1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Κυριακοδρόμιο

Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς

(Μθ. 6, 14-21)


«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ» Τὰ λόγια τοῦτα προτάσσονται στὸ Συναξάρι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου, ποὺ λέγεται Τριώδιον, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Θέλει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν προφωνήσιμη τούτη μέρα νὰ τὴ θέσει ὡς τὸ προπύλαιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ἀρχίζει τὴν ἐπαύριο μὲ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα. Ταυτόχρονα, ἡ Ἐκκλησία μας φιλόστοργα μᾶς προετοιμάζει καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἀναλάβομε καὶ νὰ ἐντείνομε «τὸν καλὸν ἀγῶνα», γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας μέχρι τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, ὥστε «κεκαθαρμένοι» στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, στὸν ὅλον ἄνθρωπό μας, νὰ γιορτάσομε «τὸ Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας». Καὶ εἶναι πολὺ προσφυὴς ὁ χαιρετισμός, ποὺ ἀνταλλάσσεται, μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Σαρακοστῆς, ἀπὸ τοὺς θεοφιλεῖς καὶ φιλόχριστους πιστούς: «Καλὸν Στάδιον».

Ναί, τὸ «Στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται» σαλπίζει ἡ Ἐκκλησία μας στοὺς Αἴνους της τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Ἔτσι ἡ Σαρακοστὴ εἶναι πρὸ πάντων καιρὸς ἄθλησης. Ἄλλωστε καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Τριωδίου σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν Περίοδο σὲ ἐπάλληλες κλητεύσεις του μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς παροτρύνει σὲ ἐγρήγορση σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κατὰ τῆς νέκρωσης, ποὺ συνεπέφερε στὸν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία. Καὶ ὅλα τοῦτα, τὰ ἀθλήματα καλούμαστε νὰ ἀναλάβομε καὶ νὰ κατορθώσομε, σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική μας δόξα καὶ μακαριότητα! Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεὴς καὶ δὲν εἶχε οὔτε καὶ ἔχει κανενὸς τὴν ἀνάγκη. Ζεῖ ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἄπειρη καὶ ἄρρητη μεγαλοσύνη του πρὸ ἀμνημονεύτων αἰώνων καὶ οὔτε προσφέρει οὔτε ἀφαιρεῖ ἡ πλάση ἢ ἡ θεοσέβεια ἢ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ ὁ,τιδήποτε.

Τὸ ἀπειρομέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἔφερε τὸν ἄνθρωπο στὸ εἶναι «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος». Ἐξαιτίας του ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε. Τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, μᾶς διηγεῖται τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως (Γέν. 1, 26-27), καὶ ὄχι οἱ λόγοι του, μᾶς διέπλασαν, κατὰ τὴν εἰκόνα του. Ἔτσι, ὄντας ἐμεῖς τὸ ἐξαίρετο καὶ μοναδικὸ ποίημά του, ἀφοῦ μᾶς προίκισε μὲ τὰ δικά του προσόντα, γίναμε, σὲ σχετικὸ βαθμό, θεοὶ κατὰ χάριν. Ναί, ἔβλεπαν οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὸν Θεὸ νὰ δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐξεπλήσσοντο, γιατὶ ὁ Θεὸς κατασκεύαζε «ἕτερον (ἐν σμικρῷ) θεόν»! «Ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ εἰκόνι Θεοῦ διαπλασθεὶς (ὁ ἄνθρωπος) μετὰ τὴν κτίσιν (δηλαδὴ μετὰ τὴν ὅλη δημιουργία), ὑπὲρ τὴν κτίσιν τετίμητο». Ὑπεράνω τοῦ συμπαντικοῦ κόσμου τοποθετεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὑπέροχος καὶ κυρίαρχός του, λέγει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης. Καὶ συνεχίζει: «Καὶ δή (μάλιστα) καὶ τρυφὴν εἶχε τὸ ζωηρὸν ἐκεῖνο τοῦ Παραδείσου χωρίον… καὶ τὴν μετ’ Ἀγγέλων διαγωγήν (ἀναστροφήν)… καὶ τῆς θείας ὡραιότητος συμμετοχῆς (μετελάμβανε ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀπολάμβανε τῆς θείας ἡδονῆς)». Εἶχε τὰ πάντα ὁ πρωτόπλαστος στὸν Παράδεισο, ὄντας στολισμένος μὲ «τὸ κάλλος τῆς θεότητος».

Ὡστόσο, τούτης τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, εἶδε καὶ «ὁ βάσκανος ὀφθαλμός», ὁ «ἀρχέκακος ὄφις», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καὶ προετοιμάσθηκε καὶ παρασκεύασε «δραστικώτερον τὸν ἰὸν» καὶ τὸν συγκατέμιξε μὲ τὴ δόλια γλῶσσα του, καὶ «ἔτρωσεν – ὦ καὶ τῆς ἐμῆς εὐκολίας καὶ τῆς ἐκείνου κακίας – εἰσέχεε τῇ ψυχῇ τὸν ἰὸν (καὶ μᾶς) ἐθανάτωσε…». Χάσαμε τὸ θεῖο κάλλος, στερηθήκαμε τῆς θείας μορφῆς. «Περιεβαλόμεθα τὸν ζόφον ὡς ἱμάτιον, φεῦ, καὶ ὡς διπλοΐδα τὸ σκότος ἐνεδεδύμεθα» (Γρηγορίου Παλαμᾶ).

Στερηθήκαμε τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», ἀλλά, εὐτυχῶς, δὲν ἀπωλέσαμε τὸ «κατ’ εἰκόνα», τὸ διαβρώσαμε, τὸ «χυδαιώσαμε», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποδουλώθηκε ὁ ἄνθρωπος στὴν καταλυτικὴ δυναστεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Δυστυχῶς, «νενόσηκεν» ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἁμαρτητικὸ μόλυσμα καὶ ἀσθένεια λογίζεται τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖο κληρονομοῦμε οἱ ἄνθρωποι, ἕνεκα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων, καὶ ὄχι ὡς ἐνοχή. Γιατί, ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ ἔνοχος τῆς παράβασής του. Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ καταγόμαστε ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, γι’ αὐτὸ «διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου (τοῦ Ἀδάμ), ἁμαρτωλοὶ κατεστάθημεν οἱ πολλοί (δηλ. οἱ ἀπόγονοί του» (Ρωμ. 5, 19), ἐπεξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Ἠρρώστησεν ἡ ἀνθρώπου φύσις ἐν Ἀδὰμ διὰ τῆς παρακοῆς», ἑρμηνεύει καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.

Τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση μὲ ὅλα τὰ τραγικὰ συνεπακόλουθά τους, καλούμαστε νὰ ἀνακαλέσουμε στὴ μνήμη καὶ στὴν καρδία μας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, προπάντων, τὴν περίοδο τούτη. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ θεραπεία τῆς φύσης μας ἡ ἀρετὴ τῆς νηστείας. Γιατί, ἂν ἡ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἶχε ὡς νοσογόνο αἴτιό της τὴν ἀνυπακοή, ἡ νηστεία λογίζεται ὡς ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἔρχεται, ἀκριβῶς, νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀσκηθεῖ στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν.

Ἀλλὰ καὶ ὁ σύνολος πνευματικὸς ἀγῶνας, ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἀναλάβουμε, αὐτὴ τὴν περίοδο, καὶ ὄχι μόνο, μὲ τὴν προσευχή, τὴν κατ’ ἰδίαν καὶ τὴ λατρευτική, μὲ τὶς διάφορες ἀκολουθίες, τὰ Ἀπόδειπνα, τοὺς Χαιρετισμούς, τὶς Προηγιασμένες θεῖες Λειτουργίες, καὶ τὰ τόσα ἄλλα, ποὺ τὸ βιβλίο τοῦ Τριωδίου καὶ ὁ ἐκκλησιαστικός μας πλοῦτος διαθέτει καὶ προσφέρει, ὅλα τοῦτα μᾶς βοηθοῦν καὶ μᾶς συνεγείρουν σὲ ἀγῶνα ἐνάντια στὰ πάθη τῆς «αἰσχρᾶς ἁμαρτίας».

«Διὸ σπουδάσωμεν πάντες τὸν καιρὸν (τοῦ Τριωδίου) ὑποδέξασθαι…, ἵνα… εὐάρεστοι γενόμενοι Χριστῷ, τοῦ Παραδείσου τὴν οἴκησιν πάλιν ἀπολάβωμεν»! (Τροπάριο Στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τυρινῆς).

Ἑπομένως, ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ ὁ ἀδαμιαῖος θρῆνος ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἀναλάβουμε, δὲν ἔχουν μόνο χαρακτῆρα λυπηρὸ καὶ πένθιμο. Ἔχουν, κυρίως παρακλητικὸ καὶ χαρμόσυνο περιεχόμενο.

«Χαροποιὸν πένθος» ἀποκαλοῦν τὸν καιρὸ τῆς Σαρακοστῆς οἱ Πατέρες μας. Καὶ ἔτσι εἶναι. Ἀφοῦ, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, «ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται» (Α΄ Κορ. 7, 10).

Ν. Νικολαΐδης