ΟΜΙΛΙΕΣ

« …ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» Και φέτος «Πάσχα Κυρίου».

« …ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου»

Και φέτος «Πάσχα Κυρίου». Και φέτος οι κατανυκτικές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και εν τέλει η Μεγάλη και λαμπρά ημέρα της Αναστάσεως,  μας έκαναν να ζήσουμε ιδιαίτερες εσωτερικές στιγμές. Μπορεί και να αισθανθήκαμε δέος και συγκίνηση μπροστά στον Εσταυρωμένο, ίσως και να δακρύσαμε, μπορεί να νιώσαμε ένα γλυκό σκίρτημα στο άκουσμα του «Χριστός Ανέστη» με τις θριαμβευτικές κωδωνοκρουσίες και σίγουρα, αν έχουμε νηστέψει ολόκληρη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στο τέλος της Αναστάσιμης ακολουθίας, όπως και σε κάθε άλλο δύσκολο έργο που φτάνει στο τέλος του, ψιθυρίσαμε με ευγνωμοσύνη «Δόξα σοι ο Θεός, που μας αξίωσε να γιορτάσουμε ακόμα ένα Πάσχα». Η περίοδος αυτή παραδοσιακά συνοδεύεται από πολλά στοιχεία που αγγίζουν τις εσωτερικές χορδές του ανθρώπου (ωραίοι κατανυκτικοί ύμνοι, ο Νυμφίος, σβήσιμο των φώτων, λαμπάδες, Επιτάφιος, λουλούδια, καμπάνες, έθιμα) που σε ένα αξεδιάλυτο ξύπνημα γλυκών αναμνήσεων (ειδικά των παιδικών μας χρόνων) συνιστούν ένα πολύ ελκυστικό πλαίσιο για πνευματική ανάταση. Όλα αυτά είναι καλά και ευλογημένα.

Ψάλλοντας τον αριστουργηματικό κανόνα της Αναστάσεως, ακούσαμε τον Άγιο  Ιωάννη τον Δαμασκηνό (υμνογράφο του κανόνα) να λέει:

«Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως, Χριστὸν ἐξαστράπτοντα, καὶ Χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσώμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες».

Δεν ξέρω πόσο ρεαλιστικά, μεταφορικά, αλληγορικά, συμβολικά είναι τα λόγια που αναφέρει ο ύμνος αυτός. Μιλά για μια πραγματική όραση («οψόμεθα») του Αναστημένου Χριστού; Για μια πραγματική ακρόαση της προτροπής του «Χαίρετε»; Για ένα απρόσιτο φως, το οποίο «εικονίζουμε» με τις εκατοντάδες λαμπάδες που ανάβουμε. Κάπου εκεί αρχίζουμε να νιώθουμε ότι ίσως κάτι μας λείπει. Παρόλη την πραγματική και ειλικρινή χαρά που νιώθουμε τη μέρα της Ανάστασης, παρόλα τα γνήσια συναισθήματα, δεν ξέρω πόσοι εξ ημών, έχουν τέτοια εμπειρία. Ζούμε το Πάσχα για δεκαετίες, αλλά δεν ξέρω αν έχουμε βιώσει πραγματικά τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούμε τις κοσμικές διαστάσεις που έχει η Ανάσταση του Χριστού, στο σύμπαν ολόκληρο.

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

Λόγια πολύ πιο συνταρακτικά από μια γλυκιά ανάμνηση ενός παιδικού Πάσχα, από μια ικανοποίηση, ότι και φέτος μας βοήθησε ο Θεός και νηστέψαμε και κοινωνήσαμε. Εδώ έχουμε μια έκρηξη φωτός που δημιουργεί συνθήκες για ένα νέο σύμπαν, ένα νέο « γενηθήτω φῶς» της μίας (πρώτης)  ημέρας της δημιουργίας.

Και σήμερα, μετά από χιλιάδες χρόνια από εκείνη τη μία ημέρα της δημιουργίας του φωτός, ξημερώνει η μία των Σαββάτων και καλούμαστε «Χριστὸν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωὴν ἀνατέλλοντα» … «ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας (Του)».

Ένας νέος ήλιος που υπερβαίνει ασυγκρίτως τον πρώτο ήλιο: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτὸς καὶ τοὺς ἀστέρας» (Γεν. 1, 16), διότι ο νέος αυτός ήλιος δεν συνοδεύεται από ελάσσονες φωστήρες, ούτε διώκεται από την νύκτα, καθώς είναι ανέσπερος. Και αυτόν τον νέο ήλιο, ο υμνογράφος μας βεβαιώνει ότι θα τον δούμε (2η φορά «καὶ Χριστὸν ὀψόμεθα»). Τελικά μήπως το εννοεί πραγματικά; Μήπως το «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» και όσα ψάλλονται σήμερα είναι σε απόλυτη συμφωνία; Μήπως τελικά δεν είδαμε, διότι απλώς έλειπε η κάθαρση των αισθήσεών μας; («Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα»).

Το τυπικό της Εκκλησίας μας ορίζει τα τροπάρια αυτού του μοναδικού κανόνα της Αναστάσεως να επαναλαμβάνονται πολλές φορές (4-5 φορές το καθένα). Όποιος και όποια έχει εμπειρία του «οψόμεθα» (όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και όλοι οι λοιποί Άγιοι) δεν βιάζεται να πάει να φάει σούπα, αλλά «πάλιν και πολλάκις», «ἀγαλλομένῳ ποδί», «ἐξεστηκῶς βοᾶ», αυτό που βλέπει να ξετυλίγεται μπροστά του/της: μια νέα κοσμογονία, μιας «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶν ὑμνεῖ τὸν αἴτιον».

Όλα αυτά που γράφουμε, που στην ουσία είναι αυτά που γράφει ο κανόνας της Αναστάσεως, παρόλο που τα ακούμε κάθε χρόνο πολλές φορές, δεν ξέρω πόσο σοβαρά τα λαμβάνουμε υπόψη, ή πόσο περνούν επιφανειακά παρασυρόμενα από τη συναισθηματική παλίρροια που σηκώνουν οι μέρες αυτές.

Αν επιστρέψουμε στη διήγηση των Ευαγγελίων των ημερών αυτών βλέπουμε ότι πριν το πάθος του Χριστού, ο ίδιος ο Χριστός προειδοποίησε σαφέστατα τους μαθητές του για το τι θα ακολουθήσει, και για το πάθος και τη σταύρωση, αλλά και για την ανάσταση. Υπέμνησε και σχετικές προφητείες (όπως του Ιωνά) για να διαβεβαιώσει περαιτέρω τους λόγους του. Μάλιστα «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν» τριών από αυτούς ως μια επιπρόσθετη στήριξη της ενδεχόμενης ανθρώπινης ολιγοπιστίας που τυχόν θα εμφανιζόταν στις καρδιές τους, όταν θα τον έβλεπαν σταυρούμενον. Τι βλέπουμε όμως; Την ώρα του Πάθους οι μαθητές τον εγκατέλειψαν (πλην του Ιωάννου), ο Πέτρος τον πρόδωσε και μόνο μερικές γυναίκες τον ακολούθησαν από μακρόθεν. Ακόμα και «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος», οι μυροφόρες έρχονται χωρίς καμία υποψία του τι θα γινόταν, σκεπτόμεναι «τίς ἀποκυλίσει τὸν λίθον», ώστε κατά το έθος να αλείψουν με μύρα το σώμα του αγαπημένου μεν, αλλά θεωρουμένου νεκρού ανθρώπου Ιησού.

Ακόμα και όταν βλέπουν «τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου· καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου…» Ενώ γίνονται γεγονότα «σαλεύσαντα τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω», οι γυναίκες απορούν για τη μετάθεση ενός λίθου. Ακόμα και η απουσία του σώματος του Ιησού δεν τους θυμίζει τίποτε από όσα είχε πει ο Χριστός περί της Αναστάσεώς του, αλλά συνεχίζουν να απορούν περί τούτου.  Όταν μετά τα λόγια των Αγγέλων «ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ» και αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το γεγονός που έχει συμβεί, οι μυροφόρες γυναίκες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ τρόμου και έκστασης «εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις». Όταν πάει η Μαρία Μαγδαληνή να αναγγείλει τα καθέκαστα στους μαθητές, «κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ, καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν». Όταν ήλθαν και οι άλλες μυροφόρες και «ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.» Η αναγγελία της Ανάστασης στους μαθητές ακούεται «ὡσεὶ λῆρος», τους φαίνεται ότι οι γυναίκες δεν ήταν στα καλά τους και είχαν αρχίσει να παραληρούν. Και ο Πέτρος με τον Ιωάννη τρέχουν να πάνε να δουν ιδίοις όμμασι το γεγονός.

Όταν διαβάζουμε τις περικοπές αυτές αναρωτιόμαστε: Δεν τους προείπε ο Χριστός τα περί της Ανάστασής του; Δεν τον είδαν να ανασταίνει τον τετραήμερο Λάζαρο; Δεν είναι ο Πέτρος που τον ομολόγησε Υιό του Θεού; Πώς εξηγούνται όλες αυτές οι αντιδράσεις ολιγοπιστίας, μέχρι και απιστίας; Ακόμα και όταν βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό αναστάντα, κάποιοι εκ των μαθητών (όχι ο Θωμάς που έλειπε) δίστασαν να τον προσκυνήσουν, διότι τον θεώρησαν φάντασμα («Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν» και αλλού διαβάζουμε «Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε· ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν.») Αναγκάστηκε ο Αναστηθείς Ιησούς να φάει, παρόλο που το αναστηθέν σώμα Του δεν είχε ανάγκη τροφής, ώστε να τους πείσει ότι δεν είναι φάντασμα. Τόσο πολύ,  δεν πίστευαν ακόμα και στα μάτια τους.

Ακόμα και όταν τον είδαν μια και δύο φορές, δεν συνειδητοποιούσαν το μέγεθος του γεγονότος της Ανάστασης. Έτσι μετά από λίγες μέρες, «Λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. Λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. Ἐξῆλθον, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν». Και όπως σχολιάζει πολύ εύστοχα το δέκατο εωθινό δοξαστικό «Μετὰ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδον, καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, ἀθυμοῦντες ὡς εἰκός, ἐπὶ τῷ χωρισμῷ σου Χριστὲ οἱ Μαθηταί, πρὸς ἐργασίαν ἐτράπησαν, καὶ πάλιν πλοῖα καὶ δίκτυα, καὶ ἄγρα οὐδαμοῦ.» Γίνεται η Ανάστασις εκ των νεκρών, ο Άδης στενάζει, ο Χριστός συντρίβει «μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων» και ελευθερούται το ανθρώπινον γένος από τα δεσμά του διαβόλου, και… οι μαθητές στρέφονται στην παλιά τους τέχνη, στα ψάρια, «ἀθυμοῦντες ὡς εἰκός, ἐπὶ τῷ χωρισμῷ σου Χριστέ». Η όλη στάση  των μαθητών παραμένει σε επιφανειακό – συναισθηματικό επίπεδο. «Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι». Ήθελαν τον διδάσκαλό τους μαζί τους και αφού αυτός «έφυγε», εστράφησαν σε αυτά που είχαν εγκαταλείψει,  όταν «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Αυτή η στάση, μας θυμίζει τον τρόπο που και σήμερα, οι πιο πολλοί από μας βιώνουμε το Πάσχα. Προσκυνούμε την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου και μετά «Ἀπερχόμεθα  οὖν πάλιν  πρὸς  ἑαυτοὺς … καὶ  πάλιν  πλοῖα καὶ δίκτυα». Ξεχνάμε ότι ο Χριστός είπε «ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Ζούμε σαν να μην έγινε Ανάσταση, σαν να μην βεβαίωσε όλα τα λόγια που μας είπε «διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων.

Ας δούμε όμως πιο εκτεταμένα μια χαρακτηριστική περίπτωση και πλήρως ενδεικτική της στάσης και της διάθεσης των μαθητών του Χριστού έναντι του γεγονότος της Ανάστασης. Στο ευαγγέλιο του Λουκά διαβάζουμε την περίπτωση του Λουκά και του Κλεόπα που «ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων». Δύο μαθητές όχι από τους δώδεκα, αλλά από τους εβδομήκοντα, περπατούν και ως ήταν λογικό, συζητούσαν για όλα τα φοβερά γεγονότα που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στον αγαπημένο τους δάσκαλο. Τους προσεγγίζει λοιπόν ο Ιησούς ως άγνωστος οδοιπόρος, αλλά «οἱ  ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Το «εκρατούντο»  είναι λίγο μετέωρο. Από ποιον εκρατούντο; Από τον Χριστό; Δεν ορίζεται στο ιερό κείμενο. Βέβαια το ότι δεν κατάλαβαν τον Χριστό, έγινε επειδή έτσι ήθελε ο Χριστός, αλλά αυτό δεν ήταν ένα είδος «παιγνιδιού». Εκρατούντο, διότι δεν ήταν «έτοιμοι», δεν ήταν άξιοι να τον αναγνωρίσουν. Τα λόγια που λέγουν μετά στον άγνωστο οδοιπόρο, το μαρτυρούν.

«Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.

Τα λόγια τους μαρτυρούν τη σύγχυση και το κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των μαθητών του Χριστού. Από τη μια μαρτυρούν ότι ο Ιησούς «ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ». Άρα παραδέχονται ότι ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο, ένας προφήτης,  αλλά όταν ακολούθως «οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες παρέδωκαν αὐτὸν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν», τότε κάτι έσπασε στις καρδιές των μαθητών,  «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ». Εκείνος ο παρατατικός χρόνος του ρήματος «ηλπίζομεν» εκφράζει όλη την απογοήτευση των μαθητών. Τον άκουσαν, τον αγάπησαν, τον πίστευσαν, τον θαύμασαν, αλλά όταν τον είδαν κρεμάμενο επί του σταυρού τότε η ελπίδα στον λυτρωτή του Ισραήλ τοποθετείται σε παρατατικό χρόνο. Σαν να η ελπίδα είναι πλέον παρελθόν. Και μόνο αυτό το ρήμα δικαιολογεί γιατί «οἱ  ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Η σταύρωση του Χριστού και η λύτρωση του Ισραήλ ήταν ακόμα στο μυαλό των μαθητών του Χριστού δύο ασύμβατα πράγματα. Ακριβώς αυτό δείχνει ότι ακόμα και οι μαθητές του Χριστού είχαν άλλες προσδοκίες για τη μέλλουσα λύτρωση του Ισραήλ. Όπως και σε πολλούς από μας σήμερα, η πίστη μας στον Χριστό προσδοκά και συνεπάγεται πολύ διαφορετικά πράγματα από αυτό(ν) που η πίστη αυτή πραγματικά κομίζει: «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον». Αυτό(ν) μας επαγγέλλεται η Εκκλησία μας, αλλά ημείς τις περισσότερες φορές «ηλπίζομεν» σε έναν Χριστό βοηθό στις υποθέσεις μας, αρωγό στην επαγγελματική μας ανέλιξη, εγγυητή της γήινης επιτυχίας μας (ημών, συζύγων, τέκνων και συγγενών), νικοποιών των πολέμων του Έθνους μας, κ.λπ. Και για αυτό ο εσταυρωμένος Ιησούς μας απαγοητεύει. Όπως τότε και οι μαθητές, οι οποίοι, υπό το κράτος αυτής της απογοήτευσης, δεν φαίνονται να συγκατατίθενται στο ευαγγέλιο της Ανάστασης: «γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν». Πρώτα το «εξέστησαν» (σαν να και κανείς δεν το περίμενε) και ακολούθως όλο το γεγονός της Ανάστασης παρουσιάζεται από αυτούς βασισμένο στο «λέγουσαι» των μυροφόρων, και στο «οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν» των Αγγέλων. Τρόπον τινά, αυτές (οι μυροφόρες) λέγουν ότι αυτοί (οι Άγγελοι) λέγουν ότι αυτός ζει. «Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.» Αυξάνονται οι αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και πάλιν καταλήγουν «αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον». Είναι σαφές ότι αποζητούσαν την αυτοψεί μαρτυρία του Αναστάντος Χριστού. Είναι ξεκάθαρο ότι ενώ είχαν προειδοποιηθεί από τον Χριστό για την Ανάσταση, ενώ βλέπουν την Ανάσταση να ξετυλίγεται μπροστά τους δια πολλών μαρτύρων, δεν αποδίδουν στον Αναστάντα, που τους ομιλεί,  τη δική τους προσωπική πίστη στο γεγονός. Για αυτό και «οἱ  ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν».

«Αλλ’ ὁ πάντα πρὸς τὸ τοῦ πλάσματος συμφέρον οἰκονομῶν» αρχίζει την ιατρεία των οφθαλμών: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.» Ως σοφός ιατρός αμέσως διαγινώσκει από τα συμπτώματα, το πάσχον μέλος. Και αυτό ήταν η καρδία. Οι δύο μαθητές προηγουμένως ονείδισαν τον άγνωστο οδοιπόρο ότι ενώ έμενε στην Ιερουσαλήμ, δεν άκουσε τίποτε από αυτά που συνέβησαν στον Ιησού. Ελέγχουν τη γνώση του για τα γεγονότα της Ιερουσαλήμ. Ο Χριστός τους ονειδίζει, διότι η καρδία τους ήταν νωθρή και διστακτική να πιστέψει όσα είχαν αναγγείλει οι προφήτες και οι γραφές με τελευταία αυτά που ο ίδιος τους είχε σαφώς προείπει. Ο Ιησούς ελέγχεται ότι δεν γνωρίζει και οι μαθητές γνωρίζουν αλλά δεν κατανοούν αυτά που γνωρίζουν διότι η καρδία τους δεν ήταν στη κατάλληλη κατάσταση. Ο σοφός διδάσκαλος αρχίζει από το δικό τους επίπεδο: «Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ». Τους εξηγεί, τους ερμηνεύει όσα αυτοί θεωρητικά ήξεραν. Παρόλα αυτά ακόμα «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Προφανώς όμως,  τα όσα τους είπε και τους ερμήνευσε θα τους έκαναν εντύπωση, θα τους πυροδότησαν το ενδιαφέρον και θα τους έκαναν να καταλάβουν ότι ο μέχρι πρότινος θεωρούμενος άσχετος των γεγονότων της Ιερουσαλήμ, ήξερε πολύ περισσότερα από όσα αρχικά νόμισαν. Οπότε μόλις φτάνουν στο χωριό, όπου πήγαιναν, παρόλο που ο άγνωστος συνοδοιπόρος προσποιείται ότι πρέπει να προχωρήσει, αυτοί γοητευμένοι από τα λόγια του, «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Βρίσκουν την εύλογη αφορμή ότι πάει να νυχτώσει, και επιμένουν φορτικά, «παρεβιάσαντο» αυτόν να μείνει μαζί τους. Είναι αξιοσημείωτη η στάση του Ιησού που «προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι». Ο Θεός σέβεται τον προσωπικό χώρο και χρόνο των μαθητών. Βέβαια θα πει κανείς ότι αυτός είναι απλός κανόνας ευγενείας. Αλλά η στάση αυτή για τον Χριστό δεν είναι θέμα ευγένειας. Ο Χριστός ήξερε τι θα συνέβαινε σε λίγο όταν θα έμενε μαζί τους. Τότε θα τον «γνώριζαν».  Από εκεί και πέρα θα άλλαζαν όλα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τους μιλούσε, ως από συγκυρία. Για την τελική αποκάλυψη όμως, χρειάζεται τη δική τους συγκατάθεση, τη δική τους ελεύθερη αποδοχή και υποδοχή: «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν». Αυτή την έντονη επιθυμία και επιμονή, την χρειάζεται ο Θεός από μας, προκειμένου να μας μεταμορφώσει. Μας θυμίζει το γεγονός της πάλης του πατριάρχου Ιακώβ μετά του Αγγέλου του Θεού (κατά την ερμηνεία των πατέρων αυτός είναι ο Λόγος του Πατρός, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος), όταν όπως μας λέει η Γένεση (κεφ. 32) «ὑπελείφθη δὲ Ἰακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ.  καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· Ἰακώβ. καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἰακώβ, ἀλλ᾿ Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ». Και εδώ έχουμε μια παρόμοια φράση, ο Άγγελος του Θεού λέει στον Ιακώβ μετά από την ολονύχτια πάλη «ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς»: Άφησε με να φύγω, ήδη έγινε πρωί. Αλλά ο Ιακώβ, όπως και οι μαθητές στους Εμμαούς, του είπε: Δεν θα σε αφήσω εάν πρώτα δεν με ευλογήσεις. Και τότε μετά από την ολονύχτια πάλη, αφού «ἐνάρκησε (μούδιασε, πόνεσε) τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ», πέτυχε την ευλογία του Θεού, και μάλιστα πήρε και το νέο του όνομα Ισραήλ, που σημαίνει, αυτός που πάλεψε και νίκησε τον Θεό. Αυτή η πάλη και η νίκη του ανθρώπου έναντι του Θεού είναι το εισιτήριο του Θεού για την είσοδο στην καρδιά του ανθρώπου. «Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς».

Από εκεί και πέρα η γνώση περνά σε άλλο επίπεδο.  Σταματούν τα λόγια και οι ερμηνείες, τα κηρύγματα και οι νουθεσίες και αρχίζει η εμπειρική αποκάλυψη. «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.» Η επιλογή των λέξεων καθόλου τυχαία. Παραπέμπει κατευθείαν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπως το παρέθεσε ο ίδιος Ευαγγελιστής Λουκάς «καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς» κατά τον Μυστικό Δείπνο. Τότε διανοίγονται οι οφθαλμοί των μαθητών, συνειδητοποιούν ποιον είχαν μπροστά τους, συνειδητοποιούν τι σήμαινε η παρουσία του μαζί τους, συνειδητοποιούν ότι πλέον δεν θα αναφέρονται στην Ανάσταση με το «μας είπαν» και «τους είπαν» και τότε γίνεται άφαντος ο Χριστός. Αυτό όμως δεν τους πτοεί, διότι ήδη ο Ιησούς «εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς». Ενώ έγινε άφαντος, ήταν πλέον μαζί τους. Αμέσως κάνουν μια φοβερή διαπίστωση μέσα από  μια αποκαλυπτική διατύπωση: «Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» Κατανοούν ότι το πρόβλημα της μη αναγνωρίσεως του Ιησού βρισκόταν σε αυτό για το οποίο τους είχε ελέγξει και πιο πριν ο ίδιος ο Χριστός, στην καρδία τους. Δεν λένε «Που ήταν το μυαλό μας; Μήπως είχαν πρόβλημα τα μάτια μας;», αλλά αναρωτιούνται αν η καρδία τους ήταν αναμμένη και λειτουργούσα, όση ώρα τους μιλούσε ο Χριστός «ἐν τῇ ὁδῷ». Προφανώς, δεν αναφέρονται στη βιολογική καρδία, αλλά σε μια άλλη καρδία που η παράδοση της Εκκλησίας μας θεωρεί ως το κέντρο της πνευματικής υπόστασης του ανθρώπου, εκεί όπου τελεσιουργείται το μυστήριο της συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό, ο χώρος στον οποίο αναφέρεται ο Χριστός λέγοντας «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν». Τώρα που έγνωσαν τον αναστάντα Ιησού, κατάλαβαν τι έφταιγε, όταν πριν «οἱ  ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Η κλάση του άρτου πραγματοποίησε σε αυτούς τη ρήση του διδασκάλου «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ». Και εισερχόμενος ο Ιησούς στην καρδιά τους «τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς» άναψε πλέον το πύρ του θείου έρωτα. Πλέον δεν θα  διερωτούνται «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἐστίν ἐν ἡμῖν;» διότι βιώνουν τον ζωντανό Χριστό μέσα σε αυτή.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αντιδιαστείλουμε τις δύο γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου, τη δυνατότητα του δηλαδή να γνωρίζει. Από τη μια πλευρά υπάρχει η διάνοια του ανθρώπου που με τις διάφορές της ιδιότητες (μνήμη, φαντασία, λογική, εννοιολογική αναπαράσταση κ.λπ.) βοηθά τον άνθρωπο να κατανοήσει τον περιβάλλοντα κόσμο. Η διάνοια είναι φυσικά δώρο του Θεού και μέρος του «κατ εικόναν Θεού» πλασθέντος ανθρώπου. Πέραν όμως από τη διάνοια, υπάρχει και η καρδία, η οποία είναι το όργανο της θεωρίας του Θεού (της οποίας καρδίας,  οφθαλμός είναι ο νους του ανθρώπου). Στον πεπτωκότα και αμαρτήσαντα άνθρωπο, η καρδία και ο νους έχουν σκοτισθεί από την αμαρτία και δεν μπορούν πλέον να δουν αυτόν “τὸν Θεὸν καθώς ἐστι”. Οι άνθρωποι τότε, είτε θεωρούν ότι δεν υπάρχει καθόλου ο Θεός (αν ο σκοτασμός του νοός είναι σε προχωρημένο βαθμό), είτε βλέπουν τον Θεό με διαστρεβλωμένο τρόπο και δημιουργούν όλες τις πλανεμένες ιδέες περί Αυτού (αιρέσεις, ιδεολογίες, θρησκείες κ.λπ). Ολόκληρη η πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας αποσκοπεί στην κάθαρση και τον φωτισμό της καρδίας του ανθρώπου ώστε να μπορέσει να δει τον Θεό. Έτσι αποκτούν αληθινό νόημα τα λόγια του Κυρίου, «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Έτσι κατανοούμε γιατί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πέρασε τρία χρόνια βοώντας προς την Υπεραγία Θεοτόκο να του φωτίσει το σκότος. Είχε προφανώς συνειδητοποιήσει τη δυνατότητα αυτή του ανθρώπου και δεν άντεχε το σκότος της καρδίας που απέκρυπτε τη θέα του φωτός του Θεού.

Δυστυχώς οι πιο πολλοί άνθρωποι και ακόμη δυστυχέστερα, οι πιστοί, ξεχάσαμε την πολύ σημαντική αυτή διαφοροποίηση των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ο σημερινός πολιτισμός και η σύγχρονη σκέψη, με προεξάρχουσα την επιστήμη, έχει απολυτοποιήσει το ένα σκέλος του ανθρώπου, τη διάνοια, και θεώρησε ότι τα πάντα μπορούν να γνωρισθούν από αυτή, και τα αισθητά και τα πνευματικά. Η διάνοια, όπως είπαμε, δόθηκε από τον Θεό ως αρωγός της καρδίας, ώστε η γνώση και κατανόηση των αισθητών και των πνευματικών να είναι ενιαία και συνεπής, προς δόξαν του τα πάντα (αισθητά και πνευματικά) δημιουργήσαντος Θεού. Δυστυχώς όμως η διάνοια θεωρήθηκε από τον μεταπτωτικό άνθρωπο ως η μόνη ασφαλής οδός για τη γνώση της αλήθειας, και ο ορθολογισμός (η λογική σκέψη) η εγγύηση για την εύρεσή της. Η διχοστασία αυτή του γνωστικού συστήματος του ανθρώπου εκφράστηκε και φιλοσοφικά στη μεγάλη διάσταση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Οι αγώνες του Γρηγορίου του Παλαμά και των Ησυχαστών του 14ου αιώνος έναντι του σχολαστικισμού του Βαρλαάμ, ακριβώς ανέδειξαν αυτή τη μεγάλη και θεμελιακή για τη σωτηρία του ανθρώπου, διαφορά.

Για να επιστρέψουμε στο ευαγγελικό κείμενο, και στις προεκτάσεις του ως προς το θέμα αυτό, βλέπουμε ότι οι μαθητές γνώριζαν για «τὰ γενόμενα ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις…Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ». Η διανοητική αυτή γνώση δύναται να εκτείνεται ποιοτικά από το απλό κουτσομπολιό μέχρι την ανώτερη επιστημονική γνώση. Όμως, όπως είδαμε η γνώση τους αυτή δεν τους επιτρέπει να γνωρίσουν τον Χριστό που είναι «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Ακολούθως ο Χριστός αρχίζει να τους μιλά και να τους εξηγεί  «ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ». Θα έλεγε κανείς, ποιον καλύτερο και τελειότερο διδάσκαλο θα μπορούσαν να έχουν από τον ίδιο τον Χριστό, για να τους εξηγήσει τα περί αυτού; Εδώ φαίνεται ότι και ο Χριστός απευθύνεται στη διάνοια του ανθρώπου, όταν εξηγεί και ερμηνεύει τα των Γραφών. Άρα η διάνοια δεν είναι κάτι το άχρηστο και επιβλαβές, αλλά πριν να τους εξηγήσει τα της διανοίας, τους επεσήμανε ότι το πρόβλημα της απογοήτευσής τους βρισκόταν στην καρδία («Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν»). Και γι’  αυτό ακόμα και την ώρα των λόγων του Χριστού, «οἱ  ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν», όχι φυσικά διότι δεν ήταν καλές οι εξηγήσεις και οι ερμηνείες του Χριστού, αλλά διότι η καρδία τους, το κατεξοχήν γνωστικό όργανο του ανθρώπου για να γνωρίσει τον Θεό, δεν λειτουργούσε σωστά. Άλλωστε, αυτό ακριβώς ομολόγησαν και οι ίδιοι μόλις έγνωσαν τον Χριστό. Η καρδία τους ανεζωογονήθη, μόλις έγινε η κλάση του άρτου. Οι οφθαλμοί τους φωτίστηκαν. Χωρίς λόγια, χωρίς ερμηνείες. Και τότε αυτοί που πριν λίγο έλεγαν ότι «πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα», βράδυασε και είναι αργά, «ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ… Καὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Όταν γνώρισαν τον Κύριο «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», παρόλο που έγινε άφαντος, δεν έχουν πλέον αμφιβολίες. Ούτε το περασμένο της ώρας, ούτε η κούραση, ούτε η εξαφάνιση του Χριστού, είναι εμπόδια. Τρέχουν, διηγούνται τα εν τη οδώ, αλλά τονίζουν το βασικότερο, ότι «ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Δεν λένε ότι τους εμφανίστηκε, αλλά ότι τον γνώρισαν, διότι πλέον κατανόησαν ότι άλλο είναι να εμφανιστεί μπροστά σου ο Χριστός και άλλο να τον γνωρίσεις. Το πρώτο, δυστυχώς δεν συνεπάγεται πάντα το δεύτερο. Ίσως  αυτό είναι και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε με την εορτή του Πάσχα. Μπροστά μας βρίσκεται ο Αναστημένος Χριστός αλλά εμείς δεν τον αναγνωρίζουμε, διότι τον προσεγγίζουμε με τα συναισθήματα και τα έθιμα, αντί με την καρδία.

Όπως η Μαρία η Μαγδαληνή, η οποία τον βλέπει, «ἰδοὺ γὰρ κατηξίωται, …καὶ τῆς ὄψεως τῆς σῆς ὦ Ἰησοῦ, ἀλλ’ ἔτι πρόσγεια φρονεῖ, οἵα γυνὴ ἀσθενής, διὸ καὶ ἀποπέμπεται μὴ προσψαύσαί σοὶ Χριστέ». Αυτά δεν τα γράφουμε για να μειώσουμε τους μαθητές του Χριστού ή τις μυροφόρες. Άπαγε τέτοιας σκέψης! Άλλωστε οι ίδιοι οι Ευαγγελιστές λένε αυτά τα σημεία. Αλλά, για να φανεί ότι ακόμα και για αυτούς ή αυτές που αξιώθηκαν τόσων θαυμάτων και λόγων από τον ίδιο τον Χριστό, ήταν αρχικά δύσκολο να ξεπεράσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις εύλογες αμφισβητήσεις, τις ανθρώπινες επιδιώξεις και χρειάστηκε η εξ ύψους δύναμη του Αγίου Πνεύματος για να τους κάνει ικανούς να βιώσουν σωστά το μυστήριο της Αναστάσεως. Πόσο μάλλον για μας;

Για μας τους σημερινούς χριστιανούς, η πορεία των δύο μαθητών από τη διανοητική γνώση (που επαναλαμβάνουμε, ήταν αναγκαία αλλά όχι αρκετή) προς την πραγματική αποκάλυψη του αναστάντος Χριστού είναι τεράστιας σημασίας. Δεν έχουμε δει τον Χριστό ούτε ζώντα, ούτε αναστάντα, όπως οι μαθητές του. Όμως στον Θωμά που τον είδε και τον ψηλάφησε (ο Θωμάς απαίτησε αρχικά τη λογική γνώση με τεκμήρια και αποδείξεις) ο ίδιος ο Χριστός διεκήρυξε «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δεν αρνείται τη διανοητική γνώση για να τονώσει την πίστη του μαθητή, αλλά ασυγκρίτως ανώτερη είναι η μυστική καρδιακή γνώση. Γι’ αυτό πάνω σε αυτό το πνεύμα και ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στον κανόνα της Κυριακής του Θωμά «Σὲ τὸν ὡς Θεὸν ἐκ τάφου, ἀναστάντα Χριστόν, οὐ βλεφάροις ἰδόντες, ἀλλὰ καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες, ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν». Αν είναι να ψάλλουμε για την ανάσταση,  είναι ξεκάθαρη η προτίμηση της μαρτυρίας της πιστευούσης καρδίας έναντι του τεκμηρίου των αισθητών βλεφάρων και ματιών.

Για να επιστρέψουμε, στη βίωση του Πάσχα, το θέμα με το οποίο ξεκινήσαμε: Ο ιδανικός τρόπος που μας παραδίδει η Αγία Γραφή, ώστε να δούμε και να πιστέψουμε την Ανάσταση του Χριστού είναι «εν τη κλάσει του άρτου». Η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας δεν μπορεί να εννοήσει Ανάσταση χωρίς Θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό και το Πάσχα, αλλά και κάθε Κυριακή που εορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού μαζευόμαστε στους ναούς για τη Θεία Λειτουργία. Εκεί συμβαίνουν όλα: Οι μαθητές του Χριστού παρόλες τις εμφανίσεις του, τότε και μόνο τότε «διδάχθησαν πάσαν την αλήθειαν» όταν ήλθε το Πνεύμα το Άγιο και τους καθάρισε εντελώς, τους φώτισε για να κατανοήσουν το γεγονός και τη σημασία του, ώστε να μπορέσουν να κηρύξουν την Ανάσταση σε όλα τα έθνη. Η συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, σφραγίζει τη συμμετοχή της Αγίας Τριάδας σε όλη τη Θεία Οικονομία. Ακριβώς γι’ αυτό και εμείς μέσα στη Θεία Λειτουργία επικαλούμαστε το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλει τα υλικά μας δώρα (άρτο και οίνο) σε Σώμα και Αίμα του Αναστάντος Χριστού. Μέσα στη Θεία Λειτουργία συμμετέχουμε στην Ανάσταση και στην Πεντηκοστή. Τα πάντα είναι δοσμένα από την πλευρά του Τριαδικού Θεού. Ένα πράγμα μένει από μέρους μας: Είναι «ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη  ἐν ἡμῖν» όταν συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία; Αν είναι, τότε αργά ή γρήγορα (μόνο ο Θεός το ορίζει αυτό, και αυτό για το δικό μας συμφέρον)  κοινωνώντας το σώμα και το αίμα του Χριστού μας, θα νιώσουμε ότι «βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνοῦμεν» και η ελπίδα μας θα γίνεται βεβαιοτέρα, ότι και «ἐκτυπώτερον, αὐτού μετάσχομεν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας του». Εκείνη τη μέρα θα νιώσουμε πραγματικά «Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη ἡμῖν».

 

Μιχάλης Χριστοφορίδης

Ἐκπαιδευτικός