1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Μιχάλη Χριστοφορίδη εκπαιδευτικού – Η ζωή των αποστόλων ως απόδειξη της Αναστάσεως του Χριστού και τρόπος μετοχής σε αυτή

Αμέσως μετά την ανάσταση του Χριστού η εκκλησία μας τοποθετεί το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων ως ανάγνωσμα καθ΄ όλη την περίοδο που ακολουθεί μέχρι την Πεντηκοστή. Το βιβλίο αυτό μας περιγράφει την ζωή των Αποστόλων (και των πρώτων χριστιανών – μαθητών των Αποστόλων)  και  εξιστορεί διάφορα γεγονότα, τα οποία μας διαφωτίζουν πως έδρασαν  οι Απόστολοι,  όταν έγιναν μεν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού, χωρίστηκαν δε (σωματικά ) από Αυτόν.

Κατά παρόμοιο  τρόπο,  όταν τελειώνει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου,  η Εκκλησία τοποθετεί μια περίοδο νηστείας προς τιμήν των Αποστόλων. Η νηστεία αυτή είναι αρχαία παράδοση και αναφέρεται στις «Αποστολικές διαταγές», ένα βιβλίο που μας μεταφέρει συνήθειες και παραδόσεις των πρώτων Αποστολικών χρόνων: «Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν, δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά και νηστεύσαι μετά την άνεσιν».

[ Απόδοση: Αφού γιορτάσετε την εορτή της  Πεντηκοστής, γιορτάστε για μια βδομάδα και μετά νηστεύσετε  μια βδομάδα, διότι είναι πρέπον και να γιορτάσουμε και να χαρούμε  για την δωρεά του Θεού – την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος- αλλά μετά την άνεση της γιορτής  πρέπει να νηστέψετε.]

Επειδή όμως, μετά την Πεντηκοστή οι Άγιοι Απόστολοι ξεκίνησαν το κήρυγμα τους στην οικουμένη, καθιερώθηκε, προϊόντος του χρόνου, η νηστεία αυτή να γίνεται προς τιμήν αυτών, για αυτό και μεγάλωσε σε διάρκεια μέχρι την εορτή των, στις 29 Ιουνίου.

Η ζωή των Αγίων Αποστόλων έχει πολύ μεγάλη σημασία, ως συνέχεια του έργου του Χριστού, για τη ζωή της μετέπειτα εκκλησίας.  Δεν τιμώνται τόσο πολύ,  λόγω του ότι ήταν οι πλησιέστεροι  άνθρωποι στον Χριστό κατά την επίγεια ζωή Του· έτσι θα δρούσε  η εκκλησία,  αν ήταν μια ανθρώπινη οργάνωση ή κίνημα. Ο αρχηγός με τους περί αυτόν απολαμβάνουν τον σεβασμό, την δόξα  και πολλές φορές τις υπηρεσίες των υπολοίπων. Ο Χριστός όμως τους είχε πεί: «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος».

Ο Χριστός μετά την Ανάσταση Του μπορούσε να εμφανιστεί σε μια κεντρική πλατεία της Ιερουσαλήμ, οπότε δεν θα υπήρχε κανείς που να μπορούσε να αμφισβητήσει την ανάσταση. Επιπλέον θα καταισχύνονταν  οριστικά οι πρώην σταυρωτές Του και (θεωρητικά)  όλοι θα πίστευαν σε αυτόν. Οι δε μαθητές του  θα εμφανίζονταν θριαμβευτικά ως τα πλέον αγαπητά πρόσωπα του Αναστάντος  Μεσσία και θα απολάμβαναν τιμή και δόξα από όλο τον κόσμο. Ο  λόγος τους θα ήταν σεβαστός από όλους και η θέση τους στην κοινωνία θα ήταν η πλέον τιμητική. Αν πίσω από το έργο του Χριστού βρισκόταν ένας ανθρώπινος νους, αυτό θα ήταν ένα πιθανό σενάριο. Διότι οι άνθρωποι σκέπτονται με όρους επικράτησης των «καλών» έναντι των «κακών», με όρους κάθαρσης της αδικίας, με όρους επιβράβευσης των «καλών» και κατατρόπωσης των «κακών». Αυτή ακριβώς η νοοτροπία διακατέχει ακόμα και τους Αποστόλους πριν την Σταύρωση του Χριστού. Ας θυμηθούμε λίγο το 10ο κεφάλαιο του Μάρκου. Ο Χριστός λίγο πριν την σταύρωση αρχίζει να πληροφορεί τους μαθητές Του για το τι θα συμβεί:

«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.»

Ποια είναι η αντίδραση των μαθητών;

«Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε.»

Ο Χριστός τους λέει τόσες συγκλονιστικές πληροφορίες για τα πάθη Του, και αυτοί μεριμνούν για τη δική τους θέση, τον δικό τους θρίαμβο, δίπλα στον θριαμβευτή του θανάτου. Καμία ιδέα για την μετοχή τους στο μυστήριο του σταυρού, που προηγείται της Αναστάσεως. Γι΄αυτό και όταν ο Χριστός τους ερωτά «δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;» αμέσως και χωρίς σκέψη, «οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα.», χωρίς προφανώς να κατανοούν εκείνη τη στιγμή τί σήμαιναν αυτά τα λόγια.

Στο 9ο κεφάλαιο του Λουκά διαβάζουμε μια άλλη συναφή συμπεριφορά των μαθητών: Ο Χριστός ήθελε να πάει σε μια πόλη των Σαμαρειτών και έστειλε από πριν  κάποιους μαθητές του να δουν την πόλη :

«καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαρειτῶν, ὡστε ἑτοιμάσαι αὐτῷ· αὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἱερουσαλήμ. ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε; στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς·»

Οι κάτοικοι της πόλεως δεν τον δέχονται, διότι ήταν Ιουδαίος και πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, που ήταν εχθρική σε αυτούς. Τότε οι μαθητές Του και πάλι κινούμενοι από τα ανθρώπινα συναισθήματα που αναφέρθηκαν  πιο πάνω, ζητούν την άδεια Του,  ώστε να παρακαλέσουν να πέσει φωτιά  από τον ουρανό και να κατακαύσει την πόλη  των «κακών» αυτών ανθρώπων. Ο Χριστός τους επιπλήττει λέγοντας τους ότι με αυτά που ζητούν,  δείχνουν ότι δεν γνωρίζουν ποιου Πνεύματος είναι μαθητές, αντιπαραβάλλοντας έμμεσα  το ανθρώπινο πνεύμα που επιζητεί την επικράτηση και τον προσωπικό θρίαμβο με το Άγιο Πνεύμα που επιζητεί την σωτηρία όλων των ανθρώπων.

Αντίθετα λοιπόν από κάθε ανθρώπινη προσδοκία και σχεδιασμό, ο Χριστός παρουσιάζεται μόνο σε πολύ λίγους (σχετικά)  ανθρώπους μετά την Ανάσταση Του, και ακολούθως ζητά από αυτούς να πάνε να κηρύξουν ως αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες,  τόσο όσων άκουσαν (διδασκαλία) όσο και όσων είδαν (θαύματα – Ανάσταση).

Γιατί επιλέγει αυτό τον τρόπο ο Χριστός, αντί του προηγούμενου (που αναφέρθηκε πιο πάνω)  που θα ήταν πιο πειστικός;

Όλη η Θεία Οικονομία διέπεται από μια απαράβατη αρχή: Ο Θεός θα σώσει τον άνθρωπο όχι αναγκαστικά, αλλά σεβόμενος την ελευθερία του. Κάθε βήμα της Θείας Οικονομίας έπρεπε να έχει την συνέργεια  και άρα την ελεύθερη αποδοχή κάποιου ανθρώπου. Όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ( Νώε, Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, Δαυίδ, προφήτες) διαδραμάτιζαν αυτό τον ρόλο. Κορυφαίο και καθοριστικό πρόσωπο στη σειρά αυτή ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος. Η αρχή αυτή συνεχίζεται και στην Καινή Διαθήκη. Το κήρυγμα του ευαγγελίου (διδασκαλία, θαύματα, Ανάσταση) δεν έπρεπε να επιβληθεί ως ένα εντυπωσιακό θαύμα      (π.χ. Ο Χριστός εμφανίζεται μπροστά στον λαό μετά την σταύρωση Του και όλοι τον βλέπουν) , διότι μετά ποιος θα είχε την ελευθερία να τον αρνηθεί; Όλοι θα υποκλίνονταν μπροστά του, από φόβο και δέος, όχι όμως κατ’ ανάγκη και από αγάπη.

Γι’  αυτό και η μετάδοση του  μηνύματος της Αναστάσεως σε όλη την οικουμένη ανατίθεται σε μερικούς αγράμματους, αδύναμους, φτωχούς  και  φοβισμένους (αρχικά) ανθρώπους,  που έπρεπε να ταξιδέψουν σε όλο τον γνωστό κόσμο, σε άλλα έθνη, με άλλες θρησκείες, με ανεπτυγμένη φιλοσοφία και εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία,  για να τους πείσουν ότι οι θεοί τους ήταν ψεύτικοι, πολλές συνήθειες της ζωής τους ήταν απαράδεκτες  και ότι ο αληθινός Θεός  ήταν κάποιος «άνθρωπος»  (άγνωστος σε αυτούς) που έζησε στην Ιουδαία, οι ομοεθνείς του τον σταύρωσαν ως κακούργο, και αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς. Αυτός λοιπόν ο «άγνωστος»  δίδασκε,  ότι έπρεπε να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους εχθρούς μας, ήταν εναντίον του πλούτου και της πολυτελούς ζωής, καλούσε τους ανθρώπους να απαρνηθούν τον εαυτό τους και να σηκώσουν ένα σταυρό, υποσχόταν μια αιώνια βασιλεία, αλλά όταν σταυρωνόταν δεν έδειξε την παραμικρή δύναμη,  ώστε να κάνει κάτι ως βασιλιάς που ήταν για να γλυτώσει. Και ναι μεν αναστήθηκε (άρα ήταν ζωντανός),  αλλά δεν μπορούσαν να τους τον παρουσιάσουν,  διότι αναλήφθηκε στους ουρανούς.

Και ποιο θα ήταν το κίνητρο των ανθρώπων, για να πιστέψουν όλα αυτά; Τι θα κέρδιζαν; Εκτός του ότι ψυχολογικά έπρεπε να απορρίψουν όσα πατροπαράδοτα πίστευαν και να αποδεχτούν νέα ήθη και αξίες, ιστορικά,  στους 3 πρώτους αιώνες κέρδιζαν αμέσως μια υποψηφιότητα να πεθάνουν με διάφορα φρικτά βασανιστήρια, υπό το κράτος ανηλεών διωγμών. Ναι,  μπορεί να γοητεύονταν από την υπόσχεση μιας μελλοντικής αιώνιας βασιλείας, αλλά στο επίπεδο του εδώ και τώρα, στην ουσία μπορεί να έχαναν τα πάντα, μέχρι και τη ζωή τους.

Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πραγματικά τι επιχείρησαν οι Άγιοι Απόστολοι; Αν υποθέσουμε ότι εξηγούσαμε  όλα αυτά τα δεδομένα σε κάποιους σημερινούς επιστήμονες, που δεν ξέρουν τίποτε για τον χριστιανισμό, ούτε πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού και τους ζητούσαμε να κρίνουν το όλο φαινόμενο του χριστιανισμού, ως μια ανθρώπινη προσπάθεια εξάπλωσης ενός κινήματος ιδεών – ιδεολογίας, τι θα έλεγαν άραγε; Οι άνθρωποι που πρωτοστατούν στο κίνημα (Απόστολοι) ήταν εντελώς ακατάλληλοι. Τα μέσα τους πενιχρά έως ανύπαρκτα. Το περιεχόμενο των ιδεών, που ήθελαν να διαδώσουν δυσκολοπίστευτο,  έως απίστευτο, έως «φαιδρό». (Να θυμηθούμε με πόση ειρωνία αντιμετώπισαν  οι Αθηναίοι τον Απ. Παύλο μόλις τους μίλησε για την Ανάσταση του Ιησού.) Τα ζητούμενα του νέου κινήματος εντελώς αντίθετα από όσα επιθυμεί η ανθρώπινη φύση: λιτότητα, νηστεία, καθαρότητα, εγκράτεια, ελεημοσύνη, συγχώρεση, ανεξικακία, κλπ. Και τέλος το αποτέλεσμα για όσους τυχόν ακολουθούσαν το νέο κίνημα, ήταν ένας πολύ πιθανός οδυνηρός  θάνατος. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξουν πιο δυσμενείς συνθήκες για την ανάπτυξη ενός κινήματος. Οι προβλέψεις των επιστημόνων , μάλλον θα ήταν συντριπτικά υπέρ της αποτυχίας και άρα της εξαφάνισης ενός τέτοιου κινήματος.

Η ιστορία όμως εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά. Παραδόξως, οι τρείς πρώτοι αιώνες ήταν ίσως οι πιο ένδοξοι και παραγωγικοί για το κήρυγμα των Αποστόλων, όχι ως προς την ποσότητα,  αλλά ως προς την ποιότητα των νέων μελών της εκκλησίας. Και τελικά το παράδοξο αυτό κίνημα, υπερίσχυσε και «κατέκτησε» μια αυτοκρατορία. Όσοι είναι πιστοί, βλέπουν πίσω από αυτό  ένα μεγάλο και ζωντανό θαύμα της δύναμης του Θεού, η οποία «τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

Επιστρέφουμε όμως στο ερώτημα: Γιατί ο Θεός διάλεξε αυτό τον τρόπο μετάδοσης του μηνύματος της Ανάστασης και γενικότερα της νέας πίστεως; Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στην ανάγκη της ελεύθερης αποδοχής και συνέργειας του ανθρώπου στο σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του κόσμου. Όλες αυτές οι δυσμενείς συνθήκες που περιεγράφηκαν πιο πάνω ήταν αντιληπτές και γνωστές στους Αποστόλους. Ήξεραν και ποιοι ήταν, και τι εφόδια είχαν και σε τι απέβλεπαν. Πολύ γρήγορα (αρχής γενομένης με τον λιθοβολισμό του Στεφάνου) άρχισαν να βιώνουν το πλαίσιο των συνθηκών μέσα στο οποίο θα προσπαθούσαν να υπακούσουν στην εντολή του Διδασκάλου τους. Θα μπορούσαν να τα παρατήσουν και να επιστρέψουν στην ησυχία τους. Αντί αυτού, απέναντι σε όλες τις αντιξοότητες και στις ελλείψεις που είχαν, προχωρούν. Αυτή είναι η πιο μεγάλη απόδειξη ότι ελεύθερα επιλέγουν να υπηρετήσουν το έργο της Θείας Οικονομίας, όχι από άλλο συμφέρον, όχι με υστεροβουλία, αλλά με θυσιαστικό φρόνημα απάρνησης όλων των δικών τους ανέσεων, επιθυμιών, φιλοδοξιών, μέχρι και της ζωής τους. Η δύναμη του Θεού που στην ουσία εδραίωσε την νέα πίστη,  έπρεπε να βασιστεί στην ελεύθερη αποδοχή αυτών των Αποστόλων για να ενεργήσει όσα έπραξε.

Επιπλέον, το χάρισμα της αυτοψίας και άμεσης εμπειρίας της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους, το οποίο  τους δίνεται (παρόλο που κατά την διάρκεια του πάθους του Χριστού φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων),  ένα προνόμιο που απολαμβάνουν πολύ λίγοι άνθρωποι,  δεν αποτελεί απλώς μια ψυχολογική δωρεάν ενίσχυση για να νιώσουν καλύτερα, ένα δώρο, ούτως ειπείν, από τον δάσκαλο στους μαθητές του. Να θυμηθούμε την απογοήτευση των οδοιπόρων προς τους Εμμαούς,  όταν μιλούσαν για τον Χριστό  (στον Χριστό χωρίς να τον αναγνωρίζουν), έλεγαν «οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρίμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ’ οὗ ταῦτα ἐγένετο.» Τα λόγια τους αντικατοπτρίζουν την ελπίδα που είχαν για τον Χριστό και η οποία ελπίδα φαινόταν στα μάτια τους εκείνη την ώρα να διαψεύδεται. Ο Χριστός όμως, δεν εμφανίστηκε  για να προσφέρει ένα ψυχολογικό αποκούμπι στους μαθητές. Η εμπειρία της Ανάστασης σίγουρα τονώνει την πίστη των μαθητών, αλλά αποτελεί εμπειρία που θέτει απαιτήσεις. Δεν μπορεί  η ζωή των Αποστόλων πριν και μετά την Ανάσταση να είναι η ίδια. Αυτό που τους χαρίζεται ως δωρεά, πρέπει να προσφερθεί σε όλους τους υπόλοιπους με τη δική τους ελεύθερη απόφαση, η γνησιότητα της οποίας θα δοκιμαστεί μέσα από το δοκιμαστήριο του σταυρού.  Αν ο θρίαμβος της εκκλησίας  χαριζόταν  σε αυτούς αυτόματα,  γινόταν δηλαδή αυτό περίπου που ήθελαν πριν την σταύρωση «Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου», τότε το κήρυγμα  τους ποια αξιοπιστία μπορούσε να είχε;  Γιατί να πιστέψει κάποιος στα λεγόμενα ενός αγνώστου (αποστόλου) για την ανάσταση του Χριστού, όταν  βλέπει τον απόστολο να απολαμβάνει δόξες και μεγαλεία ως μαθητής  αυτού που  κηρύττει ως αναστημένο. Όλη αυτή η κατάσταση, δικαιολογημένα,   θα αποτελούσε στα μάτια ενός δύσπιστου τρίτου ένα αρκετό λόγο και ισχυρό κίνητρο,  για να επιμένει αυτός ο μαθητής να διακηρύττει ψευδώς την «ανάσταση» του διδασκάλου του.  Γι αυτό και ο Χριστός,  όσο και αν αγαπά τους μαθητές Του,  λειτουργεί προς το συμφέρον όλων των ανθρώπων. Οι μαθητές Του πρέπει να δοκιμασθούν, ώστε να δείξουν αν αξίζουν αυτή την δωρεά της εμπειρικής βίωσης της Αναστάσεως. Και η δοκιμή γίνεται με τον τρόπο που ο ίδιος ο Χριστός τους είπε: «δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι». Το ποτήριο αυτό ήταν η μετοχή τους στο μυστήριο του Σταυρού. Αν ελεύθερα αποφάσιζαν να μετέχουν στο μυστήριο του Σταυρού, ακολουθώντας την πορεία,  που ο Χριστός προετοίμασε για τους Αποστόλους του, μέσα στις συνθήκες που περιεγράφησαν πιο πάνω, αυτό θα απεδείκνυε σε όλους την αλήθεια της Αναστάσεως του Χριστού. Μόνο κάποιος,  ο οποίος είναι εντελώς σίγουρος για την ανάσταση, δέχεται να μετέχει στο σταυρό, διότι έχει επίγνωση  ότι όσο οδυνηρή και αν είναι η σταυρική πορεία, δεν είναι το τέλος, αφού  έχει ζωντανή μέσα του  εμπειρικά την συνέχεια της Ανάστασης.

Στη Δύση αρκετοί  μελετητές, εξέτασαν τα γεγονότα της Αναστάσεως του Χριστού, όπως τα εξιστορούν τα Ευαγγέλια,  με ένα αμιγώς ορθολογιστικό τρόπο, όπως εξετάζεται στο δικαστήριο η αλήθεια ή το ψέμα κάποιου γεγονότος, βασισμένοι αποκλειστικά στα ιστορικά στοιχεία. O Simon Greenleaf (1783-1853), καθηγητής στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Harvard  και συγγραφέας του κλασσικού για την Νομική επιστήμη τρίτομου βιβλίου «Treatise on the Law of Evidence» (Πραγματεία για τους κανόνες της Απόδειξης) , μελέτησε επισταμένα τα κείμενα των τεσσάρων Ευαγγελιστών όσον αφορά την Ανάσταση και μας παρέδωσε μια αξιόλογη εργασία με τίτλο «An Examination of the Testimony of the Four Evangelists». Σε αυτή την εργασία υποστηρίζεται,  ότι ένα από τα πλέον πειστικά επιχειρήματα για την Ανάσταση του Χριστού είναι η προθυμία των Αποστόλων να κηρύξουν  την Ανάσταση, παρόλο που λίγο πριν την Ανάσταση ήταν μια συντροφιά φοβισμένων ανθρώπων,  που εγκατέλειψαν τον Δάσκαλο τους και κρύφτηκαν δια τον φόβο των Ιουδαίων. Ο πλέον «τολμηρός» και «ενθουσιώδης» από αυτούς,  τον αρνήθηκε από  φόβο,  μπροστά σε μια υπηρέτρια. Αυτοί λοιπόν οι ίδιοι άνθρωποι (δεν σχολιάζουμε την αλλαγή που επήλθε από την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, διότι εκεί απαιτείται η πίστη σε κάποιο θαύμα, ενώ εδώ εξετάζονται μόνο τα ιστορικά γεγονότα), μετά την Ανάσταση, είναι πρόθυμοι,  όχι μόνο να υποστούν κακουχίες, αλλά «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αυτού ἀτιμασθῆναι». Αν ήταν ψέμα η Ανάσταση του Χριστού, οι πρώτοι που θα το ήξεραν ήταν οι ίδιοι οι Απόστολοι. Θα μπορούσε  κάποιος να υποστηρίξει,  ότι οι απόστολοι  με κάποιο ευτελές ατομικό κίνητρο (π.χ. να απολαμβάνουν την τιμή ως μαθητές του Αναστάντος)  είναι πιθανόν  να έλεγαν ψέματα,  ότι ο Χριστός αναστήθηκε,  και έτσι να έπειθαν,  δίνοντας παρηγοριά σε διάφορους απελπισμένους ανθρώπους, με το αζημίωτο φυσικά. (Κάτι παρόμοιο υποστηρίζουν σήμερα διάφοροι πολέμιοι της εκκλησίας  για τον κλήρο της εκκλησίας) Αλλά οι ίδιοι οι απόστολοι θα ήξεραν ότι λένε ψέματα. Πόσο όμως πιθανόν είναι να ξέρει κάποιος,  ότι αυτό για τον οποίο ομιλεί είναι ψέμα, και να δέχεται για αυτό το ψέμα να ονειδίζεται, να φυλακίζεται, να κοπιάζει και τέλος να πεθαίνει; Τελικά ποιο ήταν το συμφέρον τους από αυτό το «ψέμα»; Μας το  περιγράφει ο Απ. Παύλος:  «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν  καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, δι­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ωκόμενοι ἀνεχόμεθα,  βλασφημούμενοι παρα­κα­λοῦμεν· ὡς περικαθάρ­ματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.» Για ποιο λόγο να βιώνουν όλα αυτά, αν δεν ήταν σίγουροι ότι όλα αυτά θα τελειώσουν με την δική τους Ανάσταση, στην βασιλεία του Αναστημένου Διδασκάλου τους;  Αυτό επιχειρηματολογεί  και εκ του αντιστρόφου  ο Απ. Παύλος: «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· … εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.» Αν ήξεραν ότι ο Χριστός δεν αναστήθηκε, και εντούτοις έλπιζαν σε αυτόν, τότε θα ήταν οι ελεεινότεροι όλων των ανθρώπων.

Με βάση αυτό το επιχείρημα πιστοποιείται ισχυρότερα η Ανάσταση του Χριστού, σε όποιον καλόπιστο θελήσει να δει τα γεγονότα αντικειμενικά, και αποδεικνύεται  ταυτόχρονα και η γνησιότητα της ελεύθερης επιλογής  των Αποστόλων να υπηρετήσουν το κήρυγμα της Ανάστασης.

Το επιχείρημα αυτό  και η αντιμετώπιση των Αποστόλων από τον ίδιο τον Χριστό σε όλη την μετέπειτα σταυρική πορεία τους (για τον ευαγγελισμό και σαγήνευση της οικουμένης στην πίστη του Αναστάντος Χριστού),  οριοθετεί την πορεία όλων των μεταγενέστερων Χριστιανών, όταν  εορτάζουμε και προσπαθούμε να βιώσουμε την Ανάσταση κάθε χρόνο. Ο Χριστός βοηθάει τους μαθητές Του, και τηρεί την υπόσχεση Του: «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.» «… ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων.» Τα θαύματα και τα σημεία όμως,  υπηρετούσαν και επαλήθευαν το κήρυγμα, δεν εξασφάλιζαν την καλή ζωή των Αποστόλων, ούτε καν την καθολική αποδοχή τους από τους εθνικούς. Οι Απόστολοι, παρόλη την βοήθεια του Θεού,  δεν απέφυγαν ούτε τις μαστιγώσεις, ούτε τους λιθοβολισμούς,  ούτε την φυλακή. Από την μια ο Θεός απελευθερώνει τους Αποστόλους από την φυλακή, αλλά ταυτόχρονα τους αφήνει να υποφέρουν και να διώκονται συνεχώς από τους εναντίους Ιουδαίους. Ο Απόστολος Παύλος ανασταίνει νεκρό, αλλά ταυτόχρονα ο Θεός αρνείται να τον λυτρώσει από τον δικό του πειρασμό, παρόλο που ο Παύλος Τον παρακάλεσε τρεις φορές : «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.» Τελικά,  για όλους τους  αποστόλους Του (πλην ενός, του Ιωάννου), ο Θεός επεφύλαττε  μαρτυρικό θάνατο. Αυτός είναι ο κύριος λόγος τιμής των Αγίων Αποστόλων: Τα όσα δέχτηκαν να ζήσουν για χάρη του κηρύγματος της Αναστάσεως  αποτελούσαν τα πλέον πειστικά στοιχεία για την Ανάσταση, παρά η όποια  προφορική επίκληση εκ μέρους τους,  ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού.

Καθημερινά,  οι σημερινοί Χριστιανοί, ομολογούμε πίστη:  «Πιστεύω … Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν … ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.» Οι πιο πολλοί το κάνουμε από συνήθεια, διότι έτσι μάθαμε, διότι έτσι πρέπει, διότι αυτή είναι η αλήθεια της εκκλησίας και την δεχόμαστε αδιαμφισβήτητα. Σε πόσους όμως από μας φανερώνεται και πιστοποιείται αυτή η αλήθεια στη ζωή μας; Η ζωή ενός Χριστιανού που πιστεύει στην Ανάσταση και κάποιου που δεν πιστεύει,  δεν μπορεί να είναι όμοιες. Η Ανάσταση αποτελεί και πρέπει να αποτελεί την καθοριστική γραμμή, το σημείο καμπής στη ζωή μας. Ο Απ. Παύλος μας το ομολογεί απερίφραστα: «εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.», « εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται·  εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν.» Χωρίς ανάσταση δεν υπάρχει κάποιο έρεισμα για διαφοροποίηση της ζωής ενός πιστού με ένα άπιστο, ενώ με την Ανάσταση επιβάλλεται να υπάρχει τεράστια διαφορά.

Ερώτημα: Αν  φανερωνόταν ο Αναστημένος Χριστός σε κάποιο σημερινό πιστό, πόσο πιθανόν είναι,  να ήταν πρόθυμος, μετά την μεγάλη δωρεά της πιστοποίησης του γεγονότος της Ανάστασης, να αλλάξει τη ζωή του και να συμπεριφερθεί,  όπως και οι Άγιοι Απόστολοι, μετά την δική τους αυτοψία της Ανάστασης;  Να υπομείνει κάθε πειρασμό και θλίψη που θα έρθει για χάρη του Χριστού, διότι υπάρχει Ανάσταση; Να ομολογεί συνειδητά και έμπρακτα «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν… τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·»; Πόσο πιθανόν είναι, αφού είναι σίγουρος πλέον για την Ανάσταση, να αντέξει αυτό που πάλι μας περιγράφει ο Απ. Παύλος: «πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ»;

Την απάντηση μπορεί να την δώσει ο καθένας για τον εαυτό του. Από αυτήν θα καταλάβουμε, ο καθένας μέσα του, γιατί τόσοι πολλοί για τόσο πολλά χρόνια βιώνουμε τόσο «ανώδυνα» τον Σταυρό και κατ΄επέκταση τόσο επιφανειακά  την Ανάσταση του Χριστού.

(Μιχάλης Χριστοφορίδης)