1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Κυριακοδρόμιο

Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ

(Λκ. 18, 18-27)


Ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς λέει ὅτι ἕνας ἄρχοντας βίωνε ἕνα βασανιστικὸ πρόβλημα. Ἀναζητοῦσε τὴν αἰώνια ζωή, χωρὶς νὰ βρίσκει ἱκανοποίηση στοὺς βαθεῖς του πόθους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ρώτησε τὸν Χριστό: «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».

Ἀπὸ τὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε φάνηκε ὅτι ὁ ἄρχοντας ἦταν τηρητὴς κάποιων βασικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. «Τὰς ἐντολὰς οἶδας», τοῦ εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ ἀπαρίθμησε στὴ συνέχεια τὶς ἀρνητικὲς ἐντολὲς τοῦ νόμου, καθὼς καὶ τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀναφέρεται στὴν τιμὴ τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», ἦταν ἡ ἀπάντησή του. Ἐνῶ ὅμως τηροῦσε ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, δὲν ἔβρισκε μέσα σ᾿ αὐτὲς τὴν αἰώνια ζωή. Ἔμενε ἀνικανοποίητος.

Δὲν αἰσθανόταν τὴν ἐμπειρία τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀναζητοῦσε μὲ ἀγωνία. Εἶχε κατανοήσει τὴν ἀνεπάρκεια τῆς ἠθικιστικῆς θεωρήσεως τοῦ νόμου, τὴν ἐξάντλησή του στὴν καλὴ ἐξωτερικὴ συμπεριφορά. Καὶ ἐνῶ ἡ φαρισαϊκὴ συνείδηση ἔφθανε σὲ ἀδιέξοδο, ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ δρόμου. Στὴν ἐπισήμανση τοῦ ἄρχοντα: «ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴν νεότητά μου», ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκρίθηκε: «ἔτι ἕν σοι λείπει», ὥστε νὰ γίνεις τέλειος καὶ νὰ ἔχεις τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ κληρονομήσεις τὴν αἰώνια ζωή.

Προτοῦ ὅμως ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτὸ ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα, ἂς κάνουμε κάποιες ἐπισημάνσεις. Ὁ ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζοῦσε τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὁ ἠθικισμὸς εἶναι συνέπεια τῆς ἐκκοσμίκευσης. Εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς «εὐσεβοῦς» ἐπιφάνειας, ἐνῶ ἡ καρδία εἶναι δέσμια τοῦ κόσμου. Ἠθικιστὴς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀφιερώνει τὴ ζωή του στὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ εἶναι δέσμιος στὸν πλοῦτο του, δίνει στὸν Θεὸ μόνο ὅ,τι μπορεῖ νὰ τὸν δείξει ἐνάρετο στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ὅμως ὁ τρόπος ζωῆς δὲν συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ δημιουργεῖ ἀδιέξοδα.

Γενικὰ ὁ ὅρος «ἐκκοσμίκευση» σημαίνει τὴν ὑποταγὴ τοῦ πιστοῦ στὴ νοοτροπία τῆς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας, τὸ χάσιμο τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ τὴν ὑποκατάσταση τοῦ ἀνακαινιστικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μὲ μεθόδους τοῦ κόσμου. Πίσω ὅμως ἀπὸ μία τέτοια νοοτροπία κρύβεται ἡ ἀδυναμία μας νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν ἀπολαύσεων καὶ τῶν ἀνέσεων, καθὼς καὶ ἡ δίψα γιὰ κοινωνικὴ προβολὴ καὶ καταξίωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὰν κορυφαῖο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας κατανοοῦμε μόνο τὸ φιλανθρωπικό της ἔργο. Ἐνῶ ὅταν μᾶς προβάλλουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου γιὰ τὸν Χριστὸ γινόμαστε περίλυποι, ὅπως ὁ σημερινὸς ἄρχοντας τοῦ εὐαγγελίου.

Αὐτὸ πάντως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ φιλανθρωπία δὲν εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, εἶναι ἔκφραση τῆς ζωῆς της. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὅμως οἱ κοινωνικὲς παρεμβάσεις συνδέονται μὲ τὴν ἐσωτερικὴ καλλιέργεια ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἀπαύγασμα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη στάση καὶ ζωή.

Ὁ ἄρχοντας, ποὺ ζητοῦσε νὰ μάθει πῶς κληρονομεῖται ἡ αἰώνια ζωή, ἦταν ἐσωτερικὰ δοῦλος στὰ ὑλικά του ἀγαθά. Δὲν μποροῦσε νὰ «σταυρώσει» τὸν κόσμο, γιατὶ σὲ αὐτὸν στήριζε τὴν ἀνικανοποίητη ζωή του. Ὁ Χριστός, γνωρίζοντας τὴ μεγάλη του ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν πλοῦτο, τοῦ ἐπεσήμανε, ὅτι τὸ ἕνα ποὺ τοῦ ἔλειπε, ἦταν ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ αὐτόν. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ ἦταν βαρὺς γιὰ τὸν ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς, γι᾿ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «περίλυπος ἐγένετο».

Ἡ λύπη του μοιάζει μὲ τὴ στενοχώρια πολλῶν Χριστιανῶν ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὸν ἀγῶνα ἀντιμετώπισης τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῶν ἐν γένει παθῶν. Ἡ ἐκκοσμίκευση παραλύει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς καὶ ὁδηγεῖ σὲ συμβιβασμὸ μὲ τὰ δεδομένα τοῦ κόσμου.

Ἡ προσκόλληση τοῦ ἄρχοντα, ἀλλὰ καὶ ἡ δική μας, στὸν κόσμο γεννᾶ τὸ ἐρώτημα: «τίς δύναται σωθῆναι;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτὸ εἶναι κατηγορηματική: «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι». Ἀντὶ νὰ κάνουμε τὰ πάθη μας ἰδεολογία καὶ θεολογία, γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας, ἂς ὁμολογήσουμε μὲ ταπείνωση καὶ διάθεση ἀλλαγῆς τὴν ἀδυναμία μας στὸν Θεό.

Γ. Μπαρνοβι