1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
Screen Shot 2023-10-01 at 21.17.02

Γέροντας Αθανάσιος Σταυροβουνιώτης (12 Ὀκτωβρίου 1925 – 18 Ἰανουαρίου 2021)

Ὁ γέροντας Ἀθανάσιος Σταυροβουνιώτης
(12 Ὀκτωβρίου 1925 – 18 Ἰανουαρίου 2021)

Εἰσαγωγή

Ἐν πρώτοις, θὰ θέλαμε νὰ ἐκφράσουμε τὶς θερμές μας εὐχαριστίες γιὰ τὴν εὐγενικὴ πρόσκληση συμμετοχῆς στὴ σημερινὴ ἐκδήλωση μνήμης τοῦ μακαριστοῦ «πατρὸς ἡμῶν» καὶ καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου, γέροντα Ἀθανασίου. Ἀποδεχθήκαμε τὴν πρόσκληση ὄχι γιατὶ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν μακαριστὸ γέροντά μας χωρὶς νὰ ἀδικήσουμε τὴν ἀλήθεια γύρω ἀπὸ τὴ μορφή του, ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ σεβασμὸ καὶ τιμὴ στὴν ὀνομαστὴ ἐνορία τῆς Παναγίας Εὐαγγελίστριας τῆς Παλλουριώτισσας, ναὸ στὸν ὁποῖο ἀξιωθήκαμε νὰ λάβουμε τὸν τρίτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης πρὶν ἀπὸ 17 χρόνια.

Θὰ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν πρόσκληση, ἀφοῦ αὐτὴ προέρχεται τόσο ἀπὸ τὸν ἀγαπητὸ προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο Μιχαὴλ Μαλιάππη, τὸν ὁποῖο γνωρίζουμε προσωπικὰ ἐδῶ καὶ τέσσερεις σχεδὸν δεκαετίες, ἀλλὰ καὶ τὸν πολιτιστικὸ Σύλλογο «Ἡ Ἄσσια», τὸ χωριὸ καταγωγῆς τόσο τοῦ γέροντα Ἀθανασίου, ὅσο καὶ τοῦ πολιούχου προστάτη τῆς καθ’ ἡμᾶς Μητροπόλεως Τριμυθοῦντος, ἁγίου Σπυρίδωνος. Εἶναι γεγονὸς ὅτι γνωρίσαμε τὸ χωριὸ τῆς Ἄσσιας, τοὺς κατοίκους καὶ τὶς παραδόσεις εὐλάβειάς τους, μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις καὶ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ γέροντα Ἀθανασίου.

Θὰ μποροῦσαν πολλὰ νὰ εἰπωθοῦν καὶ νὰ γραφοῦν γιὰ τὸν γέροντα Ἀθανάσιο, τὸν ὁποῖο γνωρίσαμε, ζήσαμε καὶ συνδεθήκαμε πνευματικὰ γιὰ σχεδὸν πενήντα τόσα χρόνια. Θὰ σταθοῦμε συνοπτικὰ σὲ τρεῖς μόνο καθοριστικὲς πτυχὲς τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα: 1) τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὴν ἱερωσύνη, 2) τὴν πνευματικὴ πατρότητα καὶ 3) τὴν ἐλεημοσύνη.

  1. Μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἱερωσύνη

Ὁ μακαριστὸς γέροντάς μας ἦταν μοναχὸς «παλαιᾶς κοπῆς καὶ τάξης». Ἐνσάρκωνε τὸν μοναχὸ τῶν πνευματικῶν μας ἀναγνωσμάτων καὶ ἀναζητήσεων: «νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή». Ἀγάπησε παιδιόθεν τὸν Θεό, ἄφησε γονεῖς, ἀδέλφια, κοσμικὲς ἀπολαύσεις, «ἵνα τὸν Θεὸν κερδήσῃ». Ἀπαρνήθηκε τὰ τοῦ κόσμου τερπνά, ἔγινε πολὺ ἐνωρὶς ἐραστὴς «τοῦ μονήρους βίου τῆς ἀσκήσεως», τῆς μοναχικῆς ἀγγελικῆς κοινοβιακῆς πολιτείας καὶ ἰδεώδους: ὑπακοή, παρθενία, ἀκτημοσύνη, σωφροσύνη, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀφάνεια, ἡσυχία, μυστικὴ ζωή. Δὲν τὸν συγκινοῦσαν τὰ ἀνθρώπινα· ζεῖ, ἀναπνέει καὶ κινεῖται γιὰ τὰ θεανθρώπινα, «Θεῷ ἀρέσαι οὐχ ἀνθρώποις». Ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» διάγει στὸν κόσμο, δὲν τὸν ἀγγίζουν τὰ ἐπίθετα, οἱ ἀνθρώπινοι ἔπαινοι καὶ κολακεῖες, γιατὶ πατᾶ γερὰ καὶ σταθερὰ στὴ μακραίωνη παράδοση ἑνὸς αὐθεντικοῦ χριστοκεντρικοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καὶ πνευματικότητας.

Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν, τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1940, εἰσῆλθε στὸ Μοναστήρι τοῦ Σταυροβουνίου ὡς δόκιμος μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ πόθο νὰ καταταγεῖ στὸν εὐλογημένο χορὸ «τῶν μοναζόντων». Τὸ 1946 ἔλαβε τὴ ρασοευχὴ καὶ τὸ Μ. Σάββατο τοῦ 1950 ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός, ἔλαβε τὸ μεγάλο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀξιώθηκε νὰ γνωρίσει, νὰ μαθητεύσει καὶ νὰ εἶναι ὑποδειγματικὸς ὑποτακτικὸς σὲ ἁγίους γεροντάδες, τὸν ἡγούμενο Βαρνάβα, τοὺς μετέπειτα καθηγουμένους Διονύσιο καὶ Γερμανό, τοὺς ἱερομονάχους καὶ πνευματικοὺς Κυπριανὸ καὶ Μακάριο, καθὼς ἐπίσης καὶ πλειάδα ἄλλων πατέρων, τῶν ὁποίων γνωρίσαμε τὴ μοναχική τους ἀρετὴ καὶ πολιτεία, μέσα ἀπὸ τὴ ζῶσα μαρτυρία καὶ ἐμπειρία τοῦ πατρὸς Ἀθανασίου. Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν, ὅπως ὁρίζουν οἱ ἱεροὶ κανόνες, χειροτονεῖται διάκονος, Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τὸ 1950, ἀπὸ τὸν Ἐθνάρχη Μακάριο τὸν Γ΄ ὡς ἐπίσκοπο τότε Κιτίου καὶ μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, ἐνῶ σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν, τὸ 1956, θὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανίων.

Ὁ π. Μακάριος ὁ πνευματικὸς ἔλεγε χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸν νεαρὸ τότε ἱερομόναχο Ἀθανάσιο στὶς μοναχὲς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀλαμάνου: «ἔχουμεν ἕναν ἁγιούδιν στὸ μοναστήριν μας». Ἀγάπησε βαθιὰ καὶ ὑπαρξιακὰ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴ λειτουργικὴ ζωή, ἦταν καὶ τὰ δύο μιὰ ἀέναη μυσταγωγία στὴν «ἄνω Ἱερουσαλὴμ» καὶ στὰ ἄρρητα μυστήρια τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Λειτουργοῦσε καθημερινὰ ὡς «ὑπεύθυνος» τόσο στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, ὅσο καὶ στὸ καθολικὸ τῆς κυρίας Μονῆς. Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν γιὰ τὸν κόπο τῆς καθημερινῆς λειτουργίας, αὐτὸς ἀπαντοῦσε μὲ τὸ δεσποτικὸ λόγιο «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν ἄχρι οὗ ἂν ἔλθω», μέχρι τῆς Β’ Παρουσίας. Βίωνε τὰ ἔσχατα ὡς παρόντα καὶ τὴ θεία Λειτουργία ὡς κέντρο καὶ πεμπτουσία τῆς ζωῆς του.
Χαρακτηριστικά, μιὰ φορὰ ποὺ λειτουργοῦσε στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, ὡς ἡγούμενος πλέον, μετὰ ποὺ ἔκανε ἀπόλυση καὶ φεύγαμε, μᾶς ἀνέφερε προσωπικὰ ὅτι «ξεχάσατε νὰ φέρετε τὴ λειτουργικὴ φυλλάδα, τὸ ἱερατικὸ βιβλίο στὴν ἁγία τράπεζα». Λειτούργησε, δηλαδή, χωρὶς νὰ ἔχει ἱερατικὸ βιβλίο, γνώριζε ἀπὸ στήθους ὄχι μόνο ὅλη τὴ θεία Λειτουργία, τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τὴν ἀκολουθία τῆς θείας Μετάληψης, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες εὐχές, κανόνες καὶ τροπάρια. Λειτουργοῦσε «ψυχῇ τε καὶ σώματι», ἔπασχε καὶ βίωνε τὰ θεῖα ἐκ βάθους καρδίας, μὲ πλήρη συναίσθηση καὶ ἐπίγνωση τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς συνόδου οὐρανοῦ καὶ γῆς, τῆς συλλειτουργίας ἐπιγείων καὶ ἐπουρανίων δυνάμεων, τῆς μεταμορφωτικῆς καὶ ἀναγεννητικῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ μεγάλου Θεοῦ.

Ὡς λειτουργὸς ἦταν προσεκτικός, συγκεντρωμένος στὰ τελούμενα καὶ νοούμενα, στὰ ὁρώμενα ἀλλὰ καὶ στὰ ὑπὲρ τὴ λογικὴ βιούμενα. «Νὰ λειτουργεῖτε ὅπως μιλᾶτε μὲ τὸν διπλανό σας» μᾶς συμβούλευε, χωρὶς ὑπερβολές, φωνασκίες, θεατρινισμοὺς καὶ συναισθηματισμούς. Διάβαζε τὶς εὐχὲς μὲ ἐσωτερικὴ κατάνυξη καὶ συντριβὴ εἰς ἐπήκοον μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν συλλειτουργῶν του στὸ ἅγιο θυσιαστήριο, ἱερέων καὶ διακόνων.
Ἤθελε νὰ τελειώνει ἐνωρὶς τὸ πρωὶ ἡ θεία Λειτουργία, γύρω στὶς 6:00, ὥστε αὐτὴ ἡ ἀναίμακτη προσφορὰ νὰ φθάνει καὶ ἐνωρὶς στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο, ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτη θεία Λειτουργία ποὺ τελεῖται ἐπὶ τῆς γῆς στὸν Πανάγιο Τάφο. Εἴτε ὡς λειτουργὸς ἐνώπιον τῆς ἁγίας τραπέζης, εἴτε στὴ θέση του δίπλα στὸν δεξιὸ χορό, στεκόταν πάντα ὄρθιος καὶ εὐθυτενής, ἀκόμη καὶ ὡς ἀσθενὴς μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα. Ὅταν μιὰ φορὰ ὁ ἐπίσκοπος ποὺ χοροστατοῦσε στὴν ἀγρυπνία τὸν προέτρεψε νὰ καθίσει, εἶχε περασμένα τὰ 90 χρόνια, αὐτὸς κάθισε λίγο, γιὰ τὴν ὑπακοή, καὶ ἀμέσως μετὰ σηκώθηκε ἐπάνω γιὰ τὴν ἐγρήγορση καὶ τὴν ἄσκηση. «Κόβω τὸ πόδι μου, ἀλλὰ δὲν κάθομαι στὴ θεία Λειτουργία!» ἀπάντησε στὸν μοναχὸ ποὺ τὸν διακονοῦσε.

Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ εὐλάβεια ποὺ εἶχε ὁ γέροντας στὴν Παναγία, στὸν Τίμιο Σταυρό, στὸν Τίμιο Πρόδρομο, στοὺς Ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα στοὺς Κυπρίους Ἁγίους μὲ πρῶτο τὸν συγχωριανό του, ἅγιο Σπυρίδωνα. Γιὰ τοὺς δύο τελευταίους ἀξιώθηκε νὰ ἀνοικοδομήσει ἀντίστοιχους Ναούς, στὸν ἐξωτερικὸ προαύλιο χῶρο τῆς Μονῆς γιὰ τοὺς πρώτους καὶ στὴ νέα πτέρυγα τῆς Μονῆς γιὰ τὸν δεύτερο.

Ποιὸς δὲν ἐνθυμεῖται, ἀκόμη, τὸ παράστημα, τὴν ὄψη τοῦ προσώπου του, τὶς ἐκφωνήσεις καὶ τὶς εὐλογίες του ὡς λειτουργός, τὴν ἀνάγνωση τῶν Εὐαγγελίων τῶν Παθῶν ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀνάστασης, τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καὶ τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, τῶν Χαιρετισμῶν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀντίστοιχα, τὸν μεγάλο ἁγιασμὸ τῶν Θεοφανίων, τῶν εὐχῶν τῆς γονυκλισίας, τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος, τῆς συγχωρήσεως καὶ τόσων ἄλλων. Ποιὸς μπορεῖ νὰ λησμονήσει τὸ ψάλσιμό του, τὰ κεκραγάρια τοῦ ἑσπερινοῦ, τὰ καθίσματα τοῦ ὄρθρου, τὸν πολυέλεο στὶς ἀγρυπνίες, τὴν Α΄, Γ΄, καὶ Θ΄ Ὠδὴ στὶς ἑορτές, τὶς καταβασίες, τὰ ἐγκώμια, τὸν ἀναστάσιμο κανόνα, τὰ ἀπολυτίκια. Ἦταν βαθύτατος γνώστης τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ, ἄγρυπνος καὶ αὐστηρὸς θεματοφύλακας τῆς τήρησης τῶν μοναστικῶν παραδόσεων, τῆς κληρονομιᾶς τῶν παλαιοτέρων πατέρων, τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, τῆς εὐπρέπειας τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Ἡ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ ἡ μοναστικὴ κοινοβιακὴ πολιτεία ἦταν γιὰ τὸν γέροντα μιὰ ἀέναη δοξολογία, ἕνας οὐσιαστικὸς διάλογος καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ξένος μὲ τὶς ἐπιδείξεις, τοὺς λειτουργικοὺς θεατρινισμούς. Δὲν ἐνεργοῦσε μὲ γνώμονα «τὰ μάτια τὰ ἐξωτερικὰ τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων» ἀλλὰ τὸν καρδιογνώστη Κύριο τῆς δόξης. Δὲν ἐνθυμοῦμαι «λόγον ἀργὸν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ», πρώτιστο μέλημά του ὡς «καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ» ἦταν ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, ἡ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων, ἡ τήρηση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας. Ἦταν ἐχθρὸς τῶν καινοτομιῶν, τῆς μὴ τήρησης τῆς προκαθορισμένης νηστείας καὶ κατάλληλης προετοιμασίας γιὰ τὴ θεία κοινωνία. Ἀπαγόρευε τὸ «καινοφανὲς» εἰσαγόμενο τυπικὸ τῶν τελευταίων χρόνων μὲ τὶς ἀπογευματινὲς ἢ βραδινὲς προηγιασμένες θεῖες Λειτουργίες. «Καὶ τὴ νηστεία τῆς βρώσης καὶ πόσης νὰ τηρήσει κάποιος, τί γίνεται μὲ τὴ νηστεία τῶν λογισμῶν, τὴν ἀσιτία τῶν εἰκόνων ποὺ σκανδαλίζουν;», τόνιζε μὲ πνευματικὴ ἀγωνία καὶ πόνο ψυχῆς!

Δὲν ἦταν ὁ ἡγούμενος τοῦ γραφείου, τῶν ἐπισήμων, τῶν φωτογραφιῶν, τῶν διαφημίσεων, τῶν κοινωνικῶν συναναστροφῶν καὶ τῶν πλούσιων ἐπωνύμων συνδαιτυμόνων· παρέμενε ἁπλός, λιτός, καταδεκτικός, παραδοσιακός, μὲ τσαλακωμένο τὸ ράσο, τριμμένο καὶ μπαλωμένο τὸ ζωστικό, φθαρμένο τὸν καλογερικὸ σκοῦφο, ἀλλὰ μὲ καθαρὴ τὴ ζωὴ καὶ τὴ συνείδηση, ἀναστημένο τὸ φρόνημα, λελαμπρυσμένη τὴν καρδία, κεχαριτωμένη τὴν ψυχή· μὲ λίγα λόγια, κομμένα καὶ μετρημένα στὸ ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου. Μὲ τὸ πετραχήλι του, ὁ πρῶτος στὴν ἀκολουθία γιὰ νὰ βάλει «Εὐλογητός», μὲ τὸ μοναχικὸ κουκούλιο γιὰ νὰ ἀναγνώσει στὸ στασίδι τὸν Ἑξάψαλμο ἢ τὸν Προοιμιακό, μὲ τὴν ποδιὰ στὸ διακόνημα καὶ στὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία.
Παρέμεινε μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα ἀσκητής, σεμνός, ταπεινὸς καὶ ἀθόρυβος· ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μοναχὸς γνήσιος, αὐθεντικὸς γέροντας, χαρισματοῦχος πνευματικός, ἀληθινὸς πατέρας, ἐλεήμων καρδία. Εἶναι γνωστὸ ἤδη ὅτι ὁ γέροντας ὅταν διετέλεσε ἐφημέριος καὶ ὑπεύθυνος στὴν κυρίως Μονή, γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἔφερε στὸ σῶμα του τὶς σιδερένιες ἀλυσίδες τῆς ἄσκησης τοῦ ἁγίου Παναρέτου, τὶς ἔβγαλε μόνο ὅταν αὐτὲς ἄρχισαν νὰ εἰσχωροῦν στὸ δέρμα του καὶ νὰ τοῦ προκαλοῦν σοβαρὰ προβλήματα ὑγείας.

Δὲν ἦταν ὁ ἡγούμενος ποὺ γαργαλοῦσε αὐτιὰ καὶ ξεγελοῦσε συνειδήσεις, μὲ λίγα ἀλλὰ ξεκάθαρα λόγια, «ντόπρα καὶ σταράτα», «ὡς μάχαιρα δίστομος», ἔκοβε πάθη, ἔβαζε φρένο σὲ κακὲς νοοτροπίες, κατέκρινε παράξενες καὶ ὕποπτες δοξασίες, ἀπέβαλλε καθετὶ αἱρετικὸ καὶ ξένο, ὅ,τι δὲν ἁρμόζει καὶ ὠφελεῖ τὸν ἀληθινὸ μοναχὸ καὶ τὸν βεβαπτισμένο χριστιανό. Ἡ ἀρχή του τὸ εὐαγγελικὸ λόγιο «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
Πτωχὸς καὶ ἀπέριττος στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στὶς ἀνάγκες, τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ τὸ ἡγουμενικό του κελὶ δίπλα ἀπὸ τὸν Τίμιο Σταυρό· πλούσιος ὅμως στὸ μεγαλεῖο τῆς ἁπλότητας, στὰ πνευματικὰ γράμματα, χαρίσματα καὶ παλαίσματα. Ἀνεπιτήδευτος, βαθιὰ εὐγενὴς καὶ ἀρχοντικός, κατὰ τὸ μοναστικὸ λεξιλόγιο, τὸν διέκρινε ἡ λεπτότητα καὶ ἡ διάκριση.

Γνώριζε καὶ βίωνε τὰ «γράμματα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας», τοὺς βίους τῶν γνησίων «φίλων τοῦ Χριστοῦ». Πέρα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν θείων Γραφῶν, ὁ ἴδιος θεμελίωνε πατερικὰ τὴ μοναστική του ἀδελφότητα καὶ ἐπέμενε, μεταξὺ ἄλλων, στὶς Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (ἀνάγνωσμα κάθε Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς καὶ στὶς Κυριακὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς), στὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, στὸν Εὐεργετινό, στὴ Φιλοκαλία.

Ὁ ὕπνος του ἦταν πολὺ λίγος, ὡς μοναχὸς τὸν χαρακτήριζε ἡ ὀλιγάρκεια καὶ ἡ ἐργατικότητα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς 38χρονης ἡγουμενίας του, ἀναστήλωσε καὶ ἀνακαίνισε τὴ Μονή, τὸ Καθολικὸ καὶ ὅλα τὰ Μετόχια, γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως ἡ ἱστορία θὰ τὸν καταγράψει ὡς νέο κτήτορα τόσο οἰκοδομικά, ὅσο καὶ πνευματικά. Δὲν ἤθελε οὔτε καὶ ἐπέτρεπε στοὺς μοναχοὺς νὰ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ ἐκτὸς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχικοῦ προγράμματος, τάξης καὶ ἤθους· ἦταν πολέμιος τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ εἰδικὰ στὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό. Δὲν νομίζω νὰ ἐνθυμεῖται κανεὶς τὸν γέροντα νὰ περιάγει τὶς Μητροπόλεις, τὶς ἐνορίες, τὶς αἴθουσες ἐκδηλώσεων, τὰ γραφεῖα καὶ τὰ σπίτια τῶν κοσμικῶν. Ὅποιος τὸν ζητοῦσε ἤξερε ὅτι θὰ τὸν ἔβρισκε πάντα, νυχθημερόν, στὸ Μοναστήρι, στὴν ἀκολουθία, στὴν τράπεζα, στὸ διακόνημα, στὴν κοινοβιακὴ ζωή. Ὅταν τοῦ μιλοῦσαν γιὰ «ἀποκαλύψεις» αὐτὸς παρέπεμπε στὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ π. Κυπριανοῦ: «νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία στὴν ἄλλη ζωὴ ὄχι ἐδῶ» καὶ ἔκοβε κάθε περαιτέρω ἀχρείαστη συζήτηση.

Β. Πνευματικός

Ἀνέλαβε τὴ διακονία τοῦ πνευματικοῦ τὸ 1967 σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν. Δέχτηκε χιλιάδες ψυχὲς στὸ πετραχήλι του: μοναχούς, κληρικούς, ἐπισκόπους, λαϊκούς, ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ καθηγουμένου Γερμανοῦ ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν γυναικείων Ἱερῶν Μονῶν: Ἁγίου Γεωργίου Ἀλαμάνου, Παναγίας Σφαλαγγιωτίσσης, Ἁγίας Θέκλης καὶ Ἁγίου Νικολάου τῶν Γάτων. Διακρίθηκε στὴ διακονία τοῦ πνευματικοῦ γιὰ τὴν πραότητα, τὴν ἐπιείκεια, τὴ διάκριση, τὴ σοφία, τὸ ὀλιγομίλητο. Ἄφηνε τὸν ἐξομολογούμενο νὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του, νὰ μιλήσει μὲ τὸν ἴδιο τὸν Σωτῆρα καὶ λυτρωτὴ καὶ ἰατρὸ Ἰησοῦ Χριστό, διέκοπτε μόνο στὶς ὑπερβολὲς τῶν λόγων καὶ στὶς περιττολογίες.

Ἀνάθετε καὶ ἄφηνε τὰ πάντα στὴν πρόνοια καὶ καθοδήγηση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ· νὰ μιλήσει ὁ Θεός, νὰ δείξει ὁ Θεός! Εἶχε ἀνοικτοὺς διαύλους μὲ τὸν οὐρανὸ γιατὶ πίστευε βαθύτατα, ἐμπιστευόταν ἀπόλυτα τὴ θεία πρόνοια καὶ ἀγάπη. Ἐμεῖς μόνο νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ ὑπακούσουμε στὸ θεῖο θέλημα, ὄχι στὸ ἴδιον θέλημα καὶ γνώμη. Γνώμονάς του τὸ λόγιο τοῦ Μ. Βασιλείου «μὴ χρόνῳ κρίνε, ἀλλὰ τρόπῳ». Ἦταν ἄτεγκτος στὸ θέμα τῶν ἐκτρώσεων, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας. Πολλοὶ σώθηκαν ἀπὸ τὸ φονικὸ ἰατρικὸ νυστέρι τῆς ἔκτρωσης χάρη στὴ δική του ἐπιμονὴ καὶ προσευχή. Ἐπέμενε στὴν τήρηση τῶν θεσμοθετημένων νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, στὸν συνειδητὸ ἐκκλησιασμὸ τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Ὡς κανόνα ἐπέβαλλε τὴν ἀνάγνωση τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας, τὴ σωτήριο μονολόγιστη εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τὶς γονυκλισίες.
Ἔδινε συμμαρτυρία ὡς πνευματικὸς γιὰ κληρικοὺς μετὰ ἀπὸ σοβαρὴ καὶ ἐνδελεχῆ πνευματικὴ ἐξέταση τοῦ ὑποψηφίου καὶ τήρηση ἐκ μέρους του ὅλων τῶν κανονικῶν προϋποθέσεων καὶ κριτηρίων τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.

Καταληκτικά, ἦταν πατέρας καὶ ὄχι τυπικὰ ἕνας ἐξομολόγος σὲ ὅσους ἔφθαναν κοντά του. Μέλημά του ἦταν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ θεογνωσία, στὸν Χριστό, στὴ σωτηρία καὶ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ζοῦσε τὸν Χριστό, δοξολογοῦσε καὶ κήρυττε τὸν Χριστό, ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό.

Γ. Ἐλεημοσύνη

Διακρίθηκε στὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης ὡς οἰκονόμος, πνευματικὸς καὶ καθηγούμενος. Ἔδινε ἀφειδώλευτα, μοίραζε χρηματικὰ καὶ ὑλικὰ ἀγαθά, μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα στοὺς «ἐν ἀνάγκαις», εἰδικὰ στοὺς πολύτεκνους, στοὺς ἀσθενεῖς, στὶς χῆρες καὶ στὰ ὀρφανὰ παιδιά· ἔστω καὶ ἂν ὁρισμένες φορὲς ἐξαπατήθηκε. Εἶχε ἕναν φάκελο γιὰ τοὺς νιόπαντρους μαζὶ μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὶς πολύτιμες συμβουλὲς καὶ προσευχές του.

Παρέμεινε μνημειώδης ἡ φράση τῶν κατοίκων τῶν γειτονικῶν χωριῶν τῆς Μονῆς «πᾶμε στὸν παπᾶ Θανάση ποὺ πάντα ξέρει νὰ μᾶς δίνει». Ὅλοι γνώρισαν τὴν εἰλικρινῆ φιλοξενία του στὴ Μονή, ἦταν ἀδύνατο νὰ φύγει ὁ ἐπισκέπτης καὶ ὁ προσκυνητὴς χωρὶς ἔστω ἕνα ποτήρι δροσερὸ νερὸ ἢ τὴ συμμετοχή του στὴ λιτὴ μοναστικὴ τράπεζα. Μὲ τὶς ἐλεημοσύνες του σπούδασε πολλοὺς φοιτητὲς καὶ στήριξε πολλὰ σπίτια καὶ οἰκογένειες, γεγονὸς ποὺ πολλοὶ τοῦ τὸ εἶχαν εὐγνωμοσύνη. Ὅλοι οἱ Ναοὶ τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ τὴ Μονὴ Σταυροβουνίου, καὶ ὄχι μόνο, ἔχουν λάβει καὶ μιὰ γενναία δωρεὰ καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν γέροντα Ἀθανάσιο: τὰ μεγάλα ξυλόγλυπτα τέμπλα ποὺ κοσμοῦν τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸν Κόρνο καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸν Ψευδᾶ ἀντίστοιχα, τὸ οἰκόπεδο γιὰ τὸ νέο δημοτικὸ σχολεῖο Πυργῶν, ἱερὰ σκεύη, εἰκόνες, ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα καὶ πολλὰ ἄλλα.

Δ. Κατακλείδα

Ἀγαπητοί μου,

Ἔχουμε πλήρη ἐπίγνωση καὶ συναίσθηση ὅτι δὲν ἐξαντλοῦμε τὸ θέμα, δὲν εἶναι ἄλλωστε αὐτὸς ὁ σκοπός μας. Μοιραστήκαμε μαζί σας μικρὲς λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας καὶ στὸν τόπο ποὺ τὸν γέννησε καὶ μεγάλωσε, τὸν μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο. Εἶναι ὁ γέροντας ἡ ἀπόδειξη ὅτι εἶναι ζωντανὸς ὁ Θεός, ἀληθινὴ ἡ πίστη, διαχρονικὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄμορφη ἡ πνευματικὴ ζωή, ὑψηλὴ ἀποστολὴ ἡ γνήσια μοναχικὴ κλήση καὶ τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα.

Τὸ πραγματικὸ πνευματικὸ ἀνάστημα, ὕψος καὶ βάθος κάθε προσώπου, εὐτυχῶς, παραμένει ἄγνωστο καὶ ἀθέατο, ἐν πολλοῖς, στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων· γνωστὸ καὶ θεατὸ στὸ μάτια τοῦ ἐσταυρωμένου Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὸ ποὺ μετρᾶ δὲν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα λόγια, κρίσεις, ἐκδηλώσεις καὶ ἀποτιμήσεις, ἀλλὰ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ γέροντας Ἀθανάσιος ἐγκατέλειψε κάθε κοσμικὴ ἐπιθυμία γιὰ τὸν κατὰ «Θεὸν πόθο καὶ ἔρωτα». Ἐπιδόθηκε σὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες, ὥστε νὰ ἀποβάλει «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» καὶ νὰ ἐνδυθεῖ «τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα». Ἄφησε τὸ στίγμα τοῦ ἀφοσιωμένου, παραδοσιακοῦ καὶ αὐθεντικοῦ μοναχοῦ ποὺ «διῆγεν τὸν ἐπίγειον βίον του ἐν εὐσεβείᾳ, εὐλαβείᾳ, σεμνότητι καὶ ὁσιότητι». Ἔζησε ὅσον ὀλίγοι «τὴν χαροποιὸν κατὰ Θεὸν» ζωὴ καὶ «τὴν μακαρίαν εἰρήνην, τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν».
Ὅσοι τὸν γνώρισαν ἔστω καὶ ἐξωτερικά, εἶμαι βέβαιος ὅτι ἐνθυμοῦνται τὴ χαρακτηριστικὴ βαριὰ καὶ βαθιὰ φωνή του, τὴν ὀρθοφωνία τῶν ὀλιγοστῶν καὶ «πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένων» λόγων του.

Καταθέσαμε «ἐν ὀλίγοις» τὴ δική του «ὀρθοφωνία», τὴν ἀληθινὴ ἐμπειρικὴ ζωντανὴ θεολογία του ἐνώπιον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τὴν ὑποδειγματικὴ εὔλαλη σιωπή του, τὴν καρδιακὴ ἀδιάλειπτη προσευχή του, τὴν ὁμιλία τοῦ παραδείσου. Ὅταν ἔδινε τὴν εὐχή του, ἔσφιγγε τὸ χέρι κάθε πιστοῦ καὶ τοῦ εὐχόταν τὸ «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός»! Μαζί μας, λοιπόν, καὶ δίπλα μας καὶ μέσα μας ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε, ἀγάπησε καὶ διακόνησε ὁ ταπεινὸς «δοῦλος του», μακαριστὸς γέροντας Ἀθανάσιος Σταυροβουνιώτης.

 Εἴθε ἡ ζωή, τὸ ἦθος καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ ἐμπνέουν τὴ ζωή μας καὶ διὰ πρεσβειῶν του καὶ ἐμεῖς νὰ νιώθουμε καὶ νὰ βιώνουμε στὸν βίο μας, στὰ εὔκολα καὶ στὰ δύσκολα, τὴ διαρκῆ παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.