ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Μιχάλη Χριστοφορίδη – Χαλινούς αποπτύσας τους πατρικούς

Η παραβολή του Ασώτου Υιού, η οποία διαβάζεται και μνημονεύεται την 2η Κυριακή του Τριωδίου, αποτελεί έμπνευση και καθοδηγητικό παράδειγμα για πολλούς ύμνους της εκκλησίας μας καθ΄όλην την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Έτσι την δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, στον κατανυκτικό  εσπερινό ψάλλεται ο εξής ύμνος , εις ήχον πλ δ’

Χαλινοὺς ἀποπτύσας τοὺς πατρικούς, ἀστάτῳ φρενί, τοῖς κτηνώδεσι τῆς ἁμαρτίας, λογισμοῖς συνέζησα, ὅλον μου τὸν βίον δαπανήσας ἀσώτως, ὁ τάλας ἐγώ, τροφῆς δὲ λειπόμενος, βεβαιούσης καρδίαν, πρὸς καιρὸν λιπαίνουσαν, ἡδονὴν ἐσιτούμην. Ἀλλὰ Πάτερ ἀγαθέ, μὴ κλείσῃς μοι τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα, ἀλλ’ ἀνοίξας δέξαι με, ὡς τὸν Ἄσωτον Υἱόν, καὶ σῶσόν με.

Η αξιοποίηση της ελευθερίας, που είναι μέγιστο δώρο του Θεού στον άνθρωπο είναι καθόλα θεμιτή και επιθυμητή. Η αρετή  για να είναι επαινετή,  πρέπει να γίνεται μετά από ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου και όχι ως αποτέλεσμα οιουδήποτε εξαναγκασμού.  Στον πιο πάνω ύμνο, όμως,  βλέπουμε να παρουσιάζεται ο άνθρωπος  να νιώθει την πατρική αγάπη του Θεού (και κατ΄επέκταση τις εντολές του), ως ένα βασανιστικό κλοιό, που του περιορίζει τις επιθυμίες του, τις επιλογές του και γενικά την προσωπικότητα του. Έτσι με μια πολύ εύστοχή μεταφορά, η επιλογή των λέξεων «χαλινούς αποπτύσας»   ζωντανεύει  την  εικόνα ενός ζώου που βασανίζεται από τα χαλινάρια που του έχουν φορέσει (με προφανή σκοπό τον έλεγχο του),  και το οποίο κάποια στιγμή κατορθώνει να τα πετάξει όλα και να νιώσει επιτέλους ελεύθερο. Ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται πολύ ενθουσιασμένος, μόνο και μόνο με την κίνηση αυτή: Η ελευθερία είναι υπέρτατο και απόλυτο αγαθό, άρα η εικόνα της απελευθέρωσης ενός ζώου από τα χαλινάρια θα αποτελούσε ένα  πολύ γοητευτικό παράδειγμα προς μίμηση.

Ο ύμνος όμως δεν μένει στο φαινόμενο. Ήδη από την πρώτη φράση αρχίζει να θέτει την προβληματική του όλου εγχειρήματος της απελευθέρωσης:  «χαλινούς αποπτύσας τους πατρικούς». Αυτά τα θεωρούμενα χαλινάρια είναι τοποθετημένα από τον πατέρα και η κοινή αντίληψη δέχεται ότι ένας πατέρας αγαπά το παιδί του. Άρα τα ερωτήματα είναι πιο πολλά και πιο βαθιά: Πράγματι ο πατέρας θέλει να έχει χαλινάρια στα παιδιά του; Μήπως τα παιδιά του αντιλαμβάνονται κάποιες επιθυμίες ή εντολές του πατέρα τους σαν χαλινάρια; Γιατί ο πατέρας να θέλει να ενεργεί και να φαίνεται σαν να βάζει χαλινάρια στα παιδιά του, ειδικά όταν βλέπει ότι παρεξηγείται από τα παιδιά του;

Είναι γνωστό ότι τα χαλινάρια είναι όργανα που βοηθούν κάποιον αναβάτη να κατευθύνει ένα άλογο εκεί που θέλει αυτός. Άρα εκ πρώτης όψεως είναι όργανα ελέγχου και  άρα σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, κάτι που κανείς ελεύθερος άνθρωπος δεν θα ήθελε. Αν όμως μετακινηθούμε από την εικόνα του χαλιναγωγημένου ζώου στο επίπεδο της σχέσης Θεού – ανθρώπου ( που είναι και το κύριο θέμα του ύμνου) τότε το ερώτημα που προκύπτει είναι αν ο Θεός – πατέρας θέλει ή χρειάζεται να βάζει χαλινάρια στους ανθρώπους για να τους ελέγχει. Ποια θα ήταν η χρησιμότητα μιας τέτοιας ενέργειας για τον Θεό; Είναι προφανές για τον καθένα που  έχει την ορθή αντίληψη για τον Θεό, ο οποίος είναι  παντοδύναμος και ανενδεής (δηλαδή δεν έχει καμιά ανάγκη),  ότι οι οποιεσδήποτε εντολές και αν έχουν δοθεί από τον Θεό στον άνθρωπο, αυτές δεν έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του Θεού, ούτε θα χρειαζόταν τέτοια μέσα ο Θεός αν ήθελε να αναγκάσει τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που αυτός θέλει. Άρα η αντίληψη των χαλιναριών είναι  ένα φαντασιακό στοιχείο του τρόπου που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την σχέση του με το Θεό – πατέρα.

Θα μπορούσε εδώ κάποιος βέβαια,  να αντιτείνει ότι ναι μεν ο Θεός δεν χρειάζεται να ελέγχει με εντολές τους ανθρώπους, αλλά οι αρνητές της εκκλησίας βλέπουν σε  αυτές τις εντολές την προσπάθεια μιας τάξης ιερωμένων να ελέγξει τις ζωές των ανθρώπων με προφανή (κατά τους αρνητές )  ιδιοτελή κίνητρα. Η συγκεκριμένη ομάδα πολεμίων της εκκλησίας δεν δέχεται την θεοπνευστία των ιερών κειμένων  (Αγία Γραφή – Ιερά Παράδοση) και τα  ερμηνεύει όλα με καθαρά ανθρώπινα – υλιστικά κίνητρα. Δεν θα ασχοληθούμε με αυτή την οπτική σε αυτό το κείμενο, διότι θα οδηγούσε την σειρά των σκέψεων σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που στοχεύει ο πιο πάνω ύμνος.

Η συνέχεια του ύμνου επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος «ἀστάτῳ φρενί», αφού εγκαταλείπει την θεωρούμενη «δουλεία» στον οίκο του πατέρα, απελευθερωμένος από κάθε χαλινό σπεύδει να ζήσει την ζωή του και να χαρεί όλον του τον βίο. Αμέσως όμως προβάλλει αυτό που θα υποκαταστήσει τον Θεό πατέρα: τοῖς κτηνώδεσι τῆς ἁμαρτίας, λογισμοῖς συνέζησα. Οι λογισμοί της αμαρτίας είναι οι λογισμοί του αυτονομημένου ανθρώπου που μακριά από τον οίκο του Θεού κάνει τα σχέδια του για το πώς μπορεί να χαρεί όλη την περιουσία που κληρονόμησε. Η περιουσία που ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο είναι η   «κατ εικόνα» Θεού πλασμένη ημίν ωραιότητα, όλα δηλαδή τα χαρίσματα που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από την λοιπή κτίση και τα άλογα ζώα και μπορούν να τον οδηγήσουν στο καθ΄ ομοίωση του Θεού.  Η κακή και άσωτη χρήση του κατ΄εικόνα συνεπάγεται την έκπτωση  σε ζωή υλική που λαμβάνει υπόψη μόνο την βιολογική διάσταση του ανθρώπου,  την οποία ο ύμνος υπαινίσσεται με το επίθετο  «κτηνώδεσι».

Κάπως  παρόμοια,  χιλιάδες χρόνια πριν ο άνθρωπος, έχοντας μεταλάβει, κατά την παρακοή του στον Θεό-πατέρα,  του δἐντρου της γνώσεως του κακού και του καλού θέλησε να πάρει και αυτός   θέση δίπλα στον Θεό. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εύα υποχώρησε στον πειρασμό του διαβόλου με κίνητρο « ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.» Είναι μεγάλο το διακύβευμα,  το να μπορεί κάποιος να γνωρίζει το καλό και το κακό μόνος του,  χωρίς ανάγκη οδηγιών, εντολών και κατευθυντηρίων γραμμών, αυτών δηλαδή των στοιχείων που εκλαμβάνονται ως χαλινοί. Δεν μπορεί τίποτε να περιγράψει καλύτερα την πορεία του ανθρώπου μετά την παρακοή του παραδείσου όσο η όλο και μεγαλύτερη απαίτηση του να ορίζει ο ίδιος το καλό και το κακό. Σκεφτείτε δύο γραμμές που ξεκινούν από το ίδιο σημείο αλλά έχουν μια μικρή απόκλιση η μια από την άλλη. Όσο κινούνται προς την δική της πορεία η κάθε μια τόσο και μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ τους. Ο άνθρωπος στα πρώτα στάδια μετά την παρακοή και την έξοδο από την παράδεισο αναγνώριζε τον Θεό και τις εντολές του, αλλά δεν υπάκουε σε αυτές. Αυτή ήταν και η έννοια της αμαρτίας, η αθέτηση των εντολών του Θεού.  Ο σημερινός άνθρωπος έχει σχετικοποιήσει τόσο πολύ την έννοια του καλού του κακού, ώστε αρνείται κάθε δικαίωμα του Θεού, να ορίζει  το καλό και το κακό (αυτό στοχεύει εξάλλου η υποτιμητική αποδόμηση  κάθε γραπτού ιερού κειμένου, της Αγίας Γραφής, της Ιεράς Παράδοσης κ.λ.π) και άρα δεν τίθεται καν για τον σημερινό άνθρωπο η έννοια της αμαρτίας. Ο κάθε ένας άνθρωπος ξεχωριστά,  φτάνει στο σημείο να διεκδικεί για το εαυτό του το δικαίωμα αυτό, γι΄ αυτό και έχουμε σήμερα την ισοπέδωση όλων των αξιών (ηθικών, πνευματικών, ακόμα και φιλοσοφικών) στο βωμό της υπέρτατης αξίας: του ατομικού δικαιώματος ορισμού του καλού και του κακού. Νομίζω στην εποχή μας οι δύο γραμμές που ξεκίνησαν από τον κήπο της Εδέμ, έχουν φτάσει στο μέγιστο της απόκλισης, όσον αφορά αυτό το χαρακτηριστικό. Αυτό δηλαδή που τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας υπαινίχθηκαν (με μια ελαφριά ειρωνία)  στο βιβλίο της Γένεσης βλέποντας τον Αδάμ να δοκιμάζει από τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού:  «… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ ᾿Αδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν» (Γεν,3,22) . Αυτή είναι  και η βαθύτερη επιθυμία του ανθρώπου να γίνει «όπως» τον Θεό, ώστε να ορίζει μόνος του το καλό και το κακό. Η διαφορά όμως,  είναι ότι ο πεπτωκός  άνθρωπος πήρε αυτό το δικαίωμα χωρίς  να είναι πραγματικά στην κατάσταση των προσώπων του Τριαδικού Θεού («ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν»). Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας βρίσκονται σε κατάσταση υπέρτατης κοινωνίας και αγάπης μεταξύ τους, οπότε ο ορισμός εκ μέρους τους του καλού και του κακού δεν διαφέρει ούτε κατ΄ελάχιστον. Κανένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δεν νιώθει να απειλείται ή να υστερεί του άλλου. Γι αυτό και η εκκλησία μας πιστεύει ότι το θέλημα του Θεού είναι ένα και όχι τρία. Σε αυτή την κατάσταση έπρεπε να φτάσει και ο Αδάμ, ζώντας και δουλεύοντας στον οίκο του πατέρα του και τότε θα κληρονομούσε και αυτό το χάρισμα του «γινώσκειν» καλόν και πονηρόν.  Γι αυτό και  ο υμνογράφος της εκκλησίας (βλέπε ακολουθία Ύψωσης Τιμίου Σταυρού)  μιλώντας για το απαγορευμένο ξύλο «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν» το χαρακτηρίζει ως «μη ευκαίρως μεταληφθέν», υπονοώντας ότι ο άνθρωπος  το δοκίμασε πρόωρα , χωρίς την κατάλληλη πνευματική ωριμότητα. Αυτό οδήγησε τον κάθε άνθρωπο να ορίζει το καλό και το κακό σύμφωνα με τον ανώριμο πνευματικά εαυτό του, δηλαδή σύμφωνα με τα λεγόμενα πάθη του και κυρίως του εγωισμού. Αυτό είναι που βιώνουμε στην σημερινή εποχή, μια άκρα σχετικοποίηση του καλού και του κακού, ώστε να εξυπηρετεί τον καθένα στις ευτελείς επιθυμίες του και στο κυνήγι των γήινων ηδονών (πλούτος, δόξα). Αυτό συμβαίνει στο επίπεδο των ατόμων, αυτό συμβαίνει στο επίπεδο των κοινωνικών ομάδων, αυτό συμβαίνει στο επίπεδο των εθνών. Όλες σχεδόν οι μάχες, πόλεμοι  και οι έριδες στο κόσμο μας ξεκινούν και γίνονται στο όνομα αυτού του καλού και του κακού που ο κάθε αντιμαχόμενος αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο από τους συνανθρώπους – αντιπάλους του, ακριβώς διότι ο καθένας σε τελευταία ανάλυση πίσω από τον ορισμό του καλού και του κακού θέλει να ικανοποιήσει τον εαυτό του και  τα πάθη του.

Αυτό λοιπόν που ξεκίνησε τόσο φιλόδοξα για τον άσωτο υιό, μια ζωή ελεύθερη από τους καθορισμούς και τις εντολές του πατέρα, με μια απόλυτη ελευθερία στους τρόπους  χρήσης της πατρικής περιουσίας καταλήγει αρχικά σε απατηλές ψευδαισθήσεις και τελικά στην συνειδητοποίηση της τραγικής αποτυχίας.  Αρχικά ο άνθρωπος μεθυσμένος από την ελευθερία και το σπάσιμο των «χαλινών» του Θεού, βιώνει μια κατάσταση ευτυχίας και επιτυχίας. Αυτά ο ύμνος τα περιγράφει ως «πρὸς καιρὸν λιπαίνουσαν, ἡδονὴν ἐσιτούμην». Μια ηδονή που μοιάζει με αυτήν που προέρχεται από τα βλαβερά  λιπαρά φαγητά (σε σύγχρονη ορολογία: junkfood) που «προς καιρόν» προσφέρουν μια γευστική απογείωση  στον φάρυγγα του ανθρώπου αλλά σταδιακά καταστρέφουν τον οργανισμό του με αποτέλεσμα το πλήθος  των σύγχρονων νόσων που καταλήγουν στον θάνατο. Διότι όσο και αν είναι εύγεστες οι λιπαρές- γλυκιές τροφές δεν μπορούν να αποτελέσουν την βάση οικοδόμησης ενός υγιούς οργανισμού. Έτσι και οι  επιλογές του ανθρώπου μακριά από τον οίκο του Θεού «προς καιρόν» φαίνονται γλυκές και ωραίες αλλά στο βάθος δεν αποτελούν τροφή , «βεβαιούσης καρδίαν». Η καρδιά του ανθρώπου στα τρίσβαθα της  χρειάζεται κάτι άλλο για να στερεωθεί και να χορτάσει. Αυτό το ξέρει αυτή και μόνο αυτή. Μπορεί ο άνθρωπος να την ξεγελάσει γεμίζοντας την με υποκατάστατα που «προς καιρόν» θα φανούν ότι με την ηδονή τους την ικανοποιούν, αργά ή γρήγορα όμως θα φανεί η έλλειψη της βασικής τροφής, όπως ακριβώς δεν μπορεί κάποιος να ξεγελάσει τον οργανισμό ενός παιδιού,  τρέφοντας τον μόνο με γαριδάκια, σοκολάτες και καραμέλες, όσο και αν  το παιδί «προς καιρόν» θα είναι τρισευτυχισμένο με αυτές τις λιχουδιές.

Αυτή την τροφή που «βεβαιώνει» την καρδίαν του ανθρώπου,  ο άνθρωπος την ψάχνει εδώ και χιλιάδες χρόνια στις σαρκικές απολαύσεις, στα χρήματα, στην δόξα, στην επιστήμη, στην φιλοσοφία. Ο δικός μας πατέρας λέγει «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.» Τελικά αυτήν την βεβαιότητα αναζητά η καρδιά του κάθε ανθρώπου: Όχι μια πρόσκαιρη  «λιπαίνουσαν» ηδονή, αλλά μια τροφή που να τον κάνει να ζει εις τον αιώνα. Γεύσασθε και ίδετε ότι όντως,  χρηστός ο Κύριος μας!