1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Δρ. Μιχάλη Χριστοφορίδη εκπαιδευτικού – «Συγγενοῦς οἰκειότητος μὴ ἐπιλάθῃ Δέσποινα, τῶν πιστῶς ἑορταζόντων, τὴν παναγίαν σου Κοίμησιν»

Η υπερβάλλουσα δόξα και το ασύγκριτο μεγαλείο  που  εκπηγάζουν  από το πρόσωπο της Παναγίας Θεοτόκου είναι αντίστοιχα και ανάλογα  με την υπερβάλλουσα θέση και τον ασύγκριτης σημασίας ρόλο που διαδραμάτισε στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γι αυτό, και όλοι οι Άγιοι Πατέρες που συνέγραψαν ύμνους, τροπάρια  και λόγους προς  αυτήν, είχαν ως κοινό σημείο την διαπίστωση της παντελούς αδυναμίας τους να συλλάβουν και  να υμνήσουν επάξια  αυτά, που η Θεοτόκος προσέφερε στον άνθρωπο και γενικότερα σε όλη την κτίση. Θυμίζουμε ενδεικτικά το του Αγίου Κοσμά «Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα, εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν,  ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος, ὑμνεῖν σε Θεοτόκε».

Με αυτά τα δεδομένα,  αναρωτιόμαστε  τι μπορεί να πει κανείς από μας σήμερα για την κοινή μητέρα όλων των χριστιανών, μετά από όλα όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί και υμνογραφηθεί από τόσους φωτισμένους Αγίους, πραγματικούς λάτρεις και μιμητές της Υπεραγίας Θεοτόκου; Μήπως θα ήταν προτιμότερη η σιωπή;  Αλλά ο  Άγιος  Ιωάννης ο  Δαμασκηνός, εξηγεί πολύ ωραία γιατί και σήμερα, και αύριο και για όλα τα επόμενα χρόνια θα γράφουμε, και θα μιλούμε, και θα εξυμνούμε την Θεοτόκο, έστω και αν επαναλαμβάνουμε όσα έχουν ειπωθεί:

«Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις  επι γλώσσης τούτο φέρειν και τω νώ, νύκτωρ τε και μεθ ημέραν φαντάζεσθαι…»

Σε μετάφραση: «Όποιοι νιώθουνε έρωτα για κάτι, συνηθίζουνε να μιλάνε αδιάκοπα γι’ αυτό και να το φέρνουνε μέρα και νύχτα στη σκέψη τους. Μη με κατακρίνετε, λοιπόν, που για τρίτη φορά τώρα έκαμα τούτο δω το εφύμνιο στη μητέρα του Θεού μου, για να της το προσφέρω σαν αποχαιρετιστήριο δώρο στην έξοδό της. Στην πραγματικότητα όμως,  τούτο το δώρο μου δεν είναι προσφορά σ’ εκείνη, αλλά σε μένα τον ίδιο και σε σας, ω θεία και ιερή σύναξη…. Γιατί δεν χρειάζεται εκείνη τα εγκώμια μας, μα εμείς είμαστε κείνοι που χρειαζόμαστε τη δική της δόξα. Το γαρ δεδοξασμένον πώς δοξασθήσεται; – Γιατί ό,τι είναι γεμάτο από τη δόξα του Θεού, πώς γίνεται να δοξαστεί (από μας);  Η πηγή του φωτός πώς φωτισθήσεται; – Και πώς μπορεί να φωτιστεί από μας η πηγή του φωτός;  Μα με ό,τι κάνουμε τώρα, πλέκουμε για μας τους ίδιους στεφάνι… Είναι γλυκό στ΄αλήθεια, γλυκό ποτό το κρασί και νόστιμο στη γεύση το ψωμί. Εκείνο ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου και τούτο την στηρίζει.Αλλά τι της Μητρός του Θεού μου ηδύτερον; – Αλλά τί ’ναι πιο γλυκό από τη μητέρα του Θεού μου; Αυτή πήρε αιχμάλωτο το νου μου  και μου σκλάβωσε τη γλώσσα. Αυτήν φαντάζομαι όταν είμαι ξύπνιος αλλά και όταν κοιμάμαι. Αυτή είναι μητέρα του Λόγου αλλά και του δικού μου λόγου χορηγός, η κόρη της στείρας που κάνει καρποφόρες τις στείρες ψυχές… Αυτής την ιερή και θεία μετάσταση γιορτάζουμε σήμερα.» (Μεταφραση από το Γ΄ Εγκώμιο του Ι. Δαμασκηνού εις την Κοίμηση της Θεομήτορος)

Μετά από αυτό το «ερωτικό» ξέσπασμα του Αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού προς την Παναγία Θεοτόκο, μπορούμε και εμείς ακολουθώντας τον,  να ψελλίσουμε λίγα λόγια γι’ αυτήν, απλώς για να νιώσουμε, όπως εκείνος, πιο κοντά της, και ταυτόχρονα να συναισθανθούμε πόσο κοντά μας είναι αυτή σε κάθε στιγμή της ζωής μας.

Άλλωστε, και ο υμνογράφος της ένδοξης αυτής εορτής μάς προτρέπει

«Ἐν κυμβάλοις χείλεσιν ἁγνοῖς, μουσικῇ τε καρδίας φόρμιγγι, ἐν εὐήχῳ σάλπιγγι, ὑψηλῆς διανοίας, τῆς Παρθένου καὶ ἁγνῆς, ἐν τῇ εὐσήμῳ κλητῇ ἡμέρᾳ τῆς Μεταστάσεως, πρακτικαῖς κροτοῦντες βοῶμεν χερσίν…»

Με αγνά χείλη, με λόγια που βγαίνουν από την καρδιά μας, με πνευματικές σκέψεις μιας υπερυψωμένης από τα γήινα διανοίας, και με τη συνοδεία  πράξεων  αρετής καλούμαστε να ψάλλουμε την ξεχωριστή αυτή μέρα της Μεταστάσεως. Βέβαια αυτά που μας ζητούνται είναι τα λιγότερα,   προκειμένου να προσεγγίσουμε την «δι’ ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα, τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη». Αυτά νιώθει ο υμνογράφος ως αυτονόητες προϋποθέσεις,   όταν μας καλεί να προσεγγίσουμε τον θείον και ιερόν θεομητορικόν  τάφον, διότι δίπλα μας βλέπει πως «Τὴν  αυτής δοξάζουσι Κοίμησιν, Ἐξουσίαι, Θρόνοι, Ἀρχαὶ Κυριότητες, Δυνάμεις καὶ Χερουβίμ, καὶ τὰ φρικτὰ Σεραφίμ.»  Όταν όλα τα αγγελικά τάγματα  «σὺν τῷ οἰκείῳ Δεσπότῃ παραγενόμεναι· Τὸ θεοδόχον καὶ ἀκραιφνέστατον σῶμα προπέμπουσι, τῷ δέει κρατούμεναι», τότε πώς πρέπει εμείς επαξίως να μετέχουμε σε αυτό το υπερκόσμιο πανηγύρι ουρανού και γής;

Είναι γεγονός ότι ο λαός μας αγαπά ιδιαίτερα την Θεοτόκο, και εορτάζει με ξεχωριστή λαμπρότητα τη σημερινή μέρα. Πλήθη χριστιανών συρρέουν στους ναούς και στα μοναστήρια για να αποδώσουν τιμητική προσκύνηση στην μητέρα του Θεού. Άλλοι συνειδητά, με ιερό πόθο και κατάνυξη και άλλοι από συνήθεια, ακολουθώντας χωρίς πολλή σκέψη, μια μακρά παράδοση του λαού μας που για  αιώνες, όπως λέει ο ύμνος,  «Ὁ θεόφρων ἤθροισται λαός· τῆς γὰρ δόξης Θεοῦ τὸ σκήνωμα, ἐν Σιὼν μεθίσταται πρὸς οὐράνιον δόμον,» συγκεντρώνεται τέτοιες μέρες για να τιμήσει τον έμψυχο οίκο του Θεού, που μεθίσταται προς τον ουράνιο οίκο του Υιού της. Αυτή ως φιλόστοργος μητέρα  μας δέχεται όλους, έτοιμη να ικετεύσει τον Υιό της  για το καθένα μας, ακόμα και  για όσους  απονέμουν μια  τυπική  προσκύνηση  της αγίας εικόνας της. Διότι, αν μια μάνα νιώθει όλα τα  παιδιά της μέσα στη καρδιά της, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς τους, τότε πόσο μάλλον η κοινή μητέρα πάντων των χριστιανών. Είναι αλήθεια ότι όλοι μας νιώθουμε, ίσως λόγω του πανανθρώπινου συναισθήματος της μητρικής αγάπης, μια πιο μεγάλη οικειότητα και θάρρος να απευθυνθούμε προς την Παναγία, παρά στον Υιό της. Αυτή την αλήθεια διερμηνεύουν και οι ύμνοι προς αυτήν: «Πάντες προσκυνήσωμεν αὐτήν δεόμενοι, συγγενοῦς οἰκειότητος μὴ ἐπιλάθῃ Δέσποινα, τῶν πιστῶς ἑορταζόντων, τὴν παναγίαν σου Κοίμησιν.» Η συγγενής οικειότητα, το συναίσθημα  ότι είναι μια από μας- άνθρωπος επίγειος-, το συναίσθημα ότι είναι η μάνα μας, όσο και αν στην αγιότητα υπερέβηκε  ακόμα και τους Αγγέλους, μας οπλίζει με περισσότερο θάρρος, παρά την αναξιότητα μας, να προσπίπτουμε  υπό την σκέπη της.

Δυστυχώς όμως,  πολλοί από μας, διερμηνεύοντας  την άνευ όρων αγάπη της Παναγίας προς ένα έκαστο ημών, την εκλαμβάνουν απλώς και μόνο ώς ένα προθυμότατον βοηθόν και μεσίτην,  όταν «των λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ, των συμφορῶν νέφη, αἱ τοῦ βίου ζάλαι,  οι ασθένειες και ο θάνατος» κυκλώσουν την ζωή μας. Και βέβαια δικαιολογημένα, γιατί  όπως μας συμβουλεύει και ένας ύμνος του μεγάλου παρακλητικού κανόνα που ψάλλουμε αυτές τις μέρες «ποῦ λοιπόν, ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; ποῦ προσφύγω; ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι; τίνα θερμὴν ἔξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου καὶ ζάλαις οἴμοι! κλονούμενος; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, καὶ θαρρῶ καὶ καυχῶμαι, καὶ προστρέχω τῇ σκέπῃ σου σῶσον με.»  Από την άλλη όμως , συνειδητοποιούμε  όμως  ποίαν καλούμε σε βοήθεια και προς τι καλούμε την βοήθεια της;

Το επίθετο «παρθένος» Μαρία έχει τόσο συνδεθεί με το πρόσωπο της, που το λέμε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του. Όλοι οι Άγιοι πατέρες συμφωνούν ότι η Θεοτόκος έζησε μια ζωή πλήρους καθαρότητας  και ακόμα και στο επίπεδο της σκέψης ήταν άσπιλη και αμόλυντη. Η παρθενία της ήταν τόσο αληθινή, τόσο αυθεντική, που έλκυσε τον Τριαδικό Θεό στο να την χρησιμοποιήσει ως όργανο της σωτηρίας ημών. Γι΄αυτό και η αγαθή μερίδα της παρθενίας, την οποία επέλεξε δεν αφαιρέθηκε από αυτήν, για αυτό  και είναι παρθένος και πρό του τόκου και εν τω τόκω και μετά τόκον,  μόνη αειπάρθενος μητέρα. Γι αυτό και το άσπιλο και καθαρώτατο της σώμα «τὸ χωρῆσαν τὸν ἡμῖν ἀθεώρητον καὶ Κύριον» δεν μπορούσε να κρατηθεί υπό την φθορά του θανάτου. Η Μαρία δεν έμεινε παρθένος,  διότι θα γεννούσε τον Υιό του Θεού, αλλά επιλέχθηκε να γεννήσει τον Υιό του Θεού, ακριβώς λόγω του ότι επέδειξε στη ζωή της τον απόλυτο βαθμό αγνείας και παρθενίας. Επιλέχθηκε να γεννήσει τον Υιό του Θεού,  διότι αφιερώθηκε από μικρή ηλικία στην λατρεία του Θεού. Δεν «περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν·» αλλά εξ αρχής μένουσα στο ναό του Θεού  «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας»  των ιερέων του Ναού ήκουε και μελετούσε αποκλειστικά τον νόμο του Θεού. ο Άγιος Μάξιμος εις το έργον του «Ο Βίος της Υπεραγίας Θεοτόκου» γράφει «Μαζί με την αύξηση του σώματος ανεπτύσσετο και η κατάρτισις και ο πλουτισμός του πνεύματος της, …ο δε εσωτερικός της κόσμος ήταν πλήρης από την μελέτη και την αδολεσχία (νοερά εργασία) των θείων Γραφών.» Η αφιέρωση της Μαρίας στο Ναό δεν ήταν τυχαίο γεγονός, ούτε εορτάζουμε τα Εισόδια της Θεοτόκου, απλώς για ιστορικούς λόγους. Μπορεί τα ευαγγελικά κείμενα να μην αναφέρουν τίποτα για την περίοδο αυτή, αλλά, ο ίδιος Άγιος μας λέει ότι εκεί μέσα στο ναό, βρήκαν την πραγμάτωση τους τα λόγια του 44ου ψαλμού:

«παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.» Η μέλλουσα βασίλισσα των Ουρανών έπρεπε να προετοιμαστεί ως νύμφη για την συνάντηση της με τον Ποιητή αυτής και Θεόν. Η προετοιμασία όμως,  δεν έγινε  με εξωτερικά, πολυτελή πλην  φθαρτά υλικά και μέσα.  «Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.» Έπρεπε να καλλωπισθεί και να ευτρεπισθεί «το έσωθεν», «εἰς κατοικητήριον τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ, καὶ Θεοῦ τῶν ὅλων». Και ο ευτρεπισμός αυτός γίνεται δια της ασκήσεως των αρετών. Οι αρετές της παρθενίας, της σεμνότητας, της ευλάβειας, της εγκράτειας, της προσευχής,  της υπακοής και  της ταπείνωσης απετέλεσαν τον διάχρυσο ιματισμό, με τον οποίο περιεβλήθη και εκαλλωπίσθη η Μαρία. Και τότε « ἐπεθύμησε ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους αυτής, ὅτι αὐτός ἐστι Κύριός αυτής». Η Μαρία δεν τα έκανε όλα αυτά για να γίνει Μητέρα του Θεού, (άλλωστε δεν γνώριζε μέχρι τον Ευαγγελισμό, ότι αυτή ήταν η προορισμένη εκ πασών των γενεών), αλλά ακριβώς όλες αυτές οι αρετές  είναι που την απέδειξαν άξια και εκλεκτή και κεχαριτωμένη για να γίνει μητέρα του Θεού.

Όλα τα παραπάνω δεν τα γράψαμε,  για να δείξουμε την μεγάλη αρετή της Θεοτόκου, αλλά για να προβούμε ευκρινέστερα σε μια εκ του αντιθέτου τραγική διαπίστωση. Προσεγγίζοντας σήμερα εμείς οι χριστιανοί την Θεοτόκον,  για να την τιμήσουμε και να την δοξολογήσουμε, στην ουσία τιμούμε εν τοις πράγμασι, όλα αυτά που με την δική της προαίρεση βίωσε και ενσάρκωσε η Θεοτόκος στη ζωή της. Δεν μπορούμε να λέμε ότι την τιμούμε, διότι γέννησε τον Υιό και Λόγο του Θεού, χωρίς να αναγνωρίζουμε το μεγαλείο και της αξία όλων αυτών των αρετών που την ανέδειξαν Θεοτόκο!

Και όμως! Απομακρυνόμαστε λίγο από την αγία της εικόνα και τον ιερό της Ναό, αφού ψιθυρίσαμε εσωτερικά τον πόνο και τον καημό μας, και αφού της εμπιστευτήκαμε τους πόθους και τα αιτήματα μας.  Και βγαίνουμε έξω  σε μια κοινωνία (της οποίας δυστυχώς είμαστε μέλη και μετέχουμε των βουλευμάτων αυτής)  που κάθε άλλο παρά σέβεται και τιμά όλα όσα η Παναγία μας αντιπροσωπεύει. Στα πιο πολλά επίπεδα της κοινωνίας αυτής, η αξία και η τιμή της παρθενίας ως αρετής έχει εκμηδενιστεί και μάλλον αποτελεί αφορμή ειρωνικών σχολίων και χλευασμών. Αντιθέτως,  στο όνομα της ελευθερίας του ατόμου, αναδεικνύονται, εκθειάζονται και καλλιεργούνται ως χαρίσματα,  όλα όσα αντίκεινται σε αυτήν. Τα σαρκικά αμαρτήματα του νόμου του Θεού θεωρούνται ως ξεπερασμένες ιδέες παλαιών εποχών. Αντιθέτως, οι πράξεις αυτές λογίζονται ως αιτίες περηφάνειας και θαυμασμού. Η σεμνότητα και η ευπρέπεια έχουν χάσει κάθε νόημα, και ελέω της σχετικοποιήσεως των πάντων, δεν μπορεί κανείς να ορίσει τι είναι το σεμνό, το ευπρεπές, το ιερό. Αντιθέτως, όλα είναι αποδεκτά, όλα είναι αθώα, όλα είναι ελεύθερες επιλογές του καθενός,  που δεν πρέπει να καταπιέζονται από ξεπερασμένα και συντηρητικά μυαλά. Η απλότητα, η λιτότητα,  και το ταπεινό ήθος αντιμετωπίζονται με οίκτο  και με μια «συγκαταβατική» ανοχή. Αντιθέτως  τα πάντα κατακλύζονται με προτάσεις αναβάθμισης του εγώ μας μέσω της πολυτέλειας, επίδειξης και πολυκτημοσύνης. Ο λόγος του Θεού και η μελέτη του περιορίζεται σε  μικρά μέρη της κοινωνίας  που συνήθως σχολιάζονται υποτιμητικά  και με όχι και τόσο ευπρεπείς χαρακτηρισμούς. Αντιθέτως,  ο χρόνος των σημερινών ανθρώπων αναλώνεται στη μελέτη και εντρύφηση  κάθε λογής ασήμαντων πληροφοριών  γύρω από τη ζωή  «ασήμαντων» ανθρώπων (τι είπαν, τι έφαγαν, τι φόρεσαν, τι σκέφτηκαν, που πήγαν κ.λ.π), που όμως πλασάρονται τεχνηέντως από ένα ύπουλο σύστημα πληροφόρησης, ως πολύτιμες γνώσεις ενός σύγχρονου πολίτη και ως ένας αξιοζήλευτος τρόπος ζωής.

Συμπερασματικά,  όλα όσα είχε ως χαρακτηριστικά η Θεοτόκος Μαρία, και για τα οποία καταξιώθηκε να ονομάζεται «τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα καὶ τῶν Χερουβὶμ ἐνδοξοτέρα, καὶ πάσης κτίσεως τιμιωτέρα», σήμερα στην κοινωνία μας υποτιμούνται, περιφρονούνται  και χλευάζονται. Αντιθέτως,  όλα όσα με περισσή σύνεση, απέφυγε και εξαφάνισε εντελώς από τη ζωή της, αυτά σήμερα επαινούνται, καταξιώνονται και παρουσιάζονται ως τα επιθυμητά χαρακτηριστικά μιας επιτυχημένης και ευτυχισμένης ζωής. Και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, όταν λέμε κοινωνία εννοούμε εμάς τους ίδιους, τους νέους μας, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συναδέλφους μας, τους γονείς μας, τους ηγέτες μας, τους πνευματικούς οδηγούς μας, τους ιερείς μας, τους καλλιτέχνες μας, όλους όσοι με τον δικό του τρόπο ο καθένας διαμορφώνουν  τι είναι το επιθυμητό, το ωραίο, το αξιοθαύμαστο στη ζωή μας και τι είναι το ξεπερασμένο, το συντηρητικό, το « άλλης εποχής» και το περιφρονητέο.

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, όταν ακούμε στον ύμνο «Δεῦτε οἱ πιστοί, τῷ τάφῳ προσέλθωμεν, τῆς Θεομήτορος, καὶ περιπτυξώμεθα, καρδίας χείλη ὄμματα μέτωπα, εἰλικρινῶς προσάπτοντες», εκείνη η λέξη «ειλικρινώς» πρέπει να μας διεγείρει τουλάχιστον ένα προβληματισμό για την εσωτερική μας κατάσταση με την οποία πλησιάζουμε και προσκυνούμε την εικόνα της. Χωρίς να το θέλουμε,  θυμούμαστε ένα άλλο ύμνο προς την Παναγία, που «ευτυχώς» δεν ψάλλεται στη σημερινή εορτή «Ὡς ἐμψύχω Θεοῦ κιβωτῷ, ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων», ο οποίος καλεί τους «αμύητους»  να μην πλησιάζουν την έμψυχο κιβωτό του Θεού, δηλαδή την Παναγία. Το πόσο μυημένος είναι ο καθένας στο μυστήριο της Θεοτόκου και στην αγία της ζωή, ας μείνει για εσωτερική σκέψη.

Η  εορτή της Κοιμήσεως, είναι μέρα χαράς, διότι είναι η μέρα που η μητέρα μας, μια εξ ημών,  ευρίσκεται δεδοξασμένη δίπλα στον Υιό της,  ο οποίος ως οφειλέτης και ευγνώμων προς αυτήν, ήλθε αυτοπροσώπως να παραλάβει την ψυχή της, ως ένα δείγμα ευχαριστίας για τον ανεκτίμητο ρόλο που είχε στη σωτηρία του πλάσματος Του. «Αλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε, καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε». Πρώτα ανέτειλε στην γη η Παρθένος Μαρία και τότε κατέβηκε από τον ουρανό η δικαιοσύνη του Θεού. Χωρίς την Παναγία, δεν θα επιτυγχανόταν  η σωτηρία του κόσμου. Γι΄ αυτό ο μεν Υιός της,  έπραξε «υἱοπρεπῶς» το χρέος του προς αυτήν. Παρομοίως και εμείς,  ας μην μείνουμε μόνο σε πράξεις,  όπως άναμμα κεριών και λαμπάδων,  προσκύνηση εικόνων και επισκέψεις μοναστηριών. Ας μην την κατακλύσουμε σήμερα μόνο με χιλιάδες αιτήματα. Ας στραφούμε και λίγο ειλικρινώς στο «έσωθεν». Ας δούμε  μέσα μας,  πόσο η ζωή  μας την κάνει να χαίρεται  και να χαμογελά, ή την λυπεί και την στενοχωρεί. Μην ξεχνούμε ότι είναι μάνα και αυτά νιώθει,  όταν βλέπει τα παιδιά της, διότι όλα αυτά τα συναισθήματα πηγάζουν από την γνήσια της αγάπη. Γνωρίζοντας ποια ήταν η ζωή της, όλοι ξέρουμε  τι πρέπει να αλλάξουμε στη ζωή μας,  για να την κάνουμε να χαρεί για μας… Σε αυτήν που έγινε « της χαράς του κόσμου η πρόξενος»  χρωστούμε και εμείς λίγη χαρά.