1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Μιχάλη Χριστοφορίδη εκπαιδευτικού – «Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου͵ τὸν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες»

Ενώ προσεγγίζουμε τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, αυτός ο στίχος των Χαιρετισμών της Παναγίας, ακούγεται σαν τη φωνή της συνείδησης που έρχεται να υπενθυμίσει και να ελέγξει την όλη προετοιμασία και αναμονή που βλέπουμε να εξελίσσεται γύρω μας αυτές τις μέρες.

Σε αντίθεση με όλες τις επιταγές των οργάνων της κοινωνίας μας που παρουσιάζουν ως απαραίτητη προετοιμασία για τις εορτές που έρχονται την αγορά πολλαπλών υλικών αγαθών όπως  τροφές, παιγνίδια, ενδύματα, συσκευές, μέχρι κοσμήματα, αρώματα και ό,τι άλλο παράγει ο σύγχρονος πολιτισμός, ο στίχος αυτός αντιστρέφει την εστίαση της προσοχής μας και προτείνει να «ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου͵ τὸν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες».

Ακούγεται πολύ παράξενη και «υπερβολική» η προτροπή στα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου. Όμως η προτροπή προκύπτει εντελώς λογικά από το πρώτο μέρος της πρότασης:

«Ξένον τόκον ἰδόντες». Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράξενο, παράδοξο και υπερφυσικό γεγονός (όσοι τουλάχιστον θέλουμε να εορτάζουμε την του Χριστού γέννηση και όχι απλώς την holiday season). Μια «ξένη» γέννηση που έκανε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο να αναφωνεί παρόμοια:

«Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω·… Ὅτι μὲν γὰρ ἔτεκεν ἡ παρθένος, σήμερον οἶδα, καὶ ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεὸς ἀχρόνως, πιστεύω· τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως σιωπῇ τιμᾷν μεμάθηκα, καὶ οὐ διὰ λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον. Ἐπὶ γὰρ Θεοῦ οὐ δεῖ τῇ φύσει τῶν πραγμάτων προσέχειν, ἀλλὰ τῇ δυνάμει τοῦ ἐνεργοῦντος πιστεύειν.»

(Απόδοση: Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο ἀντικρύζω… Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ἡ Παρθένος σήμερα τὸ γνωρίζω. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ὁ Θεὸς προαιώνια τὸ πιστεύω. Κι ἔχω μάθει νὰ τιμῶ σιωπηλὰ τὴ γέννησή Του, χωρὶς φιλοπερίεργες ἔρευνες κι ἀνώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν Θεό, δὲν πρέπει νὰ στέκεται κανεὶς στὴ φυσικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ πιστεύει στὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ κατευθύνει τὰ πάντα.)

για να καταλήξει και αυτός στην ίδια προτροπή με τον στίχο των χαιρετισμών: «Ξένος γὰρ ὁ τῆς ἑορτῆς τρόπος, ἐπειδὴ καὶ παράδοξος ὁ τῆς γεννήσεως λόγος.»

Η γέννηση του Χριστού είναι παράδοξη και ξένη διότι, μπροστά μας έχουμε ένα καθόλα φυσιολογικό ανθρώπινο βρέφος, το οποίο όμως ταυτίζεται με αυτό τούτο το δεύτερο πρόσωπο της Υπερουσίου Τριάδας, τον Υιό και Λόγο του Θεού.

Η γέννηση του Χριστού είναι παράδοξη και ξένη διότι, «Φύσεως γάρ ἐστι νόμος, ὅταν γυνὴ προσομιλήσασα γάμοις τέκῃ· ὅταν δὲ παρθένος ἀπειρόγαμος τεκοῦσα πάλιν παρθένος φανείη, ὑπὲρ φύσιν τὸ πρᾶγμα».

(Απόδοση: Τί φυσικότερο ἀπ᾿ τὸ νὰ γεννήσει μία παντρεμένη γυναίκα; Ἀλλὰ καὶ τί πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ τὸ νὰ γεννήσει παιδὶ μία παρθένα, δίχως ἄνδρα, καὶ νὰ παραμείνει παρθένα;)

Η γέννηση του Χριστού είναι παράδοξη και ξένη διότι, ο υπερτέλειος, παντοδύναμος Δημιουργός του σύμπαντος κείται ως βρέφος σε μια ευτελή φάτνη, διότι «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.» Το ανθρώπινο γένος δεν διαθέτει  τόπο για να γεννηθεί, αυτός που έπλασε τα δισεκατομμύρια των γαλαξιών και τα αναρίθμητα άστρα, γι’  αυτό  και τον «βολεύει» σε μια φάτνη ζώων. «Τί δὲ εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Τέκτονα καὶ φάτνην ὁρῶ, καὶ βρέφος, καὶ σπάργανα, λοχὸν παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον, ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα. Εἶδες πλοῦτον ἐν πενίᾳ πολλῇ; πῶς πλούσιος ὢν δι᾿ ἡμᾶς ἐπτώχευσε; πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ᾿ ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης; Ὦ πενία πλούτου πηγή! ὦ πλοῦτε ἄμετρε, πενίας πρόσχημα φέρων!»

(Απόδοση: Τί ἄλλο μένει νὰ πῶ; Δημιουργὸ καὶ φάτνη βλέπω, βρέφος καὶ σπάργανα, λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή, ἀνέχεια πολλή. Εἶδες ὅμως τί πλοῦτος μέσα στὴ μεγάλη φτώχεια; Ὁ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς γιὰ χάρη μας. Δὲν ἔχει οὔτε κρεβάτι οὔτε στρῶμα. Μέσα σὲ ταπεινὸ παχνὶ τὸν ἔχουν ἀποθέσει. Ὢ φτώχεια, πλούτου πηγή! Ὦ πλοῦτε ἀμέτρητε, κρυμμένε μέσα στὴ φτώχεια!)

Η γέννηση του Χριστού είναι παράδοξη και ξένη διότι, ενώ όλος ο νόμος και οι προφήτες κήρυξαν την έλευσή του, και όλος ο λαός του Ισραήλ ανέμεναν για αιώνες την έλευση του Μεσσία, οι μόνοι που αξιώθηκαν να τον υποδεχτούν ήταν κάποιοι φτωχοί και αγράμματοι βοσκοί. «Ἀλλ᾿ ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον, καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους, καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν… Οὐχ ὑμεῖς οἱ γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι οἱ ἀκριβεῖς τοῦ νόμου φύλακες πάντα τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἡμᾶς ἐδιδάξατε;» ερωτά ο ιερός Χρυσόστομος. Οι πολυμαθείς διδάσκαλοι του νόμου που δίδασκαν τον λαό και διάβαζαν τους προφήτες που κήρυτταν «Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ», το μόνο που κατάφεραν ήταν να βοηθήσουν, έστω άκοντες, τον Ηρώδη στο Χριστοκτόνο σχέδιό του.

Η γέννηση του Χριστού είναι παράδοξη και ξένη διότι, πίσω από το απλό αυτό κατά τα φαινόμενα γεγονός, κρύβονται συνέπειες τεράστιας σημασίας που επηρεάζουν τη μελλοντική πορεία όλης της κτίσεως και κυρίως του ανθρωπίνου γένους.

«Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου͵ τὸν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος͵ βουλόμενος ἑλκῦσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτῷ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.»

Ο στίχος από τον οποίο πήραμε την αφορμή για τις σκέψεις αυτές ολοκληρώνεται με την αποκάλυψη του σκοπού του «ξένου τόκου». Μας καλεί να ξενωθώμεν του κόσμου και να μετατεθούμε νοητικά στον ουρανό, διότι ακριβώς γι΄ αυτό κατήλθεν ο υψηλός Θεός στη γη, για να μας αναβιβάσει στο δικό του ύψος. Και ο Θεολόγος Γρηγόριος με το ίδιο πνεύμα, μπροστά στον ξένον τόκον της παρθένου αναφωνεί:

«Καὶ ὁ πλουτίζων, πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκα, ἵν’ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης, κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρὸν, ἵν’ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως.»

(Απόδοση: Εκείνος που δίνει τον πλούτο, γίνεται πτωχός. Γίνεται πτωχός κατά το ότι

λαμβάνει τη σάρκα μας, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με την Θεότητά Του. Εκείνος που είναι γεμάτος αδειάζει, γιατί κενούται από την δόξα Του, προκειμένου εμείς να γευθούμε την πληρότητά Του.»

Παρομοίως και ο ιερός Χρυσόστομος αυτές τις προεκτάσεις βλέπει μπροστά στο σπήλαιο της Βηθλεέμ:

«Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφίμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες, καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς· τὸν ἄνω κάτω δι’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν… Θεὸς ἐπὶ γῆς ἦλθε, καὶ ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ· πάντα ἀναμὶξ γέγονε… Ὅθεν ὑπέρχεται τὸ ἐμὸν σῶμα, ἵνα ἐγὼ χωρήσω τὸν αὐτοῦ Λόγον· καὶ λαβὼν τὴν ἐμὴν σάρκα, δίδωσί μοι τὸ ἑαυτοῦ Πνεῦμα, ἵνα διδοὺς καὶ λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται. Λαμβάνει μου τὴν σάρκα, ἵνα με ἁγιάσῃ· δίδωσί μοι τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα με διασώσῃ.»

(Απόδοση: «Οἱ ἄγγελοι ὑμνολογοῦν, οἱ ἀρχάγγελοι ἀνυμνοῦν, ψάλλουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν ὅλοι, βλέποντας τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς… Διότι κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ κι ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Ὅλα ἔγιναν ἕνα … Γι᾿ αὐτὸ πῆρε τὸ σῶμα μου. Μοῦ προσφέρει τὸ Πνεῦμα Του. Μοῦ χαρίζει τὸ θησαυρὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, παίρνοντας, ἀλλὰ καὶ δίνοντάς μου: Παίρνει τὴ σάρκα μου γιὰ νὰ μὲ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ μὲ σώσει.»

Αυτή η εμπειρία του ενανθρωπήσαντος Θεού και του θεωθέντος ανθρώπου συνιστά για την Εκκλησία μας (και τους Αγίους της) την ουσία της εορτής των Χριστουγέννων. Αυτή η εμπειρία συνέχει όλη την υμνολογία της εορτής:

«Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως, Θεοῦ τὸν κατ’ εἰκόνα γενόμενον, ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα, κρείττονος ἑπταικότα θείας ζωῆς, αὖθις ἀναπλάττει, ὁ σοφὸς Δημιουργός, ὅτι δεδόξασται.»

(Απόδοση: (Τόν ἄνθρωπο) πού πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί μέ τήν παράβαση ἀπό τήν καλλίτερη θεϊκή ζωή βρέθηκε ὁλόκληρος στή φθορά, τόν ξαναπλάθει ὁ σοφός Δημιουργός, διότι εἶναι δοξασμένος»)

Υπό αυτή την προοπτική, η προτροπή «Ξένον τόκον ἰδόντες ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου͵ τὸν νοῦν εἰς οὐρανόν μεταθέντες» δεν είναι ούτε αυστηρή, ούτε αναχρονιστική, ούτε υπερβολική. Τα πράγματα που καλούμαστε να βιώσουμε  πίσω από την απλή σκηνή της γέννησης στη Βηθλεέμ, όταν ψηλαφήσουμε αυτά που οι Άγιοί μας έβλεπαν και γεύονταν είναι ασυγκρίτως ανώτερα και πολυτιμότερα από τα ψώνια, τα γεύματα και τα «εορταστικά» ρεβεγιόν. Δεν αναφέρονται αυτά τα στοιχεία ως αντικείμενα απαγόρευσης ή ενοχής, αλλά ως πολύ φθηνά υποκατάστατα ενός υπαρξιακού γεγονότος, για το οποίο διψά η ψυχή του κάθε ανθρώπου. Υποκατάστατα, που όσο φθηνά και αν είναι, και επειδή είναι τόσο φθηνά, μπορούν να κατακλύσουν τη ζωή μας και να αποτελέσουν  απαγορευτικά εμπόδια της βίωσης του μεγάλου δείπνου της Βασιλείας του Θεού στο οποίο καλούμαστε επ’  ευκαιρίας των γενεθλίων του Υιού Του.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ως να ήταν παρών στη σημερινή εποχή μας και έβλεπε τον τρόπο που στολίζουμε και διακοσμούμε τα σπίτια μας, παρακαλεί:

«Τοσαῦτα ἡμῖν καὶ τούτων πλείονα διὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν ὑπῆρχε τὰ

ἀγαθά. Διὸ παρακαλῶ πρὸς ἀξίαν τῶν δεδωρημένων ἡμῖν ἀγαθῶν, καὶ ἡμεῖς

ἑορτάσωμεν, οὐ τὴν πόλην στεφανοῦντες, ἀλλὰ τὰς ψυχὰς καλλωπίζοντες· οὐ

κοσμοῦντες τὴν ἀγορὰν παραπετάσμασιν, ἀλλὰ φαιδρύνοντες τὴν ψυχὴν τοῖς τῆς

ἀρετῆς περιβολαίοις, ἵνα οὕτω δυνηθῶμεν καὶ τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν

ὑποδέξασθαι, καὶ τοὺς ἐντεῦθεν καρποὺς ἀποδέξασθαι.»

(Απόδοση: Τόσα πολλά και ακόμη περισσότερα υπήρξαν για μας τα αγαθά από τη σημερινή ημέρα. Γι᾿ αυτό, σας παρακαλώ, ας εορτάσουμε και εμείς ανάλογα με την αξία των αγαθών που μας χάρισε ο Θεός, όχι στεφανώνοντας την πόλη, αλλά καλλωπίζοντας τις ψυχές μας, όχι στολίζοντας την αγορά με παραπετάσματα, αλλά κάνοντας χαρούμενη την ψυχή μας με τα ενδύματα της αρετής για να μπορέσουμε έτσι και τη χάρη του αγίου Πνεύματος να υποδεχθούμε και τους καρπούς που μας προσφέρει ν᾿ αποκτήσουμε.)

Παρομοίως, και ο Θεολόγος Γρηγόριος ως να ήταν παρών στη σημερινή εποχή μας και έβλεπε τον τρόπο που εορτάζουμε και διασκεδάζουμε μπροστά στον «Ξένον τόκον» μας συμβουλεύει:

«Τοιγαροῦν ἑορτάζωμεν, μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· μὴ κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως· μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δὲ  τὰ τοῦ ∆εσπότου· μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως. Ἔσται δὲ τοῦτο πῶς; Μὴ πρόθυρα στεφανώσωμεν, μὴ χοροὺς συστησώμεθα, μὴ κοσμήσωμεν ἀγυιὰς, μὴ ὀφθαλμὸν ἑστιάσωμεν, μὴ ἀκοὴν καταυλήσωμεν, μὴ ὄσφρησιν ἐκθηλύνωμεν,…μὴ λίθων διαυγείαις, μὴ χρυσοῦ περιλάμψεσι, μὴ χρωμάτων σοφίσμασι ψευδομένων τὸ φυσικὸν κάλλος…
Μὴ στιβάδας ὑψηλὰς πηξώμεθα σκηνοποιοῦντες τῇ γαστρὶ τὰ τῆς θρύψεως.
Μὴ τιμήσωμεν οἴνων τοὺς ἀνθοσμίας, ὀψοποιῶν μαγγανείας, μύρων πολυτελείας».

(Απόδοση: «Λοιπόν ἄς ἑορτάζουμε, ὄχι μέ ξεφαντώματα ἀλλά θεϊκά· ὄχι κοσμικά ἀλλά ὑπερκόσμια· ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τά τοῦ δικοῦ μας, ἤ μᾶλλον τά τοῦ Κυρίου· ὄχι τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς θεραπείας· ὄχι τά τῆς δημιουργίας ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας.
Κι αὐτό πῶς θά γίνει; Νά μή στεφανώσουμε τίς ἐξ­ώθυρες, νά μή στήσουμε χορούς, νά μή στολίσουμε τούς δρόμους, νά μή θρέψουμε τό μάτι μέ κοσμικά θεάματα, νά μήν τέρψουμε τήν ἀκοή, νά μήν ἐκθηλύνουμε τήν ὄσφρηση,… οὔτε μέ λαμπερούς πολύτιμους λίθους, οὔτε μέ ἀστραφτερά χρυσαφικά, οὔτε μέ περίτεχνα βαψίματα πού ψευτίζουν τό φυσικό κάλλος… Ἄς μή στήσουμε ψηλά τραπέζια, στήνοντας τόν ἐξο­πλι­σμό γιά τήν ἡδονή τῆς κοιλίας. Ἄς μήν ­τιμήσουμε τά ἐκλεκτά κρασιά πού μοσχοβολοῦν ἀπό τά ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, τά περίτεχνα ἐδέσματα τῶν μαγείρων, τά ἐξεζητημένα μυρωδικά.»)

Όχι τυχαία, η Εκκλησία μας τοποθετεί δύο Κυριακές πριν τα Χριστούγεννα την ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής του Μεγάλου Δείπνου στο οποίο οι υψηλοί προσκεκλημένοι παραιτούνται από την παρουσία τους σε αυτό, επικαλούμενοι διάφορες υλικές και επίγειες ανάγκες και αφορμές. Ακριβώς σαν να μας προετοιμάζει υπενθυμίζοντάς μας να μην φερθούμε με τον ίδιο τρόπο. Ας μην συμπεριλάβουμε τους εαυτούς μας στον κόσμο, στον οποίο αναφέρεται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν μιλά για τον Χριστό:

«Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον».

Σίγουρα σε πολλούς από μας ακούγονται εντελώς παράξενες οι προτροπές των παραπάνω Αγίων. Το μυαλό μας δεν μπορεί να φανταστεί Χριστούγεννα χωρίς όλο αυτό το πλαίσιο που συνηθίσαμε από μικρά παιδιά (λαμπάκια, δέντρα, δώρα, εδέσματα, ψώνια κ.λπ.). Οι Άγιοι όμως που βίωναν το παράδοξο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού με τις κοσμοσωτήριες συνέπειές του, φυσικώ τω τρόπω, κατέληγαν στο συμπέρασμα «Ξένος γὰρ ὁ τῆς ἑορτῆς τρόπος, ἐπειδὴ καὶ παράδοξος ὁ τῆς γεννήσεως λόγος.» Για ένα τέτοιο γεγονός παράδοξο, μια τόσο μεγάλη ανατροπή στην παγκόσμια ιστορία, δεν μπορεί να την εορτάζουμε με τους συνηθισμένους γήινους τρόπους, σαν να μην έχει γίνει τίποτε.

«Τοῦτό ἐστιν ἡμῖν ἡ πανήγυρις, τοῦτο ἑορτάζομεν σήμερον, ἐπιδημίαν Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους, ἵνα πρὸς Θεὸν ἐνδημήσωμεν, ἢ ἐπανέλθωμεν (οὕτω γὰρ εἰπεῖν οἰκειότερον), ἵνα τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποθέμενοι, τὸν νέον ἐνδυσώμεθα·»

Χρόνους πολλούς…

Ώστε, είθε να προλάβωμεν πριν εκδημήσωμεν «πρὸς Θεὸν ἐνδημήσωμεν, ἢ ἐπανέλθωμεν».