Η μεγάλη εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού μας δίνει αφορμή και πάλι να ενδιατρίψουμε στην έννοια του φωτός – Φωτός στην κτιστή και άκτιστή του εκδοχή.
Στις φυσικές επιστήμες το φως αποτελεί και σήμερα μια μυστηριώδη οντότητα, της οποίας η φύση προβλημάτισε για πολλά χρόνια τους επιστήμονες. Το ερώτημα: Η φύση του φωτός είναι κυματική ή σωματιδιακή; Είναι δηλαδή, το φως συνεχές (σαν ένα κύμα) ή αποτελείται από μικρά «σωματίδια» των οποίων το σύνολο συγκροτεί αυτό που αισθανόμαστε ως φως; Αρχικά, κάποια σημαντικά πειράματα επιβεβαίωναν την πρώτη εκδοχή-κυματική φύση. Ακολούθως νέα πειράματα, εξίσου έγκυρα και σωστά, συνηγόρησαν υπέρ της δεύτερης. Τελικά σήμερα η επιστήμη παραδέχεται τη διπλή φύση του φωτός. Άλλοτε συμπεριφέρεται, ή καλύτερα μέσα από τα πειράματα φαίνεται να συμπεριφέρεται ως κύμα και άλλοτε φανερώνεται η σωματιδιακή του φύση (κβάντα φωτός). Το σίγουρο είναι, ότι το φως είναι μια μορφή ενέργειας, και μάλιστα η πιο αρχέγονη μορφή, αφού και με βάση τη Γένεση «καὶεἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς», αλλά και με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες (Bing-bang) είναι η πρώτη μορφή ενέργειας που εμφανίστηκε.
Οι άνθρωποι βιώνουμε το φως ως «κάτι» που μας κάνει να βλέπουμε, αλλά και ως κάτι που μας θερμαίνει ή σε κάποιες περιπτώσεις μας καίει. Αυτές οι εμπειρίες όμως, οφείλονται στις δικές μας αισθήσεις. Το φως αντικειμενικά είναι αυτό που ήταν και είναι εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Αν κανένα ον στον πλανήτη δεν είχε μάτια, τότε το φως δε θα είχε τη σημασία της λαμπρότητας -φωτεινότητας που έχει σήμερα για μας. Οι ιδιότητες αυτές έχουν νόημα από τη στιγμή που κάποια όντα απέκτησαν αισθητήριο όργανο (οφθαλμό) ικανό να δέχεται την επίδραση του φωτός και να αλληλεπιδρά μαζί του. Τα φύλλα των δέντρων, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν το φως ως ενέργεια, όχι για να βλέπουν, αλλά για να φωτοσυνθέτουν, μια άλλη τεράστιας σημασίας λειτουργία για τη ζωή, που οφείλεται στο φως. Άρα αυτό το δώρο του Θεού, το φως, έχει διάφορες σημασίες και ιδιότητες ανάλογα με τη δεκτικότητα των οργάνων των διαφόρων όντων που ζουν στον πλανήτη μας (θερμότητα – καυστικότητα, λαμπρότητα-φωτεινότητα, ενέργεια κ.ά).
Ο λόγος που κάναμε αυτή τη μικρή αναφορά στη Φυσική του κτιστού φωτός είναι, διότι υπάρχουν πολλοί θαυμαστοί παραλληλισμοί με αυτόν που μας περιέγραψε τον εαυτό Του «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου·» και για τον οποίο γράφτηκε «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων».
Διαβάζοντας για την παραδοχή των επιστημόνων (η οποία προέκυψε όχι θεωρητικά, αλλά πειραματικά, ήταν δηλαδή τα πειράματα που τους ανάγκασαν να την αποδεχτούν), ότι το φως έχει διπλή φύση (κυματική και σωματιδιακή), δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε πόσους αγώνες έδωσαν οι Άγιοι Πατέρες για να καταδείξουν αυτό που η εμπειρία της Εκκλησίας είχε ως βιωμένη αλήθεια, τις δύο φύσεις του Χριστού (ανθρώπινη και θεία). Παραπέμπουμε, ενδεικτικά, στον εξαίσιο Λόγο του Οσίου Πατρός ημών Εφραίμ του Σύρου στη γιορτή της Μεταμορφώσεως, όπου με απαράμιλλο τρόπο παραθέτει την εμπειρία των δύο φύσεων – ανθρώπινης και θεϊκής – του ίδιου προσώπου, του Χριστού.
Το κτιστό φως, όπως όλοι γνωρίζουμε έχει ως πηγή τον ήλιο. Προέρχεται από τον ήλιο, αλλά δεν ταυτίζεται με τον ήλιο. Ο ήλιος είναι αστέρας, με σύνθεση πολύ διαφορετική από αυτή του φωτός. Το φως είναι το απότοκο διαφόρων διεργασιών που γίνονται στον ήλιο, και μεταφέρει ενέργεια στη γη, για να ξεκινήσουν όλες οι διεργασίες της ζωής στον πλανήτη μας. Χωρίς το φως του ήλιου δεν θα υπήρχε ούτε ίχνος ζωής. Δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε τους αγώνες των Αγίων Διδασκάλων της Ορθοδοξίας, για να διακρίνουν την ουσία από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Η ουσία του Θεού, είναι παντελώς άγνωστη και απροσπέλαστη στην ανθρώπινη σκέψη. Είναι αυτό που βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε». Το άκτιστο φως που παρουσιάστηκε στο όρος Θαβώρ και σε πολλές περιπτώσεις στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι ενέργεια του Θεού, άκτιστη ενέργεια, αλλά όχι η ουσία του Θεού. Αυτή η ενέργεια είναι μια από τις πολλές άκτιστες ενέργειες του Θεού με την οποία ο Κτίστης κοινωνεί -έρχεται σε κοινωνία προσώπων- με τα κτίσματά του, εμάς τους ανθρώπους. Το φως αυτό, ως άκτιστο, εκτός του ότι γίνεται ενίοτε αισθητό ως λάμψη από τους σωματικούς οφθαλμούς του ανθρώπου, επενεργεί και διάφορες άλλες λειτουργίες εντός της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου, ανάλογα με την κατάσταση του καθενός. Μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε συναίσθηση της κατάστασής του και άρα σε μετάνοια (βλέπε την περίπτωση του Απ. Παύλου που είδε τον Χριστό μέσα σε άκτιστο φως, όταν πήγαινε να συλλάβει χριστιανούς στη Δαμασκό, και η μεν ψυχή του φωτίστηκε, οι δε σωματικοί του οφθαλμοί τυφλώθηκαν). Μπορεί να οδηγήσει σε γνώση των μυστηρίων του Θεού (βλέπε το παράδειγμα των Αποστόλων την Πεντηκοστή, όπου η φλόγα εκείνη στα κεφάλια τους εδήλωνε, αυτό τούτο το άκτιστο φως του Αγίου Πνεύματος που επιφοιτούσε στις ψυχές τους και τους όπλισε με πρωτόγνωρο θάρρος καθιστώντας τους ικανούς να κατανοήσουν, αλλά και να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο). Να σημειώσουμε ότι το άκτιστο φως ως άκτιστη ενέργεια του Θεού ανήκει και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και δεν διακρίνεται το άκτιστο φως του Υιού από το άκτιστο φως του Αγίου Πνεύματος, αλλά είναι ένα και το αυτό, αφού τα Τρία Πρόσωπα έχουν μια ενέργεια.
Η παρουσία του Θεού πολλές φορές, όχι πάντα, δηλώνεται με την παρουσία αυτού του ακτίστου φωτός. Τα αποτελέσματα αυτής της φωτοφάνειας δεν είναι πάντα τα ίδια. Όπως είπαμε εξαρτούνται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση του ανθρώπου που δέχεται την ενέργεια αυτή, αλλά και από το θέλημα του Θεού, το τι δηλαδή θέλει ο Θεός να κάνει με την ενέργεια αυτή. Εδώ έχουμε μια βασική διαφορά του ακτίστου και του κτιστού φωτός: Το κτιστό φως υπόκειται σε φυσικούς νόμους τους οποίους ο άνθρωπος μπορεί να εξερευνήσει και να ανακαλύψει. Το άκτιστο φως δεν υπόκειται σε νόμους. Κινείται μέσα στην ελευθερία του Θεού που είναι η πηγή του, και εξαρτάται και από την ελεύθερη διάθεση του ανθρώπου. Επειδή η επενέργειά του λοιπόν δεν είναι μηχανική (δεν ακολουθεί νόμους αιτίου-αποτελέσματος) καθημερινά παρακαλούμε τον Θεό, «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Η φράση αυτή εκ πρώτης όψεως είναι λίγο παράξενη. Παρακαλούμε τον Θεό όπως μέσα στο φως Του, μέσα από το φως Του, δούμε και εμείς φως. Είναι λογικό να ερωτήσουμε: Μέσα στο φως, τι άλλο θα βλέπαμε παρά φως; Όμως κάτω από αυτή την παράξενη σύνταξη και επιλογή των λέξεων, η μικρή αυτή φράση έχει πολλές προεκτάσεις της ορθόδοξης θεολογίας.
Α) «Ἐν τῷ φωτί σου». Παρακαλούμε τον Θεό να μας αποκαλύψει το δικό του φως. Η εμπειρία της Εκκλησίας μιλά και για άλλα φώτα, «καὶ οὐ θαυμαστόν· αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β Κορ. 11,14). Με βάση αυτή την αλήθεια, η ιστορία έχει να μας παρουσιάσει την εποχή του Διαφωτισμού, μια χρονική στιγμή όπου ο άνθρωπος της Δύσης αμφισβήτησε, απώθησε και εν τέλει «σκότωσε» τον Θεό (θυμηθείτε τη διαπίστωση του Νίτσε) και μετά ανέλαβε να φωτίσει τη ζωή των ανθρώπων με το φως του ορθολογισμού, του ουμανισμού και κυρίως της επιστήμης. Τα φώτα εξ Εσπερίας ήταν το ζητούμενο της προόδου. Ασχέτως, αν οι φωτισμένοι άνθρωποι λίγο μετά την έναρξη του Διαφωτισμού επισφράγισαν τον φωτισμό τους με δύο παγκοσμίους πολέμους και δεκάδες άλλους μικρότερους, με αποικιοκρατίες και εκμετάλλευση ολόκληρων ηπείρων και λαών από τους λίγους φωτισμένους του Διαφωτισμού. Προσευχόμεθα λοιπόν, αν θα φωτισθούμε, ο φωτισμός μας να είναι αποτέλεσμα του ακτίστου φωτός του Χριστού και όχι οποιουδήποτε άλλου φωτός του κόσμου τούτου. Διότι τα φώτα του κόσμου τούτου, όσο και αν καμουφλαρισθούν και ωραιοποιηθούν, έρχεται ώρα που φανερώνεται η ποιότητά τους· «ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι. ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν·».
Β) «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Όπως είπαμε και στα εισαγωγικά για το κτιστό φως, η εμπειρία του φωτός δεν έγκειται μόνο στην αντικειμενική ύπαρξη του φωτός, αλλά και στην ύπαρξη αντίστοιχων αισθητηρίων – οργάνων που να μπορούν να δέχονται την επίδρασή του. Με τη λέξη «οψόμεθα» παρακαλούμε να θεραπεύσει ο Θεός και να καταστήσει τους οφθαλμούς μας ικανούς να θεωρούν το φως Του. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός μας προειδοποίησε ότι «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.» Άρα, δεν αρκεί να υπάρχει το φως του Χριστού. Αν δεν υπάρχει καθαρή καρδία, ή τουλάχιστον καρδία που αγωνίζεται να καθαριστεί από τα πάθη, το «οψόμεθα» θα μείνει ανέφικτος στόχος. Τόσο ανέφικτος, που πολλοί άνθρωποι τον θεωρούν και εντελώς αδύνατο. Και όταν οι πολλοί στερούνται αυτής της εμπειρίας για μεγάλες χρονικές περιόδους, τότε αρχίζει να χάνεται από τη συλλογική συνείδηση η ελπίδα και ο στόχος αυτός, ως επιθυμητό αποτέλεσμα της κατά Θεόν ζωής και δυστυχώς εκπίπτει το ευαγγέλιο σε τήρηση ηθικών κανόνων και διεκπεραίωση τελετουργιών. Και πραγματοποιείται αυτό που γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Νῦν μέν οὕτω τοῖς ἐν ἀγάπῃ καθαρθεῖσιν ὁ Θεός ὁρᾶται, τότε δέ, φησί, «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Οἱ δέ τῷ μή παθεῖν τά θεῖα μηδ᾿ ἰδεῖν μηδαμῶς πιστεύοντες ὡς φῶς ὑπέρ φῶς ὁρᾶσθαι τόν Θεόν, ἀλλά λογικῶς μόνον θεωρεῖσθαι, τυφλοῖς ἐοίκασιν, οἵ τῆς τοῦ ἡλίου θέρμης μόνης ἀντιλαμβανόμενοι τοῖς ὁρῶσιν ἀπιστοῦσιν ὅτι καί φαιδρός ἐστιν ὁ ἥλιος. Εἰ δέ καί τούς ὁρῶντας οἱ τυφλοί μεταδιδάσκειν ἐγχειροῦσιν, ὡς οὐ φῶς ἐστιν ὁ ἐν αἰσθητοῖς φανότατος ἁπάντων ἥλιος, καταγέλαστοι μέν οὗτοι τοῖς αἰσθητῶς ὁρῶσιν ἔσονται».
Απόδοση: Τώρα βεβαίως σε όσους εκαθαρίσθησαν με την αγάπη, έτσι φαίνεται ο Θεός (εννοεί ως άκτιστο φως), τότε δε (στην άλλη ζωή) θα φανεί «πρόσωπον προς πρόσωπον». Αυτοί δε οι οποίοι δεν έπαθαν τα θεία και οι οποίοι δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ιδούν τον Θεό ως φως υπέρ το (κτιστό) φως, και νομίζουν ότι τον Θεό τον κατανοούμε μόνο με τη λογική, μοιάζουν με τυφλούς, οι οποίοι επειδή αντιλαμβάνονται μόνο τη θέρμη του ηλίου, δεν πιστεύουν εκείνους που λέγουν ότι ο ήλιος είναι και λαμπερός. Εάν αυτοί οι τυφλοί προσπαθήσουν να μεταπείσουν αυτούς που βλέπουν, ότι δεν είναι φως ο περισσότερο από όλα τα αισθητά σώματα φωτεινός ήλιος, ασφαλώς θα γίνουν καταγέλαστοι σε αυτούς που βλέπουν μπροστά τους αισθητώς το φως του ήλιου.
Ο Άγιος Γρηγόριος στο παρόν απόσπασμα καταδεικνύει τη σημασία της εμπειρίας έναντι οποιαδήποτε φιλοσοφικής – θεωρητικής θέσης. Όταν κάποιος βλέπει το φως του ήλιου, πως είναι δυνατόν να πειστεί ότι δεν έχει φως ο ήλιος, ειδικά όταν αυτός που του το λέγει είναι τυφλός; Ταυτόχρονα διαπιστώνουμε πόσο τραγική είναι η εποχή μας, όταν οι πλείστοι είμαστε άνευ εμπειρίας του ακτίστου φωτός (ελλείψει καθαρότητας καρδίας) και οι διδάσκαλοί μας είναι άνθρωποι που δεν έπαθαν τα θεία (δεν έχουν εμπειρία του αγώνα της κάθαρσης των παθών και του φωτισμού που ακολουθεί αυτό τον αγώνα) και καταντούν να διδάσκουν έναν Θεό, όχι που αλλοιώνει – θεώνει τον άνθρωπο, αλλά έναν Θεό που απλώς αποδέχεται τον άνθρωπο, χωρίς όμως να τον ανακαινίζει και να τον θεραπεύει.
Γ) «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Παρακαλούμε μέσα στο φως του Χριστού να δούμε και εμείς το φως. Παρόλο που, όπως είπαμε η ευχή αυτή μοιάζει παράξενη, εντούτοις μια μικρή παρατήρηση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, την οποία παραθέτει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μας διευκρινίζει το νόημα. Γράφει ο Άγιος Γρηγόριος για αυτούς που στη ζωή τους αρνήθηκαν να υπερβούν τη σαρκική διάσταση και στην ουσία απέρριψαν το ευαγγέλιο του Χριστού, αυτοί λοιπόν, «ὡς πῦρ ἴδωσι ὅν ὡς φῶς οὐκ ἐγνώρισαν». Ο Άγιος μιλά για κάποιους οι οποίοι, ενώ είχαν μπροστά τους το Φως, δεν το εγνώρισαν, ούτε και το αποδέχτηκαν ως φως. Αυτοί λοιπόν, θα δουν κάποια στιγμή αυτό το ίδιο φως ως φωτιά. Αυτή η παρατήρηση διευκρινίζει τη διαφορετική επίδραση που μπορεί να έχει το άκτιστο φως του Χριστού πάνω στους ανθρώπους ως αποτέλεσμα της δικής τους ελεύθερης επιλογής και αποδοχής. Μάλιστα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προχωρά ακόμα ένα βήμα και λέει ότι «Ἀλλά γάρ καί τό πῦρ ἐκεῖνο σκοτεινόν, μᾶλλον δέ τῷ ἠπειλημένῳ σκότει ταὐτόν». Όχι μόνο θα δουν το φως του Χριστού ως φωτιά, αλλά θα είναι σκοτεινή φωτιά, που θα ταυτίζεται με αυτό που αναφέρεται στο ευαγγέλιο ως σκότος εξώτερον. Έχουμε δηλαδή το εξής παράδοξο πλην, σύμφωνο με τους Αγίους Πατέρες, συμπέρασμα. Το άκτιστο φως, το οποίο αποτελεί την πρόγευση της Βασιλείας του Θεού για τους Αγίους, το ίδιο αυτό φως, για όσους ανθρώπους δεν έχουν την κατάλληλη δεκτικότητα, θα συνιστά το πύρ το άσβεστον και το σκότος το εξώτερον, όπως αυτά αναφέρονται από το αψευδές στόμα του Χριστού. Η ερμηνεία αυτή συγκροτεί την ορθόδοξη άποψη περί Βασιλείας του Θεού και κολάσεως. Ενδεικτικά αναφέρουμε και τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο που γράφει «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;». Ο Χριστός χρησιμοποίησε ασυνήθιστα σκληρές εκφράσεις για την κόλαση, ώστε να μην υπάρχει καμμία αμφισβήτηση ή παρερμηνεία. Σίγουρα οι εικόνες της κόλασης που μας έρχονται από τη Δύση (με κοχλάζοντα καζάνια και φωτιές και ακοίμητους σκώληκες) δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού η κόλαση ετοιμάστηκε για τον Διάβολο (τον πρώτο διδάξαντα την αμαρτία) και ο Διάβολος ως πνεύμα δεν μπορεί να πάσχει από φωτιά ή σκοτάδι ή σκώληκες. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας καθησυχάζει καθόλου. Αν πιστεύουμε τα λόγια του Χριστού και των Αγίων μας πρέπει να φοβηθούμε πολύ την εκδοχή αυτή της κόλασης: Ο Θεός μετά τη σταύρωσή Του, μετά την Ανάστασή Του και την προσφορά Του σε μας της δωρεάν σωτηρίας μας, δέχεται ως απάντηση τη δική μας απόρριψη, τη δική μας καταφρόνηση, τη δική μας απιστία. Με την ολοκλήρωση του παρόντος αιώνος, ο κόσμος αλλάζει και πλέον «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός». Πλέον δεν θα μπορεί κάποιος να απιστήσει ή να αμφισβητήσει. Όλα θα είναι ξεκάθαρα. Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση ο Θεός, ως παντοτινή αγάπη, θα μας στέλνει το φως Του, αλλά κάποιοι θα το προσλαμβάνουν και θα το βιώνουν ως φωτιά, ως σκότος και ως σκώληκα ακοίμητον. Αυτό θα αποτελεί και την αιώνιο κόλαση. Και θα είναι αιώνιος διότι, εις τους αιώνας των αιώνων, ο Θεός θα συνεχίζει να στέλνει το φως της αγάπης Του σε όλους. Και εις τους αιώνας των αιώνων, θα σέβεται την ελεύθερη επιλογή που κάναμε όταν ζούσαμε σε αυτή τη ζωή. Δεν θα «μπορεί» να κάνει κάτι διαφορετικό. Το ευαγγέλιο είναι ξεκάθαρο και αρκούντως σαφές. Έγκειται σε μας να πιστέψουμε την πραγματικότητα αυτή, ακόμα και αν δεν μπορούμε να συλλάβουμε με το μυαλό μας τη φοβερότητά της. Εξάλλου και για τον Παράδεισο, ο Απ. Παύλος μας λέει ότι δεν μπορεί να μας περιγράψει πώς είναι, αφού δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις στη γλώσσα μας. Κάτι παρόμοιο, εκ του αντιθέτου, πρέπει να εννοήσουμε και για την κόλαση.
Με αυτά τα δεδομένα, δικαιολογημένα παρακαλούμε τον Θεό καθημερινά «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Θέλουμε και ελπίζουμε ότι και τώρα και στον μέλλοντα αιώνα θα προσλαμβάνουμε το φως του Χριστού ως φως που φωτίζει τις ψυχές μας και τις κάνει θεοειδείς, ώστε να πραγματοποιείται στον καθένα μας αυτό που ψάλλουμε στην εορτή της Μεταμορφώσεως, και το οποίο αποτελεί και τον σκοπό της δικής μας μεταμόρφωσης:
«Ἔθελξας πόθῳ με Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι, ἀλλὰ κατάφλεξον, πυρὶ ἀΰλω τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ εμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν, μεγαλύνω ἀγαθὲ παρουσίας σου».
Μιχάλης Χριστοφορίδης