«Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον, τὸν ἄνθρωπον χερσίν, ὃν ἐποίησε, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται, τοῦτον δὲ ἐκ Παρθένου θείας Ἁγνῆς, ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς, ὅτι δεδόξασται».
Όποτε ακούω να ψέλνεται ο ύμνος αυτός στην ακολουθία των Χριστουγέννων, δημιουργείται μέσα μου μια εικόνα ενός επείγοντος σοβαρού δυστυχήματος: Σκεφθείτε, ο μονάκριβος γιος ενός πατέρα έχει ένα σοβαρό δυστύχημα και τραυματίζεται σοβαρά. Ενώ ο γιος είναι σε κρίσιμη κατάσταση, ειδοποιείται ο πατέρας, ο οποίος βρίσκεται στο σπίτι, ότι ο γιος του είναι στο νοσοκομείο. Μπορούμε να φανταστούμε την εικόνα του πατέρα: Αφήνει αμέσως ό,τι κάνει, εγκαταλείπει το σπίτι του όπως και αν είναι και τρέχει γεμάτος αγωνία να βρεθεί κοντά στον γιο του. Μόλις φθάνει ενημερώνεται ότι ο γιος του είναι σε κρίσιμη κατάσταση και χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση κάποιων ζωτικών οργάνων. Χωρίς κανένα δισταγμό, προσφέρεται ως δότης, ώστε να σωθεί το παιδί του.
Τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, ο ύμνος αυτός, κάπως έτσι μας διηγείται πολύ συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στη γέννηση του Χριστού. «Βλέποντας ὁ Κτίστης τόν ἄνθρωπο, πού ἔπλασε μέ τά χέρια του, νά χάνεται»: Στον στίχο αυτό διαγράφεται η προσωπική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο και η επακόλουθη ρήξη αυτής της σχέσης:
α) Μας θυμίζει το χωρίο της Γένεσης, όπου ο Θεός φτιάχνει με τα χέρια του τον άνθρωπο, γεγονός που καταδεικνύει την ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη του για αυτό το πλάσμα, σε αντίθεση με τα άλλα δημιουργήματα (γη, θάλασσα, φυτά, ζώα), τα οποία ο Θεός δημιουργούσε απλώς με έναν λόγο Του.
β) Αυτή η ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη του Θεού αποσκοπούσε σε κάτι πολύ υψηλό. Αυτό το δημιούργημα προορίζεται από τον Θεό να γίνει όμοιο με τον Δημιουργό του, όχι βέβαια εκ φύσεως (αφού ως κτιστό και εν χρόνω δημιούργημα, εξ ορισμού, δεν μπορούσε να ομοιωθεί κατά πάντα με τον άκτιστο και αΐδιο δημιουργό του), αλλά δια της άκτιστης χάρης και ενέργειας του Δημιουργού, θα μπορούσε να μετέχει και να κοινωνεί μαζί Του εντός μιας μακάριας και αιώνιας σχέσης. Αυτά μας εξηγεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για τον δημιουργηθέντα άνθρωπο:
«ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»
Απόδοση: «ένα ζωντανό ον που διαμένει και συντηρείται μεν στη γη αλλά είναι προορισμένο να μεταβεί αλλού, και το τέλος και ο σκοπός αυτού του δημιουργήματος είναι να θεωθεί δια μέσου της επιθυμίας – συγκατάθεσής του να ομοιάσει προς τον δημιουργόν του».
γ) Αυτό ήταν το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η επιθυμία – συγκατάθεση του ανθρώπου να ομοιάσει προς τον Θεό. Δυστυχώς όμως, ο άνθρωπος με τη συμβουλή του διαβόλου, πήρε τον αντίθετο δρόμο. Αντί «τῇ πρός Θεόν νεύσει» να κινηθεί προς τον Θεό, ένευσε στη συμβουλή του διαβόλου με αποτέλεσμα να αποξενωθεί από τον Θεό-πατέρα. Έτσι, αντί της αιώνιας ζωής, προ(σ)κάλεσε τον θάνατο, αντί της αιωνίου δόξης εισήγαγε τη φθορά, αντί της μακαριότητας μετά του Θεού, απολαμβάνει την τροφή του «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου» του. Και το κυριότερο, πάντοτε με τη συνέργεια του διαβόλου, που συνεχίζει την ίδια μισάνθρωπη καθοδήγησή του, γίνεται δούλος διαφόρων παθών (ψυχικών και σωματικών), με αποτέλεσμα να σκοτισθεί ο νους του και να μην μπορεί να απολαμβάνει τη θέα του Θεού, σε τέτοιο σημείο, που κατάντησε να λατρεύει ως θεό (θεούς) τα κτίσματα, αντί τον Κτίστη και Δημιουργό του.
Αυτή την κατάσταση περιγράφει ο στίχος του ύμνου «Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον, τὸν ἄνθρωπον χερσίν, ὃν ἐποίησε». Βλέπει ο Θεός το πλάσμα του να χάνεται, να βρίσκεται υποχείριο του πιο σκληρού τυράννου, να ταλαιπωρείται από τη φθορά, να πάσχει από δυσίατα ψυχικά πάθη που προκαλούν στη ζωή του αναρίθμητα προβλήματα (κλοπές, μάχες, πολέμους, αρπαγές, φόνους, στερήσεις, δυστυχίες) και τέλος να υπόκειται στον θάνατο. Με λίγα λόγια βλέπει το αρχικό Του σχέδιο για τον άνθρωπο να οδεύει προς ματαίωση.
Και τότε «κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται». Ο πατέρας πρέπει να βρεθεί κοντά στο παιδί του. Ό,τι και να έκανε το παιδί, όσο και αν έφταιξε, δεν υπάρχει άλλη λύση: «ἐπειδὴ μείζονος ἐδεῖτο τοῦ βοηθήματος, μείζονος καὶ τυγχάνει. Τὸ δὲ ἦν αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπερίληπτος, ὁ ἀσώματος, ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή, τὸ ἐκ τοῦ φωτὸς φῶς, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, τὸ ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου κάλλους, ἡ μὴ κινουμένη σφραγίς, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών, ὁ τοῦ Πατρὸς ὅρος καὶ λόγος» (Γρηγόριος Θεολόγος).
Απόδοση: Έπειδή, λοιπόν, ό άνθρωπος είχε ανάγκη από μεγαλύτερη βοήθεια για να ξεφύγει από τα πάθη και την αμαρτία, του δίνεται και τέτοια: Ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθεί, ο ασώματος, η αρχή που προέρχεται από την αρχή, το φως που προέρχεται από το φως, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφο του αρχετύπου κάλλους, η αναλλοίωτη σφραγίδα, η απαράλλακτη εικόνα του Πατρός, ο Χριστός μας».
Πόσα μπορούν να γραφούν και πόσα έχουν ειπωθεί από τους Αγίους πατέρες για αυτή την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Πώς η απειρία του ουρανού μπορεί να κλίνει, να γονατίσει, να χαμηλώσει σε ένα μικρό κόκκο του σύμπαντος, τη γη μας; Αυτό το ρήμα σε ενεστώτα χρόνο «κατέρχεται» εμπεριέχει τόση δύναμη, τόση κίνηση, τόση αγαπητική ορμή που δημιουργεί δέος, όταν συνειδητοποιούμε ποιος κατέρχεται, από πού κατέρχεται, πώς κατέρχεται, για ποιον κατέρχεται. Κατέρχεται συνεχώς, όποτε δει κάποιο πλάσμα Του «ολλύμενο» να χρειάζεται βοήθεια. Δεν παραιτείται ο σπλαχνικός πατέρας να κατέρχεται «ἐπὶ δεινοτέροις τοῖς ἀῤῥωστήμασιν», που παρουσιάζει και τότε και σήμερα η ανθρωπότητα.
Και αφού «κατέρχεται», δεν στέκεται απλώς στο πλάι του ανθρώπου, δεν προσφέρει ηθική συμπαράσταση, δεν συμβουλεύει απλώς πατρικά. Κάνει το αδιανόητο:
«τοῦτον δὲ ἐκ Παρθένου θείας Ἁγνῆς, ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς».
Υπερβαίνει ακόμα και το αρχικό παράδειγμα που δώσαμε για τον πατέρα, που ειδοποιείται για τον τραυματία γιο του. Δεν προσφέρει απλώς ζωτικά όργανα για μεταμόσχευση, αλλά μπαίνει στην ίδια τη θέση του τραυματία.
«ἐπὶ τὴν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ, καὶ σάρκα φορεῖ διὰ τὴν σάρκα, καὶ ψυχῇ νοερᾷ διὰ τὴν ἐμὴν ψυχὴν μίγνυται, τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἀνακαθαίρων» (Γρηγόριος Θεολόγος)
Απόδοση: «Αυτός εισέρχεται στην ίδια την εικόνα Του. Αυτός ενδύεται σάρκα για χάρη της σάρκας και με ψυχή πνευματική προς χάριν της ψυχής μας, αναπλάθοντας έτσι το όμοιο με το όμοιό του».
Η θεραπεία του ασθενούς ανθρώπου και όλων των νοσημάτων που τον ταλαιπωρούσαν, το μείζον βοήθημα, το ισχυρότερον φάρμακο τελικά ήταν Αυτός: «Τὸ δὲ ἦν αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος», ο Λόγος του Πατρός, ο Χριστός μας.
Η θεώρηση αυτή των Χριστουγέννων ως η απαρχή της θεραπείας του ασθενούς και υπόδουλου στην αμαρτία ανθρώπου από τον Θεό Λόγο – Χριστό που παίρνει τη θέση του ανθρώπου («καὶ σάρκα φορεῖ διὰ τὴν σάρκα καὶ ψυχῇ νοερᾷ διὰ τὴν ἐμὴν ψυχὴν μίγνυται, τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἀνακαθαίρων») και δημιουργεί μέσα στη δική του ύπαρξη, τα αντισώματα που θα διαθέσει έπειτα σε όσους θέλουν να αποκατασταθεί η υγεία τους, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο θέμα που προβάλλεται στο χριστουγεννιάτικό μας σύγχρονο περιβάλλον. Αντίθετα, στους ύμνους της Εκκλησίας μας, αποτελεί κεντρικό θέμα:
«Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως, Θεοῦ τὸν κατ’ εἰκόνα γενόμενον, ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα, κρείττονος ἑπταικότα θείας ζωῆς, αὖθις ἀναπλάττει, ὁ σοφὸς Δημιουργός».
Απόδοση: «(Τόν ἄνθρωπο) πού πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί μέ τήν παράβαση ἀπό τήν καλλίτερη θεϊκή ζωή βρέθηκε ὁλόκληρος στή φθορά, τόν ξαναπλάθει ὁ σοφός Δημιουργός».
«Ἶσος προῆλθες τοῖς βροτοῖς ἑκουσίως, Ὕψιστε, σάρκα προσλαβὼν ἐκ Παρθένου, Ἰὸν καθᾶραι τῆς δρακοντείας κάρας, Ἄγων ἅπαντας πρὸς σέλας ζωηφόρον, Θεὸς πεφυκώς, ἐκ πυλῶν ἀνηλίων».
Απόδοση: «Ἦλθες καί ἔγινες ἴσος μέ τούς ἀνθρώπους θεληματικά Ὕψιστε, παίρνοντας σάρκα ἀπό Παρθένο, γιά νά ἐξουδετερώσεις τό δηλητήριο τοῦ δράκοντα (τοῦ διαβόλου), ὁδηγώντας ὅλους ἀπό τίς σκοτεινές πύλες τοῦ ᾅδη πρός τό φῶς πού φέρνει ζωή, ἐπειδή εἶσαι ἐκ φύσεως Θεός».
Βλέπουμε συνεχώς λέξεις στην κυριολεξία ή/και μεταφορά τους όπως «φθορά», «δηλητήριο του δράκοντος», «σκοτεινές πύλες του άδου» και αντίστοιχα λέξεις θεραπευτικές και διορθωτικές όπως «αναπλάττει», «εξουδετέρωση του δηλητηρίου», «φως που φέρνει ζωή», οι οποίες οριοθετούν με παρόμοιο τρόπο τη χριστουγεννιάτικη εορτή.
Οι παραπάνω σκέψεις, δεν είναι, δυστυχώς ευχάριστες για τον σύγχρονο άνθρωπο, αφού συνεπάγονται την παραδοχή, ότι η ανθρώπινη φύση μας είναι άρρωστη, και πάσχει από την αμαρτία, η οποία την καθιστά ευάλωτη στην επίδραση του διαβόλου. Αν γίνει παραδοχή όμως, τέτοιων καταστάσεων, τότε αμέσως γεννιέται η ανάγκη της θεραπείας, της μετάνοιας, της αναζήτησης της θείας βοήθειας. Αυτά όμως προϋποθέτουν προσπάθεια, κόπο, πόνο, υπομονή, ταπείνωση και υπακοή στις εντολές του ιατρού της των ανθρώπων φύσεως. Είναι πολύ πιο βολική μια πιο επιφανειακή αντιμετώπιση, που συνδυάζει λίγο το γεγονός της γέννησης του Χριστού ως αφορμή για εορτές και ξεφαντώματα και αγορές και διασκεδάσεις, πάντα βέβαια μέσα στο «πνεύμα» των Χριστουγέννων, με ολίγη δόση φιλανθρωπίας και κάποιων καλών πράξεων που θα επιτρέψουν στη χριστιανική μας συνείδηση να νιώσει καλύτερα.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σε έναν εξαίσιο και λίαν επίκαιρο λόγο του (από το βιβλίο του «Πνευματικά Γυμνάσματα») για τη γέννηση του Χριστού, εξηγεί πάνω στο ίδιο μοτίβο της θεραπείας και αποκατάστασης της ψυχικής υγείας του ανθρώπου «Ότι ο Χριστός γεννηθείς επολέμησε και εθεράπευσε: α) τον έρωτα του πλούτου, β) τον έρωτα των ηδονών και γ) τον έρωτα της δόξης». Δυστυχώς είναι πολύ μεγάλος ο λόγος, για να τον παραθέσουμε ολόκληρο, αλλά αξίζει να δούμε μερικά αποσπάσματα:
«Συλλογίσου ἀγαπητὲ ὅτι, καθὼς εἶναι οὗτος ὁ αἰσθητὸς μέγας κόσμος συνθεμένος ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἔτσι ἀκόμη εἶναι ἕνας ἄλλος νοητὸς κόσμος συνθεμένος ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, πρῶτον, ὁ ἔρως τῶν ἡδονῶν· δεύτερον, ὁ ἔρως τοῦ πλούτου καὶ τρίτον, ὁ ἔρως τῆς δόξης,
«πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α΄ Ἐπιστ. Ἰωάν. β΄ 16.) …
Συλλογίσου πῶς πρῶτον πολεμεῖ μὲ τὴν πτωχείαν Του τὸν ἄτακτον ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος λογιάζει πῶς ἔχει κάθε καλὸν εἰς τὰ πρόσκαιρα ἀγαθά· ὅθεν καὶ διὰ νὰ ἀποκτήσῃ ταῦτα, ἢ διὰ νὰ μὴ τὰ χάσῃ, ἐξοδεύει σχεδὸν ὅλον τὸν καιρὸν ὅπου τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς διὰ νὰ κερδήσῃ τὰ αἰώνια ἀγαθά· καὶ ἰδοὺ ὅπου ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνην καὶ νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὰς καρδίας μας αὐτὴν τὴν κατηραμένην ῥίζαν πάντων τῶν κακῶν, τὴν φιλαργυρίαν, καθὼς τὴν ὀνομάζει ὁ θεῖος Παῦλος· «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. ς΄ 16.). Ἰδὲ ὅμως εἰς τί λογῆς ταλαιπωρίαν κατήντησε δι’ ἀγάπην μας ἐκεῖνος ὅπου διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τῆς μελλούσης· «ἐμὸν γὰρ φησί, τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Ἀγγαῖος β΄ 9)· καὶ στοχάσου ποῦ εἶναι τὸ παλάτιον ὅπου ἐγεννήθη; Ποῦ αἱ προετοιμασίαι, ποῦ αἱ μαῖαι; Ποῦ τὸ στρῶμα τὸ βασιλικόν; … Ἔμβα κατὰ μέρος καὶ ἴδε τὸ πτωχότατον σπήλαιον ὅπου ἐγεννήθη καὶ τὴν εὐτελεστάτην φάτνην εἰς τὴν ὁποίαν ἀνεκλίθη καὶ ὄχι μόνον δὲν θέλεις εὕρῃ κανένα περιττόν, ἀλλὰ θέλεις εὕρῃ καὶ μεγάλην ἔλλειψιν ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, ἐπειδὴ ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς, γεννᾶται σχεδὸν εἰς τόπον ξέσκεπον ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ μεσονυκτίου, εἰς καρδίαν τοῦ χειμῶνος, … χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητά, τὰ συνηθισμένα εἰς τὰς γεννήσεις ἕως καὶ αὐτῶν τῶν πενιχρωτάτων παιδίων…
Καὶ ἐπειδὴ ὁ κόσμος ὄχι μόνον βδελύσσεται τὴν πτωχείαν καὶ τὴν νομίζει ὡσὰν μίαν μεγάλην ἐντροπήν, ἀλλὰ καὶ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν καὶ εἶναι πτωχοί, νὰ ὑποκρίνονται εἰς τὸ φαινόμενον πῶς εἶναι πλούσιοι, διὰ τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἐντρέπεται διὰ τὴν πτωχείαν Του, ἀλλὰ μάλιστα καὶ κάμνει ἐπίδειξιν τῆς πτωχείας Του, καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς κράζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ δὲ τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ χωράφια, καλεῖ τοὺς ποιμένας διὰ νὰ Τὸν προσκυνήσουν εἰς ἐκείνην τὴν κατάστασιν τὴν τόσον ἀπρομήθευτον καὶ πτωχικήν, εἰς ἐκεῖνον τὸν θρόνον, μιᾶς εὐτελεστάτης φάτνης, καὶ εἰς ἐκείνην τὴν αὐλήν, ἑνὸς πενιχρωτάτου σπηλαίου· ὢ πτωχεία ὑπέρπλουτος! ὢ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!»
Με παρόμοιες σκέψεις ο Άγιος Νικόδημος εξηγεί πώς η γέννηση του Χριστού και όσα ηκολούθησαν αυτήν, αποτελούν έμπρακτα παραδείγματα του πόσο πρέπει να αποφεύγομε την εκζήτηση του πλούτου, των ηδονών και της ανθρώπινης δόξης. Βασικό σημείο των λόγων του είναι ότι, ο Δεσπότης Χριστός ως παντοδύναμος Θεός θα μπορούσε πολύ εύκολα να γεννηθεί και να απολαμβάνει και τα τρία αυτά, αλλά διάλεξε εκουσίως, με τις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε να τα στερηθεί διότι,
«Ἂχ ἀδελφέ! Καὶ τὸ πιστεύεις ἐσὺ ποτέ, πῶς ἡ ἄπειρος σοφία τοῦ Θεοῦ ἠθέλησε νὰ βασανίσῃ τόσον πολὺ τὸ πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνον εἰς τὴν γέννησίν Του, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλην τὴν ζωήν Του καὶ εἰς τὸν θάνατόν Του, ἐὰν δὲν ἦτο ἀναγκαῖον εἰς ἐσὲ τὸ νὰ φεύγῃς τὰς ἡδονὰς καὶ νὰ σκληραγωγῇς τὸ σῶμά σου; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η΄ 35). Καὶ ἔτσι ψηφᾷς ἐσὺ τὰς συμβουλὰς τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καὶ θέλοντας νὰ διαφεντεύῃς τὴν τρυφηλήν σου ζωήν; Ἤξευρε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ μιμῆσαι τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι προωρισμένος διὰ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸν μία ζωὴ γεμάτη ἀπὸ ἡδονὰς νὰ συμφωνήσῃ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς βασανισμένης ζωῆς τοῦ Λυτρωτοῦ; Καὶ ἄκουσον ἐκείνας τὰς φοβερὰς ἀποφάσεις ὅπου φωνάζει μὲ ὑψηλὴν φωνὴν μέσα ἀπὸ τὴν φάτνην τὸ βρέφος ὁ Ἰησοῦς· «οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν· οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε· οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε· οὐαὶ ὑμῖν ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. ς΄ 24). Τί ἀποκρίνεσαι ἐσὺ εἰς αὐτὰ ὅπου θέλεις νὰ περνᾷς τὴν ζωήν σου μὲ ἀναπαύσεις καὶ ἔπειτα ζητεῖς νὰ εὑρίσκῃς ἀκόμη καὶ προφάσεις; Λογιάζεις πὼς αὐτὰ ὅπου λέγει ὁ Κύριος εἶναι φωναὶ κεναὶ καὶ πὼς ὁ Θεὸς ὡμίλησε χωρὶς νὰ ἔχουν ν’ ἀποτελεσθοῦν τὰ λόγια Του;»
Ο Ισαάκ ο Σύρος μας λέει: «῎Εθισον τὸν νοῦν σου ἀεὶ ἐν τοῖς Μυστηρίοις τῆς Οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος μελετᾶν». Έτσι και εμείς δίπλα σε όλα τα κελεύσματα, τα άσματα, τα διαφημιστικά μηνύματα, τις εκπομπές, τις προτροπές του κόσμου, ώστε να ζήσουμε και να νιώσουμε «δήθεν» το πνεύμα των Χριστουγέννων αγοράζοντας, επιδεικνύοντας και καταναλώνοντας υλικά αγαθά, ας εντρυφήσουμε στα κείμενα και τη σκέψη των αγίων μας, οι οποίοι όντως μελετούσαν τα μυστήρια του Θεού και ακολουθούσαν με τη ζωή τους όσα ο εορταζόμενος Χριστός έπραττε, «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ». Μόνον τότε θα κατανοήσουμε και πώς οι Άγιοί μας πανηγύριζαν την εορτή:
«Χριστὸς ἐν σαρκί, τρόμῳ καὶ χαρᾷ ἀγαλλιᾶσθε· τρόμῳ, διὰ τὴν ἁμαρτίαν· χαρᾷ, διὰ τὴν ἐλπίδα… Τοῦτό ἐστιν ἡμῖν ἡ πανήγυρις, τοῦτο ἑορτάζομεν σήμερον, ἐπιδημίαν Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους, ἵνα πρὸς Θεὸν ἐνδημήσωμεν, ἢ ἐπανέλθωμεν» (Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Μιχάλης Χριστοφορίδης