χ. «Ο τάδε είναι καλός χριστιανός, πάει εκκλησία, νηστεύει, εξομολογείται…». Αν τεθεί το ερώτημα σε κάποιον που νηστεύει: «Γιατί νηστεύουμε», αρκετά συνηθισμένες απαντήσεις είναι οι εξής:

«Για να προετοιμαστούμε για το Πάσχα».

«Για να καθαρίσουμε τον εαυτό μας εσωτερικά και έτσι να μπορέσουμε να νιώσουμε την Ανάσταση του Χριστού πιο γνήσια».

«Διότι έτσι δείχνουμε την αγάπη μας στον Χριστό».

«Διότι αυτή είναι η εντολή του Θεού και της Eκκλησίας».

«Διότι αυτό μας δίδαξαν ο Χριστός και οι Άγιοι της Eκκλησίας μας».

Πολύ συνηθισμένη απάντηση είναι η παράθεση χωρίων της Αγίας Γραφής και αποσπασμάτων από γνώμες διαφόρων μεγάλων Πατέρων που δείχνουν την αναγκαιότητα – αξία – ωφέλεια της νηστείας.

Αυτές οι απαντήσεις μπορεί να μην είναι όλες ολοκληρωμένες, αλλά είναι ορθές. Όλες αυτές οι απαντήσεις είναι ικανοποιητικές για πολλούς ανθρώπους που ζουν τη ζωή της Εκκλησίας, και ήδη νηστεύουν. Οι απαντήσεις αυτές ήταν πλήρως ικανοποιητικές σε πιο παλαιές εποχές, όπου ενώ υπήρχαν πολλές παραβάσεις και αμαρτίες σε πολλούς ανθρώπους, δεν υπήρχε τόσο άμεση αμφισβήτηση – περιφρόνηση του λόγου της Αγίας Γραφής. Το να δεχτεί κάποιος να νηστέψει, απλώς και μόνο επειδή το λέει η Αγία Γραφή, ο ίδιος ο Χριστός και οι Απόστολοι, δεικνύει μεγάλη πίστη και σεβασμό στον λόγο του Θεού, και είναι σημάδι ταπείνωσης. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πολύ θεάρεστα και ελκύουν τη χάρη του Θεού. Όμως η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την καταλυτική επίδραση του ορθολογισμού σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης σκέψης. Όσοι, και ειδικά οι νέοι άνθρωποι, μεγάλωσαν υπό την επίδραση αυτού του ορθολογισμού, και ταυτόχρονα δεν είχαν βιωματικές εμπειρίες της ζωής της Εκκλησίας, αυτοί έχουν πολύ λίγες πιθανότητες να δεχτούν τους πιο πάνω λόγους  ύπαρξης της νηστείας. Έναντι όλων των πιο πάνω απαντήσεων θα αντιτάξουν νέα τολμηρά ερωτήματα που αναιρούν την ουσία αυτών των απαντήσεων. Αυτή η «τόλμη» στην κατάθεση των σκέψεών τους,  πολλές φορές υποκρύπτει εγωισμό, πλήρη απιστία, κακοπιστία, ειρωνεία, χλευασμό και εν πάση περιπτώσει, καμία διάθεση να κατανοήσουν τη νηστεία της Εκκλησίας μας. Πιστεύουμε όμως, ότι υπάρχουν και κάποιοι που θέτουν τέτοια «τολμηρά», «ανατρεπτικά» ερωτήματα όχι με τα προηγούμενα κίνητρα, αλλά απλώς επηρεαζόμενοι από τον διαδεδομένο ορθολογικό τρόπο σκέψης που για όλα απαιτεί λογικά επιχειρήματα. Αυτοί μπορεί να έχουν καλόπιστα κίνητρα που εν αγνοία τους, εφαρμόζονται με λάθος τρόπους σε μη κατάλληλες περιοχές δράσης, όπως εν προκειμένω, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.

Υπάρχει και μια άλλη ομάδα ανθρώπων που νηστεύουν, χωρίς όμως να έχουν προβληματιστεί πάνω στην πνευματική ουσία αυτής της πράξεως, και το κάνουν είτε από συνήθεια, είτε λόγω εθιμοτυπικής παράδοσης, είτε ακόμα και για λόγους υγείας ή ευεξίας. Και αυτοί χρειάζεται να μάθουν το πραγματικό νόημα της νηστείας, διότι στην πνευματική ζωή των χριστιανών δίπλα από τα έργα στέκεται πάντα η πίστη. Χωρίς τη σωστή νοηματοδοτική τοποθέτηση, η νηστεία (και όλες οι αρετές) χάνει την αξία της ως χριστιανική αρετή που ελκύει τη χάρη του Θεού.

Ας προσπαθήσουμε πρώτα να εισδύσουμε στον ορθολογιστικό ωκεανό της σκέψης που αμφισβητεί την αναγκαιότητα της νηστείας:

«Να προετοιμαστώ για το Πάσχα ναι. Γιατί όμως ο Θεός θεωρεί και απαιτεί η προετοιμασία να έχει σχέση με τα φαγητά που τρώμε; Ποια λογική σύνδεση υπάρχει στο αν τρώω κρέας ή φρούτα, με το κατά πόσο προετοιμάζομαι να γιορτάσω το Πάσχα; Κατανοώ, να πρέπει να προσευχηθώ και να ζητήσω συγχώρεση από τον Θεό, αν έκανα κάτι κακό στον πλησίον μου. Κατανοώ, να προσφέρω ελεημοσύνη στον πλησίον μου, να συγχωρέσω κάποιον που μου έφταιξε, ως μέρος της πνευματικής προετοιμασίας μου. Μπορώ να δεχθώ ότι δεν πρέπει να τρώω πολύ, αλλά γιατί να μην τρώω με μέτρο όλα τα φαγητά; Είναι δυνατό ο Θεός να θεωρεί ότι αν τρώω χόρτα και φρούτα τον αγαπώ και αν τρώω τυρί ή κρέας δεν τον αγαπώ;

Λένε ότι αυτή είναι η εντολή του Θεού. Γιατί ο Θεός να δώσει τέτοια εντολή; Πώς βοηθά τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, αν κάποιες μέρες τρώνε κρέας και κάποιες όχι; Κατανοώ την εντολή της αγάπης, την εντολή της ευσπλαχνίας. Αλλά το να λένε ότι ο Θεός έδωσε εντολή νηστείας, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι ο Θεός δίνει εντολές παράλογες τις οποίες πρέπει να τηρήσουμε, απλώς και μόνο για να αποδείξουμε ότι τον δεχόμαστε ως Θεό; Οι εντολές του Θεού δεν πρέπει να έχουν κάποια λογική;

Το να μου λένε ότι πρέπει να νηστέψω, διότι το είπε ο Χριστός και οι Άγιοι, δεν μου εξηγεί το γιατί πρέπει να νηστέψω. Απλώς μεταθέτει το ερώτημα. Γιατί  είπε ο Χριστός και οι Άγιοι ότι πρέπει να νηστεύουμε; Αφήνω το ενδεχόμενο τελικά, η νηστεία να είναι η γνώμη κάποιων Αγίων ή απλών ανθρώπων άλλης εποχής που δεν προσφέρει τίποτε στην εποχή μας».

Αυτές και άλλες παρόμοιες σκέψεις γεννιούνται στο μυαλό κάποιων ανθρώπων, που είτε αποφασίζουν διστακτικά να νηστέψουν, είτε αρνούνται, μη κατανοώντας αυτό που τους καλεί η Εκκλησία να κάνουν.

Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε αυτές τις σκέψεις,  σπεύδουμε να πούμε εκ των προτέρων ότι ακόμη και η καλύτερη ορθολογική απάντηση να δοθεί, δεν εγγυάται ούτε κατ’ ελάχιστον την αλλαγή της στάσης ή ακόμα και της κατανόησης, σε αυτούς που εμφορούνται από τέτοιο τρόπο σκέψης, ειδικά αν αυτές οι σκέψεις δεν έχουν καλόπιστη διάθεση. Αυτό που χρειάζεται πραγματικά, είναι κάτι που μας γράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 16), όταν ο Απ. Παύλος μιλούσε για πρώτη φορά στους Φιλίππους (πόλη της Μακεδονίας) για μια νέα κοπέλα που τον άκουγε: «καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία,… σεβομένη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου». Ο Θεός άνοιξε την καρδία της Λυδίας, ώστε να προσέχει, όσα έλεγε ο άγνωστος αυτός Ιουδαίος. Και ευθύς η Λυδία βαπτίσθηκε στο όνομα του Χριστού. Αυτή είναι η πιο κρίσιμη προϋπόθεση για να κατανοήσουμε όσα μας διδάσκει η Εκκλησία. Δυστυχώς, πρέπει να ομολογήσουμε, ότι η ορθολογιστική στάση (ειδικά αν κρύβει και εγωισμό) δεν αποτελεί εύφορο έδαφος για να παρέμβει ο Θεός και να ανοίξει την καρδία κάποιου προς κατανόηση των εντολών του.

Η ορθολογιστική προβληματική σε οποιοδήποτε θέμα, πρέπει να γνωρίζουμε, ότι προϋποθέτει την αποδοχή κάποιων ελάχιστων προτάσεων – καταστάσεων βάσει των οποίων θα αναπτυχθεί η ορθολογιστική διαδικασία. Ακόμα και η πλέον ορθολογιστική σκέψη βασίζεται σε κάποια αρχική ιδέα που αποτελεί αποτέλεσμα πίστης και όχι λογικής. Αυτό το θέμα όμως είναι πολύ μεγάλο, και θα φανεί καλύτερα στα όσα ακολουθούν.

Θα προσπαθήσουμε να προβληματιστούμε πάνω στο θέμα της νηστείας, διότι είμαστε βέβαιοι ότι οι εντολές του Θεού, και εν προκειμένω η νηστεία, και λογικές είναι και κατάλληλες και απαραίτητες για τη σωτηρία του ανθρώπου, αρκεί να δεχθούμε κάποιες «αλήθειες» όπως μας τις δίνει η Αγία Γραφή και η Εκκλησία μας.

Η πρώτη φορά που ο Θεός ζητά από τον άνθρωπο τη νηστεία είναι στον Παράδεισο, προ της πτώσεως του ανθρώπου. Οι συνθήκες τότε ήταν πολύ διαφορετικές. Ο Θεός ζήτησε κάτι πάρα πολύ εύκολο από τους Αδάμ και Εύα. Το μόνο που είχαν να «νηστέψουν» ήταν ο καρπός ενός και μόνο δέντρου από τα πάρα πολλά άλλα δέντρα του Παραδείσου που μπορούσαν να απολαμβάνουν. Ποιο όμως νόημα είχε τότε η νηστεία; Ο άνθρωπος (άνδρας και γυναίκα) πλάστηκε από τον Θεό από ύλη και πνεύμα. Το σώμα του αποτελούσε την υλική πλευρά, ενώ η ψυχή του την πνευματική πλευρά. Αυτά τα δύο μέρη ήταν ενωμένα σε μία αδιαχώριστη ψυχοσωματική οντότητα. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με κάποιες προδιαγραφές (το λεγόμενο «κατ’ εικόνα Θεού») και τον προίκισε με το αυτεξούσιο (την ελεύθερη βούληση), το οποίο έπρεπε να ενεργοποιηθεί και να αποδεχθεί ή όχι την πρόσκληση του Θεού στο να κινηθεί προς τον Δημιουργό του, (να φτάσει στο καθ’ ομοίωση). Η αποδοχή ή όχι, έπρεπε να καλύπτει και τα δύο μέρη του ανθρώπου (ψυχή και σώμα). Η τότε «ιδιότυπη» εντολή της νηστείας που δόθηκε από τον Θεό (το σώμα δεν έπρεπε να απολαύσει ένα συγκεκριμένο καρπό ενός δέντρου), συνδέθηκε άρρηκτα με την ψυχική πρόκληση-πρόσκληση του Θεού προς τους πρωτόπλαστους, στο κατά πόσο θα επεδείκνυαν ή όχι εμπιστοσύνη – πίστη στην αλήθεια των  λόγων Του: «ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Η τόσο απλή εκείνη «νηστεία» στον Παράδεισο, συνιστούσε την ορατή απόδειξη της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στον Θεό και τη συμμετοχή του υλικού μέρους του ανθρώπου (σώμα) στην ψυχική εμπιστοσύνη που ανέμενε ο Θεός να δείξουν οι άνθρωποι. Δυστυχώς τα πράγματα λειτούργησαν εντελώς αντίθετα. Η παράβαση της «νηστείας», ήταν το ορατό σημάδι της εμπιστοσύνης που επέδειξαν οι άνθρωποι προς τον διάβολο και τη συμβουλή του: «καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον». Το χωρίο της Γένεσης είναι αρκούντως διαφωτιστικό. Η παράβαση της νηστείας ήταν ακριβώς η ορατή απόδειξη του ψυχικού κινήτρου των ανθρώπων: Σε μια πορεία «αντί-θεη», οι πρωτόπλαστοι τρώνε από τον καρπό του δέντρου προκειμένου να γίνουν θεοί («διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί», τους υποσχέθηκε ο διάβολος).

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι από τα πρώτα στάδια της ύπαρξης του ανθρώπου, η νηστεία αποκτά ένα πολύ σημαντικό συμβολικό χαρακτήρα, όχι όμως από μόνη της, αλλά μέσα στο όλο πλαίσιο της σχέσης Θεού και ανθρώπου: Είναι το ορατό σημάδι της κατεύθυνσης που επιλέγει το αυτεξούσιο του ανθρώπου στο αν εμπιστεύεται τον Θεό ή όχι και κατ’ επέκταση αν θα χτίσει μαζί Του μια σχέση κοινωνίας ή σχέση αποξένωσης ή και εχθρότητας.

Ας έρθουμε τώρα στον παρόντα μεταπτωτικό κόσμο που ζούμε. Γιατί ο Θεός επιλέγει να «απαιτεί» ακόμα τη νηστεία» από τους χριστιανούς; Τότε, στον Παράδεισο, ήταν μια πολύ εύκολη και απλή στέρηση ενός και μόνο καρπού. Τώρα δεν έχει άλλες πιο ουσιαστικές εντολές να απαιτήσει για να ελέγξει το αυτεξούσιό μας; Γιατί θεωρεί αναγκαίο το να μην τρώμε π.χ. κρέας για κάποιες μέρες, ακόμα και αν, όπως λέγεται, η νηστεία μας επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως η γλώσσα (το τι λέμε) ή η όραση (το τι βλέπουμε) κ.ο.κ.; Δεν ήταν αρκετά τα τελευταία αυτά, που είναι και πιο σημαντικά;

Για να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να δούμε πολύ πιο σφαιρικά το πνεύμα των εντολών του Θεού. Υπάρχουν οι εντολές του Θεού που στην ουσία απορρέουν από τις ενέργειες του Θεού (τον τρόπο που ο Θεός ενεργεί στον κόσμο) και οι οποίες κυρίως απαιτούνται από τους ανθρώπους, ώστε να τους κάνουν να ομοιάζουν με τον Θεό. Ο Θεός είναι πρώτα και πάνω από όλα αγάπη. Γι’ αυτό δίνεται πρωτίστως η εντολή της αγάπης και όλων των συγγενικών με αυτήν αρετών: ευσπλαχνία, συγχωρητικότητα, μακροθυμία, ελεημοσύνη, πραότητα, κ.λπ.:

«ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς, ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους… Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν».

«ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται».

Όλες λοιπόν οι εντολές και οι διδασκαλίες του Χριστού σε τελευταία ανάλυση καταλήγουν στην εντολή της αγάπης, που είναι και η κύρια ενέργεια του Θεού στον κόσμο αυτό: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Ιωάννου Α΄ Επ. 4:16).

Υπάρχουν όμως και οι εντολές, που λαμβάνουν μια άλλη, πολύ σοβαρή πραγματικότητα, υπόψη. Μετά την πτώση του ανθρώπου σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων «νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν Ἀδάμ· οὕτως ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ Ἀδὰμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ’ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπὸ νόμον πεσούσης τὸν τῆς ἁμαρτίας» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας).

Απόδοση: «αρρώστησε η (ανθρώπινη) φύση με την αμαρτία που προκάλεσε η παρακοή του ενός, δηλαδή του Αδάμ. Έτσι κατεστάθησαν αμαρτωλοί οι πολλοί (απόγονοι του Αδάμ), όχι διότι συμμετείχαν στην αμαρτία του Αδάμ, άλλωστε αφού τότε δεν υπήρχαν, αλλά διότι κληρονόμησαν από εκείνον την ίδια ανθρώπινη φύση, η οποία ανθρώπινη φύση βρισκόταν (λόγω του Αδάμ) υπό την εξουσία του νόμου της αμαρτίας (Το γιατί επέλεξε ο Θεός να λειτουργήσουν με αυτό τον τρόπο τα πράγματα είναι ένα άλλο μεγάλο ερώτημα, που εκφεύγει από το παρόν θέμα).

Η πνευματική αυτή αρρώστια των ανθρώπων τους καθιστά αδύνατους να έρθουν σε άμεση κοινωνία με τον Θεό, όπως ήταν στον Παράδεισο. Για να τηρήσουν λοιπόν τις εντολές του Θεού που θα τους καταστήσουν όμοιους με τον Θεό (αυτές που αναφέραμε πιο πάνω) χρειάζονται οπωσδήποτε τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού. Δυστυχώς,  η ασθενής και άρρωστη ανθρώπινη φύση δεν μπορεί πλέον μόνη της να εξομοιωθεί με τον Θεό. Μας το είπε άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15, 5). Πώς όμως θα έρθει ο Θεός σε βοήθεια του ανθρώπου; Με βάση την αρχή του αυτεξουσίου του ανθρώπου, την οποία σέβεται απόλυτα ο Θεός, θα πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να Τον καλέσει. Άρα εμφανίζεται η ανάγκη της προσευχής, της επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό.

Όμως εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διευκρίνιση. Οι εντολές του Θεού δεν είναι μια λίστα κάποιων πράξεων, που απλώς πρέπει να τις εκτελέσουμε και ο Θεός έρχεται και μας βοηθά να τις φέρουμε εις πέρας. Π.χ. Δεν είναι σαν να έχουμε να κάνουμε κάποιες εξωτερικές εργασίες, όπως να καθαρίσουμε το σπίτι, να ποτίσουμε τον κήπο, να πλύνουμε το αυτοκίνητο και επειδή δεν μπορούμε να τις κάνουμε, έρχεται ο Θεός, μας βοηθά, τελειώνουμε τις εργασίες μας και έτσι πετυχαίνουμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε. Οι εντολές του Θεού έχουν οντολογικό χαρακτήρα, άπτονται δηλαδή αυτής τούτης της ανθρώπινης ύπαρξης, την οποία αφενός έχουν ως σκοπό να  θεραπεύσουν από τη νόσο της αμαρτίας (αναφερθήκαμε πριν) και να  εξομοιώσουν τις ενέργειές της με τον τρόπο που ενεργεί ο ίδιος ο Θεός (να αγαπά όλους, να ανέχεται όλους, να θυσιάζεται για όλους, κ.λπ). Για να το πούμε απλά, οι εντολές δεν μας καλούν απλώς να κάνουμε κάτι, αλλά να γίνουμε κάτι. Και αυτό που καλούμαστε να γίνουμε είναι όμοιοι με τον Θεό, Θεοί κατά χάριν, Άγιοι. Για να επιτευχθεί αυτό δεν χρειάζεται απλώς η βοήθεια του Θεού ως ενός εξωτερικού προσώπου, αλλά η ένωσή μας με τον Θεό, η ολίγον κατ’ ολίγον χριστοποίηση του ανθρώπου, έτσι ώστε να μπορεί να βιώνει αυτό που έγραφε ο Απ. Παύλος: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Για να συνοψίσουμε, οι κατ’ εξοχήν εντολές του Θεού, που συνιστούν και τις αρετές – χαρακτηριστικά που κάνουν τον άνθρωπο να ομοιάζει με τον Θεό, για να επιτευχθούν γνήσια από τον άνθρωπο, χρειάζεται ο άνθρωπος να βρίσκεται σε κάποια τουλάχιστον κοινωνία με τον Θεό. Όσο πιο στενή και απρόσκοπτη είναι αυτή η κοινωνία τόσο πιο γνήσια είναι και η φύλαξη αυτών των εντολών. Είναι αναντίρρητο, ότι αν ο Θεός ερχόταν και κατοικούσε εντός κάθε ανθρώπου, η επίδρασή Του θα ήταν τόσο καταλυτική που θα έκανε τον οποιοδήποτε άνθρωπο να εγκατέλειπε κάθε αμαρτωλή πράξη/σκέψη/τάση που έχει και θα ενεργούσε ολοκληρωτικά σύμφωνα με τον τρόπο του Θεού. Το μόνο πρόβλημα σε αυτή την υποθετική κατάσταση είναι ότι για να το κάνει αυτό ο Θεός θα έπρεπε να μην λάβει υπόψη (άρα, να ακυρώσει) το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Επειδή όμως ξέρουμε, ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ, αυτό που μένει είναι η ελεύθερη και γνήσια πρόσκληση του ανθρώπου προς τον Θεό, ώστε να τον επισκεφθεί και να κατοικήσει μέσα του και να λειτουργήσει, όπως περιγράψαμε προηγουμένως.

Το θέμα μας τώρα καταλήγει στο πώς ο άνθρωπος πείθει τον Θεό, ότι πράγματι Τον θέλει να έρθει στη ζωή του για να την αλλοιώσει και να την κάνει να είναι όμοια με τη δική Του. Ο Θεός είναι πολύ «ευαίσθητος» στο κατά πόσο ο άνθρωπος, όντως Τον θέλει, όντως Τον προσκαλεί. Και αυτό διότι ο Θεός βλέπει και γνωρίζει ακόμα και τις πιο βαθιές σκέψεις και διαθέσεις του ανθρώπου. Είναι αδύνατο ο άνθρωπος να Τον ξεγελάσει. Απεναντίας ο άνθρωπος μπορεί πολύ εύκολα να ξεγελάσει τον εαυτό του, ότι δήθεν επιθυμεί τον Θεό, ενώ στην ουσία δεν επιθυμεί τη ζωή του Θεού, αλλά τη συνδρομή Του στην επίτευξη κάποιων επίγειων στόχων – σχεδιασμών του. Αυτή είναι μια πάρα πολύ συνήθης κατάσταση που επικρατεί σε πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι προσεγγίζουν τον Θεό, όχι για να τους βοηθήσει να Του μοιάσουν, αλλά για να πραγματοποιηθούν κάποια αιτήματά τους (π.χ. θεραπεία μιας δύσκολης ασθένειας, επιτυχία σε μια επαγγελματική υπόθεση, επίλυση ενός δύσκολου οικογενειακού προβλήματος, κ.λπ.). Βέβαια ο καλός Θεός πολλές φορές ικανοποιεί αυτά τα αιτήματα των παιδιών του, αλλά δεν παύει όμως να γνωρίζει πολύ καλά, ότι τα κίνητρά τους δεν ήταν και τόσο ανιδιοτελή.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η ανάγκη μιας άλλης ομάδας εντολών του Θεού που έχουν σκοπό να βοηθήσουν τον άνθρωπο να  «πείσει» τον Θεό (αλλά και να αποκρυσταλλώσει και για το ίδιό του τον εαυτό) για τη γνησιότητα της πρόσκλησής του, να ξεκαθαρίσει τα κίνητρα του ανθρώπου και να εξαγιάσει τις προθέσεις του όσον αφορά τον  πραγματικό του στόχο: την κοινωνία και τη σχέση με τον Θεό ως πατέρα, προκειμένου να πετύχει την αλλοίωση της ζωής του και την ομοίωσή της με αυτήν του Θεού. Σε αυτές τις εντολές ανήκει και η νηστεία. Πώς όμως η νηστεία μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο;

Ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό για να είναι σε διαρκή κοινωνία μαζί Του. Αυτή η σχέση θα ολοκλήρωνε τον άνθρωπο και θα τον έκανε συμμέτοχο της μακαριότητας του Θεού. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, όπως και των άλλων λογικών όντων (Αγγέλων): Να κοινωνήσουν και να μετέχουν της κατάστασης ευδαιμονίας του Δημιουργού τους. Μετά την πτώση και αφού έχασε ο άνθρωπος αυτή τη δυνατότητα, αναπόφευκτα στράφηκε (συνεργούντος και του πονηρού διαβόλου) σε άλλες υποκατάστατες πηγές ευδαιμονίας και ηδονής. Αυτές οι πηγές προέρχονταν πρώτιστα από τον υλικό κόσμο. Αντί τα υλικά στοιχεία του κόσμου να αποτελούν μέσα για ανύψωση του ανθρώπου προς τον δωρεοδότη Θεό, ως μια ευχαριστιακή και δοξολογική κίνηση για αυτά, κατάντησαν να αποτελούν για τον άνθρωπο καθ’ εαυτά κύρια αντικείμενα άντλησης ενός είδους ηδονής προς αντικατάσταση της ηδονής που απώλεσε, όταν αποξενώθηκε από τον Θεό διά της αμαρτίας. Μια κύρια υλική πηγή ηδονής είναι το φαγητό. Άλλη πηγή είναι η σάρκα, δηλαδή η ηδονή από κάθε φύσεως σεξουαλική δραστηριότητα. Άλλη πηγή είναι η συγκέντρωση πολλών και σπάνιων υλικών αγαθών, τα χρήματα, η πολυτελής ζωή και εν γένει οποιοδήποτε υλικό μέσο έκανε τον άνθρωπο να ξεχωρίζει από τους συνανθρώπους του, προσφέροντάς του την ηδονή της υπεροχής. Αυτή την κατάσταση έχοντας υπόψη ο Θεός και η Εκκλησία, διέγνωσαν την ασθένεια και κατάρτισαν τα σωστά φάρμακα, για όσους φυσικά πιστεύουν ότι τα πράγματα έχουν έτσι και αποδέχονται αυτή την ερμηνεία της ανθρώπινης κατάστασης.

Ένα από τα φάρμακα αυτά είναι και η νηστεία, η οποία εμπίπτει στη γενικότερη θεραπευτική μέθοδο της Εκκλησίας για αυτή την κατάσταση και ονομάζεται άσκηση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ασκητική. Η άσκηση έγκειται στην εκούσια στέρηση εκ μέρους των ανθρώπων για κάποιο χρονικό διάστημα κάποιων υλικών στοιχείων που αναζητά ο άνθρωπος για να νιώσει ευχάριστα, στοιχεία από τα οποία αντλεί ηδονή  σε αυτό τον κόσμο. Ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα όσων δεν δέχονται τη νηστεία έχει να κάνει με αυτό το σημείο. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος να στερείται όσα του προσφέρουν ευχαρίστηση; Γιατί ο Θεός να μην θέλει να νιώθουμε ηδονή; Γιατί να θέλει να μας δυσκολεύει;

Αν δούμε τη νηστεία και γενικότερα την άσκηση, ως εντολή ξεκομμένη από όλο το άλλο ανθρωπολογικό πλαίσιο που περιγράψαμε, τα ερωτήματα αυτά είναι φυσιολογικά και λογικά. Αν όμως δεχθούμε τη μεταπτωτική «νοσηρή» κατάσταση του ανθρώπου, την ανάγκη του να αντικαταστήσει την παρουσία και χάρη του Θεού που απώλεσε, με διάφορα επίγεια υλικά μέσα που προσφέρουν ηδονή, τότε αποκτούν νόημα οι ασκητικές επιταγές της Εκκλησίας.

Φθάνουμε σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα: Έχουμε μια κατά κάποιο τρόπο επανάληψη της δοκιμασίας που ο Θεός έθεσε στους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Και τότε, η εντολή να μην φάγουν από τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού, λειτουργούσε ως μια απλή απτή απόδειξη μιας ευρύτερης ψυχικής δοκιμασίας της εμπιστοσύνης των πρωτοπλάστων προς τον Θεό. Όσοι δεν το βλέπουν έτσι, απλώς χλευάζουν τη διήγηση της Αγίας Γραφής ως ένα ανόητο μύθο (Λένε υπεραπλουστευμένα «Ο Θεός τους είπε να μην φάνε ένα μήλο, αυτοί το έφαγαν και αυτός τους τιμώρησε, διότι δεν τον υπάκουσαν»). Και σήμερα λοιπόν έχουμε ένα αντίστοιχο σκηνικό, διαφοροποιημένο ποιοτικά, διότι η κατάσταση έχει φυσικά αλλάξει. Η Εκκλησία και η Αγία Γραφή (ο λόγος του Θεού) μας λέει ότι ο άνθρωπος είναι σε μια κατάσταση πτώσης, η φύση του ανθρώπου νοσεί με την αμαρτία και απόδειξη αυτής της κατάστασης είναι ότι όλα όσα ποθεί ο άνθρωπος και αγωνίζεται να πετύχει έχουν επίκεντρο την ηδονή που δίνουν τα πράγματα του κόσμου τούτου (χρήματα, φαγητά, σαρκικές απολαύσεις, δόξα και υπεροχή έναντι των άλλων). Βέβαια επειδή ο άνθρωπος δεν έχασε εντελώς τον χαρακτήρα του ως κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα, έχει και πολλά αγαθά χαρακτηριστικά (αγάπη, συμπόνια, αυτοθυσία κ.λπ), τα οποία φαίνονται σε πολλές εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Στις πλείστες όμως περιπτώσεις αυτά τα χαρακτηριστικά υλοποιούνται επιλεκτικά, μεμονωμένα και υποχωρούν συνήθως, όταν έρθουν σε σύγκρουση με τις άλλες προηγούμενες επιδιώξεις του ανθρώπου τις οποίες παραθέσαμε.

Έναντι σε αυτή τη νοσούσα κατάσταση, ο Θεός, αφού έδειξε ο ίδιος πρώτα την ιδεώδη υγιή κατάσταση του ανθρώπου στο δικό του Θεανθρώπινο πρόσωπο, είναι έτοιμος να έρθει να θεραπεύσει, να  διορθώσει, να σώσει τον άνθρωπο. Χρειάζεται όμως την ανθρώπινη κλήση, την ελεύθερη και αυτόβουλη σφραγίδα του αυτεξουσίου του. Αυτό δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να γίνει, από την εκούσια (έστω για κάποιο καιρό) απάρνηση όλων όσων προσφέρουν αυτή την υλική ηδονή  την οποία αναζητά ο άνθρωπος για να υποκαταστήσει τη σχέση του με τον Θεό, για την οποία είναι πλασμένος. Έτσι η νηστεία από το φαγητό (κατά κύριο λόγο τα εύγευστα και πλούσια σε θερμίδες φαγητά), η εγκράτεια από τη σεξουαλική ηδονή, η στέρηση των πολυτελών αναπαύσεων και διασκεδάσεων και η αντικατάσταση αυτών με μια πιο λιτή, ασκητική ζωή συνδυασμένη με αυξημένη προσευχή, εξομολόγηση και ελεημοσύνη (μην ξεχνούμε και τα χρήματα ως πηγή ηδονής) είναι η απτή απόδειξη του ανθρώπου, ότι παραδέχεται την ύπαρξη και προκρίνει μια άλλη κατάσταση ζωής, μια σχέση με τον Θεό, η οποία μπορεί να του προσφέρει ποιοτικότερη και ασυγκρίτως ανώτερη ηδονή από αυτήν που προσφέρει το φαγητό, η σάρκα, το χρήμα και η υλική πολυτέλεια. Με άλλα λόγια, για να πείσουμε τον Θεό ότι πραγματικά επιθυμούμε να έρθει στη ζωή μας, να μας επισκεφθεί,  να μας θεραπεύσει και να μας χαρίσει τη δική Του αγάπη, χαρά, ευτυχία, αρνούμαστε εκούσια (για κάποιο χρονικό διάστημα) τις άλλες υποκατάστατες πηγές ηδονής που μπήκαν στη ζωή του ανθρώπου εξαιτίας της αμαρτίας και αυτό ως μια απτή έμπρακτη απόδειξη της γνησιότητας της βουλήσεώς μας. Η υπομονή – επιμονή  που επιδεικνύει ο άνθρωπος καθ’ όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο που θυσιάζει όσα του προσφέρουν ηδονή (π.χ. φαγητά) (αν βεβαίως ο σκοπός της θυσίας είναι αυτός) «πείθει» τον Θεό ότι πραγματικά ποθούμε μια άλλου είδους ευχαρίστηση, μια άλλου είδους αγαλλίαση, αυτήν που εκπορεύεται από τον Θεό. Αντίθετα, ο Θεός όταν βλέπει τον άνθρωπο να αναζητά, να αγωνίζεται και να αναλώνεται διαρκώς για την εξασφάλιση των πάσης φύσεως υλικών ηδονών, αυτό είναι αρκετό για Αυτόν, ώστε να αποτραβηχτεί από τη ζωή τέτοιου ανθρώπου, σεβόμενος την απτή έμπρακτη επιλογή του να αντλεί το νόημα της υπάρξεώς του και της ευτυχίας από όλες αυτές τις εγκόσμιες υλικές πηγές.

Αυτή είναι η ορθή στάση που πρέπει να έχουμε έναντι της νηστείας και της άσκησης γενικότερα. Η Εκκλησία δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε εναντίον της ευχαρίστησης των παιδιών της. Δεν έχει καμία σχέση με ανατολικές ή άλλες φιλοσοφίες που ανάγουν την άσκηση ως μια αυτοαξία, που ελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε τι εγκόσμιο, για να τον οδηγήσει σε μια ειρηνική κατάσταση αυτοευδαιμονίας. Η Εκκλησία μας αναγνωρίζει ότι όλα τα υλικά αγαθά είναι δώρα του Θεού και ως τέτοια τα ευλογεί και αναγνωρίζει την ανάγκη της χρήσης τους. Απλώς καλεί τα τέκνα της να στερηθούν εκούσια κάποια ευχάριστα στοιχεία της ζωής αυτής, διότι είναι πεπεισμένη για την ύπαρξη κάποιων άλλων αγαθών, τα οποία και  θέλει να τους τα προσφέρει και τα οποία είναι ασυγκρίτως καλύτερα. Μια στάση δηλαδή, εντελώς ορθολογική: Στερούμαι κάτι καλό για να πετύχω κάτι πολύ καλύτερο. Η νηστεία και η άσκηση είναι η ομολογία του ανθρώπου για αυτή την πραγματικότητα και η συγκατάθεσή μας έναντι του Θεού (ο οποίος οπωσδήποτε απαιτεί αυτή τη συγκατάθεση) για να μας προσφέρει αυτά τα ασυγκρίτως καλύτερα που πηγάζουν από αυτόν.

Πρώτη προϋπόθεση για αυτή τη στάση βέβαια, όπως και τότε στον Παράδεισο, είναι η πίστη – εμπιστοσύνη στη θέση της Εκκλησίας   ότι η ζωή στον κόσμο αυτό και η προσκόλληση στις υλικές ηδονές είναι νοσηρά συμπτώματα μιας ασθενούς ανθρώπινης φύσης με ασθένεια την αμαρτία. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η πίστη και παραδοχή ότι υπάρχει μια πολύ καλύτερη εναλλακτική επιλογή που απορρέει από την ορθή σχέση με τον Θεό, έναντι όλων των λοιπών υλικών ηδονών που εναγωνίως ψάχνει ο άνθρωπος. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις απαιτούν την πίστη του ανθρώπου (όπως και τότε στον Παράδεισο που ο άνθρωπος έπρεπε να πιστέψει στη συμβουλή του Θεού για να μην φάει από τον συγκεκριμένο καρπό). Έναντι σε αυτές τις προϋποθέσεις έρχεται ο σύγχρονος κόσμος (στον Παράδεισο ήταν ο όφις – διάβολος) και υποστηρίζει ότι η αναζήτηση των υλικών ηδονών είναι το πιο φυσικό και φυσιολογικό πράγμα, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αναζητά ο,τιδήποτε του προσφέρει ευχαρίστηση, (μπαίνουν βέβαια κάποιοι ηθικοί φραγμοί) και επίσης όποιος/όποιοι (π.χ. Εκκλησία, Θεός, θρησκείες) έρχονται και λένε το αντίθετο, είναι διότι θέλουν να ελέγχουν τους ανθρώπους και να τους βασανίζουν, να τους φορτώνουν ενοχές, για να μπορούν να τους ελέγχουν. Επίσης ακυρώνει ιδεολογικά  οποιαδήποτε επιλογή αναζήτησης μιας άλλης ζωής ως αόριστης, φαντασιώδους και εμπίπτουσας στη σφαίρα της νοσηρής φαντασίας κάποιων ανθρώπων.

Ο σύγχρονος άνθρωπος (όπως και οι πρωτόπλαστοι) έχουν να επιλέξουν, να δείξουν τελικά ποιον εμπιστεύονται. Και το κάνουν όχι θεωρητικά, με λόγια, αλλά εμπράκτως, με την άσκηση και τη νηστεία, εντός βέβαια του όλου θεολογικού πλαισίου πίστεως που περιγράψαμε.

Πολλά τροπάρια της Εκκλησίας μας αντιπαραβάλλουν τη νηστεία με τις ηδονές του κόσμου διδάσκοντάς μας έτσι τη θεολογική βάση αυτού του πλαισίου. Ενδεικτικά: «Δεῦτε προθύμως, τὸ στερρὸν ὅπλον τῆς Νηστείας, ἔχοντες ὡς θυρεόν, πᾶσαν μεθοδείαν πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, ἀποστρέψωμεν πιστοί, μὴ θελχθῶμεν ταῖς ἡδοναῖς τῶν παθῶν».

Απόδοση: «Ἐλᾶτε πρόθυμα, ἔχοντας ὡς ἀσπίδα τό στερεό ὅπλο τῆς νηστείας, νά ἀποτρέψουμε, πιστοί, κάθε μέθοδο τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ· Ἄς μή γοητευθοῦμε ἀπό τίς ἡδονές τῶν παθῶν».

Ο βαθμός και το είδος της άσκησης, δηλαδή το ποια υλικά αγαθά και για πόσο καιρό θα υπάρχει η εκούσια στέρηση δεν το αφήνει η Εκκλησία στον καθένα να το αποφασίζει. Αυτό θα ήταν εντελώς αντίθετο με τη γενικότερη θεώρηση της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού και των πιστών ως αδελφών. Έπρεπε οι χριστιανοί, ως μέλη του σώματος του Χριστού, να έχουν μια ελάχιστη κοινή γραμμή ασκητικής βιοτής. Επιπλέον, γνωρίζοντας η Εκκλησία ότι ένα σύμπτωμα του προπατορικού αμαρτήματος ήταν και η φιλοδοξία του ανθρώπου για αυτόνομη επιλογή του τι είναι ορθό και τι είναι λάθος (θυμίζουμε ότι το δέλεαρ του διαβόλου στην Εύα ήταν «ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν») καθόρισε τον τρόπο και το είδος της άσκησης και τον έθεσε και ως μια πρόκληση υπακοής, επαναλαμβάνοντας και σε αυτό το σημείο τις συνθήκες της προπατορικής δοκιμασίας. Βέβαια όπως μια καλή μητέρα, όπου υπάρχει ανάγκη, αντιμετωπίζει με κατανόηση και επιείκεια κάθε δυσκολία των παιδιών της, στα πλαίσια της εξατομικευμένης πνευματικής καθοδήγησης.

Προχωρούμε τώρα σε μια άλλη διάσταση του θέματος. Πώς καθορίστηκαν οι τρόποι άσκησης και το περιεχόμενο της νηστείας; Γιατί να πρέπει να νηστεύουμε από το α και β και γ φαγητό και όχι μόνο από το α; Γιατί να νηστεύουμε 40 μέρες και όχι 10;

Για να το απαντήσουμε αυτό πρέπει να πούμε πόση μεγάλη σημασία έχει για την Εκκλησία η εμπειρία. Η πίστη της Εκκλησίας δεν είναι φιλοσοφία, δεν είναι ιδεολογία, αλλά εμπειρία που βιώνεται, έχει συγκεκριμένο αντικείμενο και σκοπό και όταν εφαρμοσθεί ορθά δίνει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Σε αυτό το σημείο θα θυμηθούμε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, έναν από τους πιο μεγάλους σύγχρονους δογματολόγους, που υποστήριζε ότι η ορθόδοξη θεολογία στα πανεπιστήμια δεν έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στις κοινωνικές θεωρητικές επιστήμες αλλά στις θετικές. Είναι πιο συγγενική δηλαδή με την ιατρική, παρά με τη φιλοσοφία. Είναι γεγονός ότι οι συνθήκες της νηστείας (και πολλές άλλες πράξεις) της Εκκλησίας δεν ήταν ακριβώς έτσι από την αρχή της ζωής της. Πολλά άλλαξαν μέσα στον χρόνο. Δεν άλλαξε βέβαια καθόλου το θεολογικό υπόβαθρο, το οποίο περιγράψαμε προηγουμένως. Η νηστεία πάντα ήταν και θα είναι αναγκαία. Γιατί; Απλούστατα, διότι η ίδια η εμπειρία των τέκνων της Εκκλησίας (των Αγίων) το επιβεβαίωνε συνεχώς. Πολλοί ύμνοι της Εκκλησίας μας αυτή την περίοδο έχουν ακριβώς στόχο να μας υπενθυμίσουν τη συγκεκριμένη εμπειρία της νηστείας σε διάφορες περιπτώσεις, ώστε να μην έχουμε αμφιβολίες για τη χρησιμότητά της. Ψάλλει π.χ. η Εκκλησία την Κυριακή της Τυρινής:

 «Μωσῆς θεόπτης ἐχρημάτισε, νηστείᾳ τὰ ὄμματα, τῆς ψυχῆς καθηράμενος. Διὸ τοῦ Παραδείσου οἰκήτορες γενέσθαι ἐπιποθοῦντες, ἀπαλλαγῶμεν τῆς ἀλυσιτελοῦς τρυφῆς, καὶ Θεὸν καθορᾷν ἐφιέμενοι, Μωσαϊκῶς τὴν τετράδα, τῆς δεκάδος νηστεύσωμεν, προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει, εἰλικρινῶς προσκαρτεροῦντες, κατευνάσωμεν τῆς ψυχῆς τὰ παθήματα».

Απόδοση: Ὁ Μωυσῆς εἶδε τόν Θεό, ἐπειδή καθάρισε τά μάτια τῆς ψυχῆς μέ νηστεία· Γι’ αὐτό, ἄν ἐπιθυμοῦμε νά γίνουμε κάτοικοι τοῦ παραδείσου, ἄς ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἀνώφελη καλοπέραση, καί ἄν ποθοῦμε νά βλέπουμε τόν Θεό, ἄς νηστέψουμε σάν τό Μωυσῆ τίς σαράντα ἡμέρες· Ἐπιμένοντας καρτερικά στήν προσευχή καί στή δέηση μέ εἰλικρίνεια, ἄς καταπραΰνουμε τά πάθη τῆς ψυχῆς, ἄς ἐξουδετερώσουμε τά πνευματικά ἀποστήματα τῆς σάρκας·

Ψάλλει η Εκκλησία την Καθαρά Δευτέρα:

Ἅρμα πυρός, ἔλαβεν Ἠλίαν τὸν θαυμαστὸν νηστείᾳ ὁπλισάμενον. Μωσῆν ἀνέδειξε θεατὴν τῶν ἀρρήτων, καὶ ἡμεῖς ταύτην ἑλόντες, ὀψόμεθα τὸν Χριστόν.

Απόδοση: Πύρινο ἅρμα παρέλαβε τόν θαυμαστό Ἠλία, πού ὁπλίσθηκε μέ τή νηστεία. Αὐτή ἀνέδειξε τόν Μωυσῆ θεατή τῶν μυστηρίων· Κι ἐμεῖς, ἄν διαλέξουμε αὐτήν, θά δοῦμε τόν Χριστό.

Η παράθεση αυτών των χωρίων δεν έχει απλώς συμβουλευτικό χαρακτήρα. Πιστοποιεί την εμπειρική αλήθεια της Εκκλησίας για τη νηστεία, όπως ένα επιστημονικό ιατρικό άρθρο πιστοποιεί την καταλληλότητα μιας ιατρικής μεθόδου παραθέτοντας θετικά εμπειρικά αποτελέσματα ενός πειράματος.

Η εμπειρία όλων των Αγίων Πατέρων καταμαρτυρεί, χωρίς καμία εξαίρεση, ότι η νηστεία είναι απαραίτητο συνοδευτικό στοιχείο της πνευματικής ζωής. Όχι τυχαία, ο ίδιος ο Χριστός συνέδεσε τη νηστεία με την προσευχή, όταν είπε ότι το γένος των δαιμόνων δεν μπορεί να νικηθεί χωρίς προσευχή και νηστεία. Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι της πνευματικής ζωής θεωρούν ότι η καθαρή προσευχή είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς νηστεία. Αυτά δεν τα διατύπωσαν απλώς ως θεωρίες. Ήταν το απόσταγμα της δικής τους προσπάθειας και ζωής. Βίωναν και διαπίστωναν στην πράξη ότι η καλοπέραση, η γαστριμαργία και η κατανάλωση πολλών και πλούσιων τροφών  δυσκόλευε τη συγκέντρωση του νου στην προσευχή και αναζωπύρωνε εντός του ανθρώπου σαρκικές επιθυμίες και ηδονές. Αντίθετα η κακοπάθεια και η πείνα κατεύναζε τα σκιρτήματα των σαρκικών ηδονών και έφερνε τον νου πιο εύκολα στη συναίσθηση των λόγων της προσευχής. Αυτή η ζωντανή εμπειρία μαζί με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος, οδήγησε την Εκκλησία να θεσπίσει το πόσο και πώς και πότε πρέπει να νηστεύουν οι χριστιανοί.

Δυστυχώς ένας ακόμα λόγος που η νηστεία είναι για πολλούς χωρίς νόημα, είναι διότι δεν υπάρχει στη ζωή τους η έννοια του εσωτερικού πνευματικού αγώνα, της νήψης, της προσοχής των εσωτερικών λογισμών, της προσπάθειας για καθαρή προσευχή. Η νηστεία δεν είναι αρετή – αυτοσκοπός, αλλά βοηθητική εντολή για να πετύχουν διάφορες άλλες σπουδαιότερες αρετές, όπως η καθαρότητα του νου και της ψυχής, η καθαρά προσευχή και η χωρίς μετεωρισμούς επικοινωνία με τον Θεό. Βέβαια για να πετύχει αυτό, πρέπει η νηστεία να αποκτήσει το πλήρες της περιεχόμενο, να είναι νηστεία όχι μόνο φαγητών, αλλά και θεαμάτων, και ακοής και γλώσσης. Για αυτό και ο Άγιος Εφραίμ στη γνωστή του προσευχή, που λέγεται τον καιρό αυτό της νηστείας, ζητεί από τον Θεό: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καὶ ἀργολογίας, μή μοι δῷς», διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι όσα καλά μπορεί να μας δώσει η νηστεία προς την κατεύθυνση της καθαράς προσευχής, μπορεί πολύ εύκολα να τα διασκορπίσει και να τα εξαφανίσει η αργία, η αργολογία και η περιέργεια.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι σε μια εποχή που ο εσωτερικός πνευματικός αγώνας για πολλούς είναι ανύπαρκτος (για πολλούς δεν τίθεται θέμα προσευχής, πόσο μάλλον καθαράς προσευχής) χάνει και το νόημά της η νηστεία, διότι δεν μπορούν να καταλάβουν πώς τους βοηθά, αφού δεν υπάρχει αντικείμενο στη ζωή  τους για να βοηθήσει η νηστεία. Και ως αποτέλεσμα καταλήγουν να κατηγορούν την Εκκλησία ότι θέτει εντολές ανούσιες και α-νόητες, απλώς και μόνο επειδή δεν έχουν καμία γεύση και ιδέα του τι σημαίνει πνευματική ζωή και εκζήτηση της θείας χάρης μέσω της καθαράς προσευχής. Η κατανόηση της αξίας της νηστείας, όπως και τότε στον πρώην παράδεισο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πίστη – εμπιστοσύνη στα λόγια του Θεού – Εκκλησίας και ταυτόχρονα την απόκρουση όλων των αντίθετων εισηγήσεων του κοσμικού πνεύματος, που προσπαθεί να διαβάλει και να διαστρεβλώσει τις εντολές του Θεού.

Μιχάλης Χριστοφορίδης

(Εκπαιδευτικός)