1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Εορτοδρόμιο

Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη

Συνηθίζουμε νὰ λέμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅτι ἡ «χρυσὴ» ἐποχὴ γι’ αὐτὴν εἶναι ἡ περίοδος τῶν διωγμῶν. Στὴν περίοδο αὐτὴ ἀνακηρύσσεται πλῆθος Ἁγίων, ἡ πίστη εἶναι πιὸ καθαρὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ἐγγύτερα στὸ εὐαγγελικὸ ἰδεῶδες. Ὡστόσο, ὀφείλουμε νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι αὐτὲς οἱ ἐποχὲς εἶναι γεμᾶτες πόνο μεγάλο καὶ δάκρυα πολλά, δυστυχία καὶ θλίψεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι μάνα ἀληθινή, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ βλέπει τὰ παιδιά της νὰ δυστυχοῦν, δὲν θέλει τὰ τέκνα της νὰ δειλιάζουν μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς καὶ νὰ τὴν ἀπαρνιοῦνται. Γι’ αὐτὸ καὶ τιμᾶ ἰδιαιτέρως, καὶ μάλιστα ὡς ἰσαποστόλους, τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο, ποὺ ἔθεσε τέλος στοὺς διωγμούς, καὶ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ἁγία Ἑλένη, ποὺ τὸν μύησε στὰ δόγματα τῆς ἀλήθειας.

Μὲ τὴν ὁριστικὴ παύση τῶν διωγμῶν, οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν πλέον ἐλεύθεροι νὰ ἀποφασίσουν ἂν θὰ ἐπέλεγαν νὰ ἀσπαστοῦν τὴ χριστιανικὴ πίστη ἢ ὄχι, ἂν θὰ ὅριζαν τὴ ζωή τους σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς ἢ θὰ προτιμοῦσαν νὰ ζήσουν ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτές. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολή, ὁπωσδήποτε, νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μὲ τὰ διατάγματα τῆς ἀνεξιθρησκείας (ποὺ συνυπέγραψε τὸ 311 μὲ τὸν Γαλέριο καὶ τὸ 313 μὲ τὸν Λικίνιο) συγκαταλέγεται στὶς ἐξέχουσες ἐκεῖνες προσωπικότητες τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ συνετέλεσαν στὴν ἐμπέδωση τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.

Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατὰ καιροὺς θέλησαν νὰ ὑποτιμήσουν τὴν προσωπικότητα τῆς μεγάλης αὐτῆς μορφῆς, καταμαρτυρώντας του ὑστεροβουλία, ἰδιοτέλεια, σκληρότητα χαρακτήρα κ.ἄ. Θεωροῦν δηλαδή, ὅτι ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμὸ δὲν ἦταν εἰλικρινής, ὅτι διέβλεψε πὼς ἡ εἰδωλολατρία δὲν εἶχε μέλλον καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἐγκατέλειψε, πὼς ἦταν τάχα πολὺ βίαιος καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συγκαταλεχθεῖ στοὺς Ἁγίους κ.ο.κ. Στὴν πραγματικότητα, οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς αἰσθάνονται ἄβολα μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ κράτους (ἂν ὄχι καὶ μὲ τὴν ἀναγνώρισή της ὡς ἀνεκτῆς θρησκείας) καὶ ὁπωσδήποτε μὲ τὸ βυζαντινὸ παρελθόν, ποὺ θεωρεῖται σκοτεινὸ καὶ βάρβαρο – ἄποψη κυρίαρχη στὴ Δύση καὶ μεταφερμένη στὰ καθ’ ἡμᾶς.

Γεγονὸς εἶναι πάντως, πὼς ὁ τίτλος «Μέγας» ποὺ ἀποδόθηκε στὸν πρῶτο αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου (ὅπως καθιερώθηκε νὰ ὀνομάζεται τὸ Ἀνατολικὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος), δὲν εἶναι καθόλου ἀδικαιολόγητος. Διορατικὸς ἡγέτης, ἑδραίωσε ἕνα κράτος ποὺ παρέπαιε καὶ ἔθεσε τὰ ἰσχυρὰ θεμέλια μιᾶς αὐτοκρατορίας ποὺ διήρκεσε γιὰ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια. Οἱ μεταρρυθμίσεις του στέφθηκαν ὅλες ἀπὸ ἐπιτυχία καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἔχασε ποτὲ σὲ μάχη.

Ἀκόμη δὲ περισσότερο, οἱ ἱστορικὲς ἀναφορὲς παρέχουν ἀψευδεῖς μαρτυρίες γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ χαρακτήρα του. Ποτὲ δὲν θέλησε νὰ ἀποδίδονται τιμὲς θεοῦ στὸ πρόσωπό του, ὅπως ἦταν τότε ἡ συνήθεια τῆς ἐποχῆς. Ὁ χαρακτήρας του ἦταν ἐγκρατὴς καὶ ἀποστρεφόταν τὸν ἔκλυτο βίο. Ἡ διοίκησή του χαρακτηριζόταν ἀπὸ ἠπιότητα καὶ μάλιστα, δὲν θέλησε νὰ προσβάλει τὴν πλειονότητα τῶν ἐθνικῶν ὑπηκόων του, βαπτιζόμενος Χριστιανός, παρὰ μόνο στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἂν καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ σχέσεις του μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἦταν στενὲς ἤδη ἀπὸ πολλὰ χρόνια προηγουμένως (πιθανὸν ἀπὸ τὸ 312).

Ὅσο γιὰ τοὺς ἐπικριτές του, αὐτοὶ στηρίζονται σὲ ἔργα συγγραφέων ποὺ εἴτε ἦταν Ἐθνικοί (ὁπότε ἑρμηνεύεται ἡ ἀπέχθεια πρὸς τὸ πρόσωπό του) εἴτε ἔζησαν πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὴν ἐποχή του (ὁπότε ἐλέγχεται ἡ ἀξιοπιστία τους). Ἀξίζει βέβαια νὰ προσθέσουμε ἐδῶ καὶ τὴν ἐλαττωμένη ὑπεράσπισή του ἀπὸ τὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη, καθὼς γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς δὲν ὑπῆρξε ἰδιαίτερα προσφιλής, ἐξαιτίας τῆς μεταφορᾶς τῆς πρωτεύουσας τοῦ κράτους στὴν Ἀνατολή, ἐνῶ στοὺς κόλπους τῶν Προτεσταντῶν δὲν ὑφίσταται ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας καὶ ἡ μετα-αποστολικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἀντιμετωπίζεται μὲ σκεπτικισμό.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ κατάσταση ἔχει ἀρχίσει νὰ ἀλλάζει. Ἤδη τὸ ἔτος 2007 ἑορτάστηκαν στὴ δυτικὴ Εὐρώπη τὰ 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνακήρυξή του σὲ Αὔγουστο (μὲ τὸν ὁρισμὸ τῆς χρονιᾶς αὐτῆς ὡς «ἔτους Κωνσταντίνου» – Konstantinjahr). Οἱ ἐκδηλώσεις ἦταν ποικίλες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μεγάλο. Σηματοδοτήθηκε ἀπὸ τότε ἡ διάθεση νὰ εἰδωθεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἡ πολυσχιδὴς προσωπικότητά του. Καὶ ἄρχισε σὲ ἀρκετοὺς νὰ κατανοεῖται καὶ νὰ ἐμπεδώνεται ἡ ἰδέα τῆς ἀποδοχῆς τῆς εἰλικρινοῦς πίστεώς του ὡς τοῦ κρίσιμου ἐκείνου κριτηρίου, ποὺ τὸν ὤθησε στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεών του, καὶ ὄχι κάποιας πολιτικῆς σκοπιμότητας. Ἀναγνωρίζεται ὅτι ἡ βαθιὰ θρησκευτική του φύση ἦταν αὐτὴ ποὺ καθόρισε τὶς ἐπιλογές του καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο.

Βέβαια, στὴν Ἐκκλησία μας δὲν τίθενται τέτοιου εἴδους διλήμματα. Ὁ προφητάναξ Δαϋὶδ καὶ ὁ ληστὴς στὸν σταυρὸ δείχνουν καθαρὰ ὅτι ἡ μεταστροφὴ δὲν ἔχει προδιαγραφὲς καὶ προπάντων δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει σὲ ὀρθολογιστικὰ ἢ εὐσεβιστικὰ σχήματα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει ὁπωσδήποτε καὶ γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο – κάτι ποὺ δὲν διέφυγε βέβαια ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας, στὴν ὁποία ἀπαντᾶ αὐτὴ ἡ σύγκριση, ἀφοῦ καὶ ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ἀποκαλεῖται καὶ ἰσαπόστολος. Ὁ Κωνσταντῖνος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ ὅραμα τοῦ Σταυροῦ ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὴ νίκη («Ἐν τούτῳ νίκα»), ὅπως ὁ διώκτης Σαῦλος εἶδε κάποτε σὲ ἕνα ἄλλο ὅραμα αὐτὸν ποὺ καταδίωκε.

Ἀξίζει πραγματικὰ νὰ ἀφιερώσουμε ὅμως καὶ δύο λόγια γιὰ τὴν προσωπικότητα τῆς ἁγίας Ἑλένης. Αὐτὴ εἶχε ταπεινὴ καταγωγὴ καὶ ἦταν κόρη ἑνὸς ξενοδόχου στὴ Βιθυνία. Κάποτε πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός, τὴ γνώρισε καὶ τὴ νυμφεύθηκε. Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ἔμελλε νὰ γίνει Αὔγουστος καὶ σύμφωνα μὲ τὰ ἰσχύοντα τότε, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει ταπεινὴ σύζυγο, τὴ διαζεύχθηκε γιὰ νὰ νυμφευθεῖ μία γυναίκα ἀπὸ τὴν τάξη τῶν εὐγενῶν. Ἡ Ἑλένη ἀποδέχθηκε μὲ καρτερία αὐτὴ τὴν τροπὴ τῶν πραγμάτων καὶ ἔζησε στὴν ἀφάνεια μὲ τὸν μονάκριβο γιό της Κωνσταντῖνο.

Ἀργότερα, ποὺ ἄλλαξαν καὶ πάλι τὰ πράγματα, καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε αὐτοκράτορας, ἡ Ἑλένη παρέμεινε σεμνὴ καὶ συγκρατημένη, χωρὶς νὰ ἀλλάξει τὶς συνήθειες τοῦ βίου της. Ὅπως φαίνεται δηλαδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, δίδαξε στὸν γιό της καὶ τὶς βασικὲς ἀρχὲς τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους, καὶ ἐκεῖνος ἔζησε ὡς αὐτοκράτορας μία ζωὴ λιτὴ καὶ μετρημένη.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῆς παιδείας ποὺ ἔδωσε ἡ Ἁγία στὸν γιό της εἶναι ἡ κλίση πρὸς τὰ ἔργα εὐποιΐας. Ἐκείνη ἦταν γνωστὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἀγαπητὴ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση γιὰ τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς εὐκτήριους οἴκους ποὺ ἵδρυσε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στοὺς συγχρόνους του γιὰ τὸ μεγάλο φιλανθρωπικό του ἔργο, ἰδίως σὲ ὑποδομὲς πρόνοιας καὶ βοήθειας πρὸς τοὺς πάσχοντες πολίτες τῆς Αὐτοκρατορίας.

Καθὼς βρισκόταν σὲ μεγάλη ἡλικία (78 χρονῶν περίπου), ἡ ἁγία Ἑλένη ζήτησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγί- ους Τόπους. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δὲν τῆς τὸ ἐπέτρεψε, φοβούμενος τὴν ὑγεία της. Ἡ μητέρα του χρειάστηκε νὰ τὸν βεβαιώσει ὅτι ἤθελε νὰ μονάσει στὰ μέρη ὅπου ἔζησε ὁ Κύριος καὶ νὰ τελευτήσει ἐν εἰρήνῃ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πραγματοποιήσει τὸ πολυπόθητο ταξίδι. Καὶ ὅταν κατόρθωσε νὰ φτάσει στὴν περιοχὴ τῶν Ἱεροσολύμων, ξεκίνησε ἀμέσως τὶς ἔρευνες γιὰ τὰ μνημεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅπως γνωρίζουμε, κατάφερε νὰ τὰ φέρει ὅλα καὶ πάλι στὸ φῶς.

Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος καὶ ἡ ἁγία Ἑλένη προστάτευσαν τὴν Ἐκκλησία καὶ φρόντισαν γιὰ τὴν ἑνότητά της, ὅταν αὐτὴ ἀπειλήθηκε ἀπὸ ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μ. Κωνσταντῖνος συγκάλεσε τὴν Α ́ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀποφασίσει τὴν ἐπίλυση τῶν σοβαρῶν ζητημάτων ποὺ τὴν ταλάνιζαν. Καὶ ἀμέσως μετά, φρόντισε ὁ ἴδιος προσωπικὰ γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ὥστε νὰ ἐπέλθει ἡ ἠρεμία καὶ ἡ γαλήνη στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ κλήση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἡ διαρκὴς φροντίδα του γιὰ τὴν εὔρυθμη καὶ εἰρηνικὴ ζωὴ τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ἡ μέριμνα τῆς ἁγίας Ἑλένης γιὰ τὰ σεβάσματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, δικαιολογοῦν ἀπολύτως τὴν τιμὴ ποὺ ἐπιφύλαξε στὰ πρόσωπα καὶ τῶν δύο ἡ χριστιανικὴ παράδοση.

π. Παναγιωτοπουλος