Κυριακοδρόμιο

Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση

(Μρ. 8, 34 – 9, 1)

«Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς»

Tοῦτος ὁ εἰσοδικὸς λόγος προτάσσεται ἀπὸ τὸν μελωδὸ Κοσμᾶ, μοναχὸ στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὴν Παλαιστίνη καὶ στὴ συνέχεια Ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ, ὡς τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος ψάλλεται ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, προκειμένου νὰ ἐξάρει τοῦ Σταυροῦ τὰ τρόπαια.

Ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ὀρθρινὴ Ἀκολουθία της ἀπὸ τὴν πρώτη μέχρι καὶ τὶς ἕξι Αὐγούστου, καὶ στὴ συνέχεια, μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μέχρι τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, μελωδεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο ἑκάστης ὠδῆς, ἀποκαλῶντας τὸ ἄθροισμα τοῦτο «Καταβασίαι». Καὶ τὸ προσωνύμιο αὐτὸ τοὺς δόθηκε, διότι, κατὰ τὴν ἀρχαία λειτουργικὴ πράξη, οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν κατέβαιναν ἀπὸ τὰ ἀναλόγιά τους καὶ στέκονταν, ψάλλοντας, στὸ δάπεδο τοῦ Ναοῦ.

Ἔχει λεχθεῖ, καὶ αὐτὸ εἶναι θεολογικὰ σοφό, ὅτι οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας συνιστοῦν καὶ ἐκφράζουν τὸν πλοῦτο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ εὔλαλα διερμηνεύουν «τὸ ἀπόθετον κάλλος» καὶ «τὸν κεκρυμμένον πλοῦτον τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως», ἀφοῦ ἀναβλύζουν τὸ μυρίπνοο πεντόσταγμα τῆς θεοτικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας. Καὶ ἐδῶ εἶναι εὔκαιρο νὰ προτρέψουμε τοὺς θεοσεβεῖς Χριστιανούς, νὰ ἀποκτήσουν τὰ λειτουργικά μας βιβλία, ὥστε ἀφ’ ἑσπέρας νὰ μελετοῦν τοὺς ὕμνους τῆς ἑπομένης ἑορτολογικῆς Ἀκολουθίας.

Ὁπότε καὶ θὰ ἀποβαίνει προσιτὸς σὲ αὐτοὺς ὁ πλουτισμὸς τοῦτος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡστόσο, γιὰ νὰ ἐπαναφέρουμε, κατὰ τὸν ἱερὸ Δαμασκηνό, «τὴν τρόπιν», δηλαδὴ τὴν καρίνα τοῦ λόγου στὸ προκείμενο θέμα, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς μὲ τὸ ὑπὸ ἀναφορὰ τροπάριο: «Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς….» καὶ μὲ τὸν σύνολο Κανόνα τοῦ Σταυροῦ μεμεστωμένα συνάπτει τὴν Παλαιὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ εὐθυδρομεῖ τὰ ὁρμήματα τοῦ ζῶντος ὕδατος, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὥστε αὐτὰ νὰ ἐκβάλλουν καὶ «νὰ εὐφραίνουσι τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. 45, 4), δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ πιστὰ μέλη της.

Εἶχαν ἐξέλθει, ἐπιτέλους, οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἀμφιθυμίες καὶ παλινωδίες τοῦ Φαραώ. Ἀλλὰ ἡ μετάλλαξη τῆς γνώμης τοῦ Φαραὼ ἔφερε τὰ πλήθη τῶν Ἑβραίων μπροστὰ στὸ φρικτὸ δίλημμα: Ἢ τῆς ἀδυσώπητης σφαγῆς τους ἀπὸ τοὺς τριστάτες Αἰγυπτίους ἢ τοῦ καταποντισμοῦ τους στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας. Ὁπότε ἡ κατὰ τοῦ Μωϋσῆ «μῆνις» ἦταν ἀπειλητική.

Καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μωϋσῆς, ἐνάντια στὸν θανάσιμο κίνδυνο, παρέταξε, ὄχι ἀντίστοιχους τῶν Αἰγυπτίων πανοπλίτες, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ τὴ δύναμη. «Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς ἐπ’ εὐθείας ῥάβδῳ τὴν Ἐρυθρὰν διέτεμε, τῷ Ἰσραὴλ πεζεύσαντι· τὴν δὲ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραὼ τοῖς ἅρμασι κροτήσας ἥνωσεν, ἐπ’ εὔρους διαγράψας τὸ ἀήττητον ὅπλον…». Ἦταν τὸ «Σημεῖον τοῦ Σταυροῦ», τὸ ὁποῖο διαγράφηκε μὲ τὸ κτύπημα τῆς ράβδου καὶ τὴ σκιὰ τοῦ σώματος τοῦ Μωϋσῆ, ὥστε «ἡ ἄβατος καὶ κυμαινομένη θάλασσα» νὰ καταστεῖ βατὴ ἀπὸ τοὺς κατατρεγμένους Ἰσραηλίτες.

Ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια «ὁ μέλας πόντος» νὰ καταπνίξει «ἄρδην» τὴ φαραωνίτιδα πανστρατιά, ὅπως μελωδεῖ ἕνα ἄλλο σχετικὸ τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας.Τὸ συνεσταλμένο, ὅμως, τοῦ χώρου μας ἐδῶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκτείνουμε τὸν λόγο καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ Σταυροῦ, ὅπως τῆς μεταποίησης τοῦ πικροῦ νεροῦ τῆς Μερρᾶς σὲ γλυκύ, ἢ τῆς ὕψωσης τοῦ χάλκινου φιδιοῦ καὶ τῆς ἴασης ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δήγματα τῶν ἐχιδνῶν στὴν ἔρημο, ἢ τῆς ὕψωσης τῶν χεριῶν τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῆς νίκης τῶν Ἑβραίων κατὰ τῶν ἐχθρῶν τους, ὅπως καὶ ἄλλα πολλά.

Γι’ αὐτὸ καὶ περιοριζόμαστε στὸ σημαντικὸ τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ ὡς μέσου σωτηρίας καὶ τρόπου ζωῆς. Τοῦτο, ἀκριβῶς, συνοψίζει θεόσοφα ὁ ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἕνα μοναδικὸ διθύραμβό του γιὰ τὸν Σταυρό, λέγοντας: «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6, 14).

Συνήθως, οἱ ἄνθρωποι καυχῶνται γιὰ τὰ κατορθώματά τους ἢ γιὰ ἄλλα σημαντικὰ ἢ ἀσήμαντα πράγματα. Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος καυχᾶται γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἕνας τρόπος καταδίκης καὶ ἐκτέλεσης ἐπώδυνος καὶ ἐπαίσχυντος γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου ἀναφέρει καὶ ἐπαναλαμβάνει ὁ Παῦλος: «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Γαλ. 3, 13).

Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐπαίσχυντη τιμωρία στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μεταποιεῖται σὲ δόξα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ δόξα καὶ τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἁμαρτίας καὶ «ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα» καὶ μᾶς ἔφερε στὶς ἀγκάλες τὶς πατρικὲς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. «Χριστέ μου, πάνω στὸν Σταυρὸ ἄνοιξες τὶς ἀγκάλες σου, γιὰ νὰ μᾶς βάλεις ὅλους μέσα σ’
αὐτές», ἔλεγε μὲ λυγμοὺς ὁ μακαριστὸς ἅγιος Γέροντας Παναγῆς τῆς κατεχόμενης ἀπὸ τοὺς Τούρκους σήμερα Λύσης τῆς Κύπρου.

Ὡστόσο, γιὰ νὰ γίνει ἡ μέθεξη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῶν δωρημάτων του κτῆμα καὶ βίωμα τοῦ καθενός μας, ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ὁ σταυρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς μας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ, τὴν σάρκα (τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό τους) ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. 5, 24). Ἀλλὰ καὶ παράλληλα μὲ τοῦτο, ὀφείλουμε, κατὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Ἀσκητή, ὁ καθένας μας νὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ εἴτε τῆς ἀδικίας, τὸν ὁποῖο ἡ κακία τοῦ κόσμου μᾶς φορτώνει, εἴτε τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ τὶς διάφορες δοκιμασίες, ἐναποθέτει στοὺς ὤμους μας ὁ Κύριος. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ ἔχουμε βέβαιη τὴ συνείδηση, ὅτι, ὅσο βαρὺς καὶ ἂν εἶναι ὁ σταυρὸς αὐτός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πιστότητά του εἶναι ὑπέρτερες, ἀφοῦ, πάλι κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, «πιστὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε. Ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ. 10, 13).

Ἰδού, λοιπόν, γιατὶ προβάλλεται ὁ Τίμιος Σταυρὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἀλλὰ καὶ ἰδού, γιατὶ καλούμαστε οἱ πιστοί, ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ, νὰ αἴρουμε τὸν δικό μας τὸν σταυρό. Καί, ἀναμφίβολα, ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ μας μπορεῖ νὰ ἀποβαίνει πολλὲς φορὲς ἐπώδυνη. Ὡστόσο, τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα τῆς ζωῆς μας, μόνο μὲ τὴ δυναμικὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, θὰ τὴ διαπεράσομε, ἀφοῦ, κατὰ καὶ μετὰ τὴ σταύρωσή μας θαμποφέγγει καὶ ἀνατέλλει ὁλόλαμπρος ὁ ἥλιος τῆς ἀνάστασης.

Ν. Νικολαΐδης