1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Μιχάλη Χριστοφορίδη – «Καὶ ἐὰν μή»; Τότε τι κάνουμε; (Σκέψεις ολίγον προ του Πάσχα…)

Τρεις λέξεις. Είναι όμως αρκετές να δείξουν, ως αλάνθαστο κριτήριο, τη γνησιότητα, την αυθεντικότητα της προς τον Θεό αγάπης και πίστεώς μας.

Οι Ισραηλίτες βρίσκονταν στην αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Ο μεγάλος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ φτιάχνει το μεγάλο χρυσό του άγαλμα και καλεί όλους τους υπηκόους του να προσκυνήσουν. Τρεις νεαροί Ισραηλίτες πιστοί στον Θεό των πατέρων τους αρνούνται να υπακούσουν. Το γεγονός καταγγέλλεται αμέσως στον Ναβουχοδονόσορα. Και τότε …

«Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ ᾿Αβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. Καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; νῦν οὖν εἰ ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου;»

Ο Βασιλιάς φυσικά θύμωσε που τρία νεαρά παιδιά δεν υπακούουν στις διαταγές του. Τους καλεί μπροστά του, και τους διατάσσει ευθέως, μόλις ακούσουν τα μουσικά όργανα, να πέσουν αμέσως και να προσκυνήσουν τη χρυσή του εικόνα. Ταυτόχρονα όμως συνοδεύει τη διαταγή και με μια φοβερή απειλή: Αν δεν υπακούσουν, θα ριχθούν σε πυρωμένη κάμινο. Και ως κατακλείδα της απειλής του, ο βασιλιάς τους ερωτά (μάλλον ρητορικά): Και τότε ποιος θεός θα μπορέσει να σας γλιτώσει από τα χέρια μου;

Η απάντηση όμως έρχεται χωρίς κανένα δισταγμό:

«καὶ ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, ᾿Αβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ρήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι· ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ρύσεται ἡμᾶς·»

Πρώτα του ξεκαθαρίζουν ότι δεν νιώθουν καμιά ανάγκη να απαντήσουν στο γεμάτο αλαζονεία ερώτημά του. «οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ρήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι». Δεν νιώθουν προσωπικά θιγμένοι, ούτε μπαίνουν σε ένα παιχνίδι προσωπικής επικράτησης με τον βασιλιά. Η έγνοια τους είναι να μην αμαρτήσουν έναντι του Θεού, και όχι να νικήσουν τον βασιλιά. Παρόλα αυτά,  τον πληροφορούν ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύουν, μπορεί να τους γλιτώσει και από το καμίνι και από τα χέρια του.

Και αμέσως μετά οι τρεις λέξεις : «καὶ ἐὰν μή». Αυτές οι τρεις μικρές λέξεις αναδεικνύουν το μεγαλείο αυτών των τριών παίδων. Μόλις είπαν στο βασιλιά, ότι ο Θεός τους μπορεί  να τους γλιτώσει από την πυρωμένη κάμινο και από τα χέρια του. Αλλά αμέσως ξεκαθαρίζουν ότι ακόμα και αν δεν το κάνει αυτό ο Θεός, δεν αλλάζει τίποτε γι΄ αυτούς.

«καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν.»

Μπορούμε να φανταστούμε τι θα γινόταν στην περίπτωση του «καὶ ἐὰν μή»; Ο βασιλιάς θα τους έβλεπε να γίνονται παρανάλωμα του πυρός και θα κάγχαζε σαδιστικά. Αυτοί θα γίνονταν «ρεζίλι», που διακήρυξαν τη δύναμη του Θεού τους και την επόμενη στιγμή διαψεύστηκαν. Όλοι οι παρευρισκόμενοι θα διηγούνταν το πάθημά τους και φυσικά θα τους περιγελούσαν. Μήπως δεν το σκέφτηκαν καλά και άφησαν το στόμα τους να λέει λὀγια παραπάνω;

Είναι ξεκάθαρο ότι για τους τρεις Παίδες ισχύουν τρία πράγματα:

Α) Είναι πέρα για πέρα αποφασισμένοι να μην προσκυνήσουν τη χρυσή εικόνα, διότι αυτό τους επιβάλλει η πίστη στον Θεό των πατέρων τους. Την πίστη τους άλλωστε στις πατρικές παραδόσεις την απέδειξαν και όταν λίγο καιρό προηγουμένως παρακάλεσαν τον μάγειρα του παλατιού να μην τους προσφέρει τα πλούσια φαγητά που ήταν απαγορευμένα από τον νόμο του Θεού. Με άλλα λόγια τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει, κατά κάποιο τρόπο, να νηστέψουν. Τα τρία παιδιά αυτά είχαν επιλεχθεί (με πολλά άλλα) από τον βασιλιά και ανατρέφονταν στο παλάτι, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε διοικητικές θέσεις της αυτοκρατορίας. Ο τρόπος της ανατροφής και διατροφής τους ήταν σαφής. Στους ενδοιασμούς του μάγειρα, μήπως αδυνατίσουν και στο τέλος βρεθεί υπόλογος αυτός στον βασιλιά για ανυπακοή των διαταγών του, οι τρεις παίδες με πίστη στον Θεό, του είπαν να δοκιμάσει και αν διαπιστώσει ότι υστερούν των άλλων παιδιών, τότε να σταματήσει να τους ικανοποιεί. Και όπως διαβάζουμε στην ευχή των κολλύβων «ο τοις σπέρμασι τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας», οι τρεις παίδες με τη νηστεία αναδείχθηκαν λαμπρότεροι από τους καλοαναθρεμμένους άλλους νεαρούς της Βαβυλώνας. Με αυτά τα γεγονότα υπόψη, πιστοποιούμε ότι η σθεναρή απόφαση των τριών Παίδων να τηρήσουν τις εντολές του Θεού δεν ήταν στιγμιαία αλλά υπόθεση όλης τους της ζωής.

Β) Ήταν πέρα για πέρα σίγουροι ότι ο Θεός τους, μπορεί να τους γλυτώσει και από την κάμινο του πυρός και από τα χέρια του Ναβουχοδονόσορα. Όμως δεν είναι η ακράδαντη αυτή πίστη που τους κάνει άφοβους και σθεναρούς και έτοιμους να μπουν στην πυρωμένη κάμινο. Η απόφασή τους εδράζεται στον σεβασμό και την αγάπη που έχουν στον Θεό των πατέρων τους. Αυτή η αγάπη είναι αδιαπραγμάτευτη. Γι’ αυτό και ευθύς αμέσως σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν και το τρίτο στοιχείο.

Γ) Ακόμα και αν δεν («καὶ ἐὰν μή») τους γλιτώσει ο θεός από τα χέρια του βασιλιά, αυτοί λιτά και ξεκάθαρα δηλώνουν: «γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν». Οι τρεις παίδες δεν προκαταλαμβάνουν τον Θεό, δεν τον δεσμεύουν, δεν τον περιορίζουν. Το δικό τους καθήκον είναι να μην «προσκυνήσουν Θεώ αλλοτρίω». Η τήρηση των εντολών του Θεού δεν εξαρτάται από την πραγματοποίηση ενός θαύματος εκ μέρους του Θεού, όσο και αν πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Θεός μπορεί να τους σώσει με κάποιο θαυματουργικό τρόπο. Από την μια πλευρά «διακινδυνεύουν» και ομολογούν τη δυνατότητα αυτή του Θεού, και από την άλλη ομολογούν ότι μπορεί ο Θεός και να μην τους σώσει. Αυτό ιδωμένο από τα μάτια ενός απίστου (π.χ του βασιλιά), θα μπορούσε να προκαλέσει την κοροϊδία εις βάρος των τριών παίδων, αφού θα φαινόταν ότι, είτε ο Θεός τους άφηνε ακάλυπτους και αβοήθητους, είτε ότι τελικά (παρόλα τα λόγια τους) ο Θεός τους δεν είχε τη δύναμη να τους σώσει. Φαίνεται όμως ότι οι τρεις Παίδες δεν υπολογίζουν σε οτιδήποτε προσωπικό στην όλη υπόθεση, ούτε ότι μπορεί να εκτεθούν, ούτε ότι μπορεί να χλευαστούν, ούτε τέλος ότι μπορεί να καούν. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η τήρηση των εντολών του Θεού, με οποιοδήποτε κόστος.

Ας τολμήσουμε όμως να «μπούμε» για λίγο μαζί με τους τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός για να τους ακούσουμε πως αντιμετωπίζουν την τιμωρία τους, που υφίστανται αποκλειστικά και μόνο διότι δεν ήθελαν να παρακούσουν τον νόμο του Θεού. Μήπως θα τους ακούσουμε να λένε «Εμείς Θεέ μου για σένα νηστεύσαμε, εμείς σε ομολογήσαμε μπροστά στον φοβερό Βασιλέα των Βαβυλωνίων, εμείς μπήκαμε μέσα στην πυρωμένη κάμινο. Και εσύ παντοδύναμε Θεέ μας, έλα και γλύτωσέ μας. Κάνε το θαύμα σου, ώστε όλοι αυτοί που μας εξευτέλιζαν να καταισχυνθούν και να φανεί η μεγάλη σου δύναμη».

Όχι! Δεν ακούμε τέτοια λόγια. Αλλά…

« Και συστὰς ᾿Αζαρίας προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν· Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας.»

Ευλογούν και δοξάζουν το όνομα του Θεού των πατέρων τους. Ο Θεός τους δεν είναι μια άγνωστη δύναμη, ένα υπερκόσμιο όν, αλλά ο Θεός των πατέρων τους. Αυτή η φράση είναι πολύ βασική στην Παλαιά Διαθήκη (και κατ΄ αναλογία και στην Καινή), αφού δείχνει ότι η πίστη τους βασίζεται όχι σε κάτι που δεν γνωρίζουν, σε κάτι απροσδιόριστο, σε κάτι άγνωστο που φοβούνται, αλλά σε κάτι που έχουν εμπειρική γνώση μέσω συγκεκριμένων γεγονότων που συνέβηκαν στους πατέρες τους. Ας δούμε όμως τη συνέχεια:

« ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια, καὶ κρίματα ἀληθείας ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. ὅτι ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν, οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται. καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν, καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.»

Η προσευχή τους και τα όσα ομολογούν στον Θεό μας αφήνουν έκπληκτους! Μήπως πρέπει να τους θυμήσουμε ότι αυτοί, όταν βρίσκονταν στο παλάτι νήστευαν και τηρούσαν τις εντολές του Θεού τους; Μήπως να τους θυμήσουμε ότι βρίσκονται σε μια κάμινο επταπλασίως εκκαυθείσα, ακριβώς διότι τήρησαν τις εντολές του Θεού; Μήπως δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι έκαναν; Γιατί λένε ότι «ἡμάρτομεν καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν, οὐδὲ συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν»; Γιατί παραδέχονται ότι «ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν»; Γιατί τοποθετούν τον εαυτό τους στην ίδια θέση με όλους τους άλλους που μπορεί να αμάρτησαν ενώπιον του Θεού;

Όταν ξεκινούσε το Τριώδιο, η Εκκλησία μας παρουσίασε τον Φαρισαίο να κομπάζει για τις αρετές του και να καταλήγει «εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Λίγες μέρες μετά ακούσαμε τον μεγάλο αδελφό του ασώτου Υιού να παραπονιέται στον πατέρα του για την αποδοχή του μετανοημένου αδερφού του λέγοντας «ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.» Την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω) ακούσαμε τους εξ ευωνύμων του Κριτού να παραπονιούνται, διότι δεν θυμούνταν να είχαν παραμελήσει ποτέ να βοηθήσουν τον άρρωστο ή τον πεινασμένο ή τον φυλακισμένο Χριστό, χωρίς ούτε καν να τους περάσει από το μυαλό ότι δίπλα τους ήταν πολλοί συνάνθρωποί τους στις ίδιες συνθήκες και τους οποίους, ούτε καν πρόσεξαν μέσα στην αυτάρκη και εγωκεντρική διάθεση της ζωής τους. Ακριβώς ένα βήμα πριν την Ανάσταση, στο τελευταίο Ανάγνωσμα του εσπερινού της Αναστάσεως, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, η Εκκλησία μας παρουσιάζει την ιστορία των τριών αυτών Παίδων. Τι βλέπουμε; Νήστευσαν για τον Θεό, ομολόγησαν τον Θεό εναντίον βασιλέων, μπήκαν στην κάμινο του πυρός την καιομένην και όμως δεν νιώθουν να έχουν κάνει τίποτε άξιο, για να το επικαλεστούν μπροστά στον Θεό. Νιώθουν ένα με τους συμπατριώτες τους, παίρνουν πάνω τους την ευθύνη των αμαρτιών όλου του λαού τους. Η αρετή τους δεν εκλαμβάνεται από τους ίδιους, ως σημείο διαφοροποίησης, ούτε αφορμή διαχωρισμού, πόσο μάλλον περιφρόνησης και αδιαφορίας για τους άλλους. Όπως ακριβώς νουθετεί ο προφήτης Ησαΐας «καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει». Ακριβώς το αντίθετο με τα προηγηθέντα παραδείγματα, όπου οι πρωταγωνιστές διαχώριζαν τη θέση τους από τους «άλλους» είτε με υπεροψία είτε με αδιαφορία.

Η στάση των τριών παίδων είναι χαρακτηριστική της θεομίμητης ταπείνωσης και της θεϊκής αγάπης. Όπως ο Χριστός αναμάρτητος κατά πάντα, είναι «ὁ αἴρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», ο οποίος καταδέχεται να σταυρωθεί υπέρ των ανθρώπων, ως Υιός του ανθρώπου, έτσι και οι τρεις αυτοί ευλογημένοι παίδες μέσα στην κάμινο βλέπουν τον εαυτό τους ως κομμάτι του λαού τους, που υποφέρει στην αιχμαλωσία λόγω των αμαρτιών του, και θεωρούν τη δοκιμασία αυτή δίκαιη, χωρίς να τους περνά από το μυαλό ότι οι ίδιοι ήταν ξεχωριστοί, αφού τήρησαν την εντολή του Θεού και μάλιστα σε υπέρτατο βαθμό, αφού μπήκαν για αυτόν τον Θεό στην πυρωμένη κάμινο. Ακόμα και όταν ζητούν από τον Θεό να τους δείξει το έλεός Του, επικαλούνται την αγάπη του Θεού προς τους Πατέρες τους Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ: «καὶ μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν διὰ ῾Αβραὰμ τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ ᾿Ισαὰκ τὸν δοῦλόν σου καὶ ᾿Ισραὴλ τὸν ἅγιόν σου». Ούτε μια λέξη τους δεν υπαινίσσεται την  προσωπική τους αρετή και την προσωπική τους θυσία που υπομένουν για χάρη του Θεού. Παρόμοια ταπείνωση συναντούμε και στον έτερο προφήτη Δανιήλ, όταν βρισκόμενος στον λάκκο των λεόντων λόγω της ευσέβειάς του, δέχεται την επίσκεψη του προφήτη Αββακούμ, τον οποίο έστειλε θαυματουργικά ο Θεός για να του φέρει φαγητό. Μόλις ο Δανιήλ βλέπει τον Αββακούμ, αναφωνεί «ἐμνήσθης γάρ μου, ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἀγαπῶντάς σε.» Βρίσκεται σε ένα λάκκο γεμάτο με λιοντάρια για χάρη του Θεού, τα λιοντάρια δεν τον αγγίζουν, και αυτός σαν να απορεί που τον θυμήθηκε ο Θεός και του έστειλε φαγητό, διότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο για αυτή τη δωρεά. Παρόμοια και ο Ησαΐας όταν είδε «τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ» τι ένιωσε; Συναισθάνθηκε την αναξιότητά του και αναφώνησε «ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου.» Και αυτός βλέπει τον εαυτό όχι ως κάτι ξεχωριστό από τον λαό του, αλλά ως μέρος του, «ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος».

Αυτή η στάση είναι η βάση της ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που ο Απ. Παύλος έγραφε αιώνες μετά «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» και «καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη. ῾Υμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους.» Η προσωπική αρετή των τριών παίδων λοιπόν, δεν γίνεται αιτία έπαρσης, διάστασης, διαχωρισμού, αλλά μέσω της ταπείνωσής τους (που πάντα συνοδεύει την αυθεντική αρετή) καθίσταται ενοποιός δύναμη και κραυγή υπέρ όλου του λαού τους. Γι’ αυτό και όταν σε λίγο «ὁ ἄγγελος Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν ᾿Αζαρίαν εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς», αυτοί ξεσπούν σε μια δοξολογία που περιλαμβάνει τη σύμπασα κτίση. Ξεκινούν από όλα τα άψυχα (ήλιος, σελήνη, άστρα, ψύχος, καύσων, φως και σκότος, φυτά, ζώα, κήτη και θηρία και εν γένει όλα τα στοιχεία της φύσης) και καταλήγουν στα έμψυχα (υιοί των ανθρώπων, ιερείς Κυρίου, δούλοι Κυρίου, πνεύματα δικαίων, όσιοι, ταπεινοί τη καρδία και στο τέλος όλων αναφέρουν και τους εαυτούς τους,  Ανανία, ᾿Αζαρία, Μισαήλ). Τη σωτηρία τους την βλέπουν όχι ως ατομικό κατόρθωμα, όχι ως αποτέλεσμα της προσωπικής αρετής τους, όχι ως προσωπική δικαίωση, αλλά ως νίκη του Θεού έναντι των ασεβών. Εξάλλου αυτό ζήτησαν «καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου, Κύριε… καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ’ ὅλην τὴν οἰκουμένην.» Για αυτό, όπως και ο θρήνος για τις αμαρτίες, γινόταν εκ μέρους όλου του λαού, έτσι και το πανηγύρι αφορά τα πάντα και τους πάντες, αφού όλα είναι ποιήματα του Θεού. Βλέπουμε εδώ με εντυπωσιακό τρόπο τη μορφή της ορθόδοξης παγκοσμιοποίησης, όπου οι ευσεβείς Παίδες προσλαμβάνουν όλη την ενοχή των αμαρτιών του λαού πάνω τους, και έτσι η σωτηρία τους από τον Θεό, ακριβώς λόγω αυτής τους της στάσης, προκαλεί και προσκαλεί τα πάντα σε μια ενοποιό δοξολογία του Θεού. Σε αντιδιαστολή, η κοσμική παγκοσμιοποίηση βασίζεται στη διάσταση – διαχωρισμό κάποιων, οι οποίοι θέλουν να είναι ελεύθεροι να εκμεταλλεύονται όλα τα υπόλοιπα κτίσματα (έμψυχα και άψυχα του παγκόσμιου χωριού) για να αυξάνουν τη δύναμη, την εξουσία και τον πλούτο τους.

Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν σε μας σήμερα, λίγες μέρες πριν το Πάσχα, τις προϋποθέσεις για τη συνάντηση του μεγάλης βουλής Αγγέλου του Θεού και στη δική μας ζωή. Πολύ πιθανόν, οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε νηστέψει, έχουμε παρακολουθήσει αρκετές ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ίσως ανταποκρινόμενοι στους ύμνους της Εκκλησίας κάναμε και αρκετές ελεημοσύνες προς τους έχοντας ανάγκη. Εξομολογηθήκαμε και ούτως ειπείν κάναμε αρκετά από όσα η Εκκλησία μας συμβουλεύει να πράξουμε αυτή την περίοδο. Η τοποθέτηση του πιο πάνω αναγνώσματος ακριβώς την τελευταία μέρα της νηστείας (Μεγάλο Σάββατο) πρέπει να μας προβληματίσει.

Υπάρχουν δύο μεγάλοι (συνήθως υποσυνείδητοι) κίνδυνοι:

α) Αφού κάναμε όλα αυτά τα «διαταχθέντα ὑμῖν», να νιώσουμε ότι έχουμε και το δικαίωμα να ζητήσουμε μια είδους ειδική προστασία – μεταχείριση από τον Θεό. Ένα είδος τίμιας συναλλαγής (πάντα υποσυνείδητης). Ο Θεός θα μας βοηθήσει, θα μας προστατέψει, θα μας τα φέρει βολικά αφού… όχι ούτε καν το ξεστομίζουμε, απλώς μέσα μας βαθιά νιώθουμε ότι το δικαιούμαστε. (Ας μην ξεχνούμε, ότι και η ιστορία του Ιώβ που διαβάζεται τη Μεγάλη Εβδομάδα έχει μεγάλη σχέση με αυτή την ανομολόγητη στάση, αυτόν τον ύπουλο πειρασμό). Και τότε ξεπροβάλλει το ερώτημα «καὶ ἐὰν μή;». Τότε τι κάνουμε; Είμαστε έτοιμοι να πούμε αμέσως ότι «καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν.» Και εάν δεν μας προστατέψει,  όταν θεωρήσουμε ότι χρειαζόμαστε προστασία; Και αν δεν μας γλυτώσει από τον συκοφάντη συνάδελφο, που μας διαβάλλει; Και αν δεν πάρουμε την προαγωγή, που θεωρούμε ότι δικαιούμαστε; Και αν δεν θεραπεύσει το αγαπημένο μας πρόσωπο από την ανίατη ασθένεια; Τότε τι κάνουμε; Μήπως αισθανόμαστε κάποια πικρία, διότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος μαζί με μας, που κάναμε «τόσα» για αυτόν; Αυτές τις δύσκολες στιγμές, ας θυμηθούμε ότι δίπλα στα «τόσα» που κάναμε εμείς, κάποιοι μπήκαν στην κάμινο του πυρός για χάρη του Θεού, χωρίς να τολμήσουν να διεκδικήσουν το θαύμα, με ανοικτό για αυτούς το ενδεχόμενο του «καὶ ἐὰν μή». Και αυτό δεν το έκαναν από ευγένεια ή αβρότητα, αλλά (όπως είδαμε) από ταπείνωση «ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν». Και εδώ ερχόμαστε στον δεύτερο κίνδυνο.

β) Αφού κάναμε όλα αυτά τα «διαταχθέντα ὑμῖν», αυτή την κρίσιμη στιγμή που φέραμε εις πέρας όλο τον δύσκολο αγώνα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, νιώθουμε μια κρυφή προσωπική ικανοποίηση, η οποία εύκολα μπορεί να εκληφθεί ως «η χάρις του Θεού» που μας ανταμείβει για τους κόπους μας. Ο Απ. Παύλος μας προειδοποιεί ότι «αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός». Η περίσταση είναι ιδιαίτερα ελκυστική για τον εχθρό πάσης δικαιοσύνης, τον διάβολο. Τι πιο προκλητικό για αυτόν, με ένα ύπουλο χειρισμό της ψυχολογίας μας, να σκορπίσει όλο το κέρδος που κανονικά αποκομίσαμε από τον αγώνα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής; Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας (που όχι τυχαία διαβάζεται όλη αυτή την περίοδο) γράφει κάτι που έχει σχέση με αυτούς τους δύο κινδύνους που σχολιάζουμε: «Πάντως εισί τινες κενόδοξοι, οι οποίοι νομίζουσιν, ότι είναι άξιοι να υπακούει ο Θεός τας δεήσεις των και να εκπληροί όλα των τα αιτήματα και θελήματα.»

Μπορεί να αγωνιστήκαμε με φιλότιμο και με ειλικρινή διάθεση. Αν όμως τώρα στο τέλος αποδεχθούμε την κατάσταση αυτή, όπως μας την υποβάλλει ο διάβολος, σίγουρα δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά από τη συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό. Βέβαια θα ερωτήσει κανείς: Καλά, δεν επιτρέπεται να νιώσουμε κάποια αγαλλίαση με το τέλος του αγώνα της τεσσαρακονθήμερης νηστείας; Η χάρις του Θεού δεν φέρνει ειρήνη και χαρά στην ψυχή του ανθρώπου; Δεν ανταμείβει τους αγώνες μας; Η απάντηση είναι φυσικά θετική. Τότε πώς διακρίνεται η μια κατάσταση από την άλλη; Η κατάσταση θυμίζει τον Μεγάλο Αντώνιο, όταν είδε τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες στη γη. Δικαιολογημένα, αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να τις αποφύγει όλες αυτές; Και όπως είναι γνωστό, άκουσε φωνή από τον Θεό να του απαντά «Η ταπείνωση». Η περίπτωση των τριών Παίδων, όπως μας την παρουσιάζει το ανάγνωσμα του Μεγάλου Σαββάτου μας δείχνει τα χαρακτηριστικά της ορθής στάσης που πρέπει να έχουμε, όταν τηρούμε τα προστάγματα του Θεού. Είναι ξεκάθαρο ότι η Εκκλησία μας από την πρώτη στιγμή του Τριωδίου μέχρι και την τελευταία, μας παρουσίασε πολλά παραδείγματα και αντιπαραδείγματα, ειδικά πάνω σε αυτή την κρίσιμη πτυχή του πνευματικού αγώνα. Όπως μας προειδοποιεί και πάλι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας: «Η κενοδοξία διασκορπίζει τους ασκητικούς αγώνες, αφανίζει τους ψυχωφελείς ιδρώτας, κλέπτει τους ψυχικούς θησαυρούς και τα πνευματικά χαρίσματα με τα οποία οι αληθείς δούλοι του Θεού κατακοσμούνται».

Με όλες αυτές τις σκέψεις, και με τη βοήθεια των κειμένων της Εκκλησίας μας, έχουμε την ελπίδα στον Θεό, ότι μπορούμε να γλυτώσουμε από τον πρώτο διδάσκαλο της κενοδοξίας,  «οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν.» Και όπως οι άγιοι τρεις Παίδες, δεν θα αποδεχτούμε να τον προσκυνήσουμε. Θα μπούμε μαζί τους στην κάμινο του προσωπικού αγώνα της αρετής και με σύντροφο την ταπείνωση, ελπίζουμε ότι ο Θεός μας, ο πράος και ταπεινός Ιησούς, δεν θα αφήσει τους κόπους μας να γίνουν παρανάλωμα του πυρός της κενοδοξίας, που ο διάβολος και οι υπηρέτες του δεν διαλείπουν «καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ κληματίδα». Μόνο τότε, αφού διασωθούμε από το πυρ αυτό της κενοδοξίας, θα συναντήσουμε μέσα από τον αγώνα αυτό, τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο του Θεού να σκορπίζει πνεύμα δρόσου στη ζωή μας.

Καλή Ανάσταση!

Μιχάλης Χριστοφορίδης (Εκπαιδευτικός)