1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Κυριακοδρόμιο

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα

(Ἰω. 1, 1-17)

ὉΓρηγόριος ὁ Θεολόγος στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου του Λόγου, ὁ ὁποῖος ἐπιγράφεται Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, δίνει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, τὶς διαστάσεις της καὶ τὸν ἀντίκτυπο ποὺ πρέπει νὰ ἔχει στὴ ζωή μας: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ ἡ ἀρχὴ δεξιά», γράφει γεγηθώς. Ἡ ἡμέρα αὐτή, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τὸ Πάσχα, εἶναι ἑορτὴ διαβατήριος ἀπὸ τὸν τύπο εἰς τὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς (νοητῆς) Αἰγύπτου – δηλαδὴ τῆς σκλαβιᾶς στὸν τρόπο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν τόπο τῆς δουλείας στοὺς ὑλικοὺς περισπασμούς – στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου· «σήμερον καθαρῶς ἐφύγομεν Αἴγυπτον», παρατηρεῖ ὁ Ναζιανζοῦ, «καὶ Φαραὼ τὸν πικρὸν δεσπότην καὶ τοὺς βαρεῖς ἐπιστάτας καὶ τοῦ πηλοῦ καὶ τῆς πλινθείας ἠλευθερώθημεν» (Λόγος 1, 3, PG 35, 397A).

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος προσεγγίζει καὶ ἑρμηνεύει τὶς πιὸ πάνω ἐπισημάνσεις καὶ προτροπὲς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: τὸ «νῦν πάσχα», λέει, τὸ ἀληθινὸ Πάσχα, διακρινόμενο ἀπὸ αὐτὸ τῶν Ἑβραίων, τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε εἰς ἀνάμνηση τῆς φυγῆς ἐκ τῆς δουλείας στὸν Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου: «τὸ Φασὲχ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ὅτε ἐξῆλθον ἐκ γῆς Αἰγύπτου», εἶναι ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴ νοητὴ Αἴγυπτο, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἡ διάβαση πρὸς τὴν ἀρετή (Διδασκαλίαι, 22, α ́, PG 88, 1821C). Τὸ Πάσχα Κυρίου, λοιπόν, εἶναι ἡμέρα λαμπρᾶς ἑορτῆς. Εἶναι ἡμέρα χαρμόσυνη, πλήρης «πάσης εὐφροσύνης καὶ θυμηδίας… χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ἀφάτου», προσθέτει προσφυῶς ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (Λόγος 13, SC 96, σελ. 190).

Αὐτὴ ἡ διάβαση εἶναι πνευματικὴ πανήγυρη, ποὺ συνεπάγεται, ὡς ὀντολογικὸ ζητούμενο, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, τὴν ἀγάπη, ὡς στάση θυσίας καὶ προσφορᾶς καὶ οὐχὶ ὡς ἰδιοτελῆ λήψη στὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα: «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει», μᾶς καλεῖ ὁ Γρηγόριος, «καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», ὄχι ὅμως ἐπιλεκτικά, ἀλλὰ χωρῶντας πρὸς ἅπαντας τοὺς ὁμοφυεῖς, ἀνεξάρτητα τῆς στάσης τους πρὸς ἡμᾶς: «εἴπωμεν, ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, μὴ ὅτι τοῖς δι ̓ ἀγάπην τι πεποιηκόσιν ἢ πεπονθόσι· συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει· δῶμεν συγγνώμην ἀλλήλοις» (Λόγος 1, 1, PG 35, 396A).

Τὸ Πάσχα, ἐπισημαίνει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, εἶναι ἡ μέρα τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ μᾶς προσφέρει τὴ σωτηρία καὶ τὴν υἱοθεσία (Διδασκαλίαι, 22, γ ́, PG 88, 1824A). Διευκρινίζει ἔπειτα ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ὅτι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ δική μας ἀνάσταση, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμασταν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ κάτω κείμενοι, ὄχι ὁ Χριστός. Πῶς θὰ ἦταν δυνατόν, συνεχίζει, ὁ Χριστός, ὁ «μὴ πεσὼν εἰς ἁμαρτίαν ποτέ» καὶ τῆς οἰκείας δόξης «μηδὲ ἀλλοιωθείς… κἂν ὁπωσοῦν» νὰ ἀναστηθεῖ ἢ νὰ δοξαστεῖ· δὲν εἶναι δυνατόν, διότι ὁ Χριστὸς «ἀεὶ ὢν ὑπερδεδοξασμένος». Ἑπομένως ἀνάσταση Χριστοῦ καὶ δόξα Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας δόξα, ἡ ὁποία γίνεται «ἐν ἡμῖν» καὶ δεικνύεται καὶ φαίνεται, διὰ τῆς δικῆς του ἀνάστασης. Πῶς γίνεται αὐτό; Διὰ τῆς οἰκειώσεως τῶν ἡμετέρων· «ἅπαξ γὰρ οἰκειωσάμενος τὰ ἡμέτερα», αὐτά, τὰ ὁποῖα «ποιεῖν ἐν ἡμῖν», αὐτὰ τὰ ἴδια «ἑαυτῷ ἐπιγράφεται» (Λόγος 13, SC 96, σελ. 194). Ἡ ἀνάσταση καὶ ὁ δοξασμός, ὅμως, διδάσκει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προσφέρονται καὶ προσλαμβάνονται κατὰ τὴ συμπόρευση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστὸ στὴν ὁδὸ τῆς ταπείνωσης πρὸς τὸν δοξασμό: «Χθὲς συνεσταυρούμην Χριστῷ», γράφει, «σήμερον συνδοξάζομαι· χθὲς συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι σήμερον· χθὲς συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι» (Λόγος 1, 4, PG 35, 397Β).

Εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης, προσφέρουμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως τὸ πάλαι οἱ Ἑβραῖοι, δῶρα καὶ θυσίες σὲ αὐτὸν ποὺ ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ χάρη μας· «καρποφορήσωμεν τῷ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντι καὶ ἀναστάντι». Δὲν τοῦ προσφέρουμε, ὅμως, θυσίες ἀλόγων ζώων, οἱ ὁποῖες δὲν τὸν εὐχαριστοῦν (Ἑβρ. 10, 5-6· Ψαλμ. 39, 7· Ἠσ. 1, 11). Οὔτε βέβαια ἡ κάρπωσή μας ἀφορᾶ στὰ πολύτιμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά: «Χρυσόν με ἴσως οἴεσθε λέγειν, ἢ ἄργυρον, ἢ ὑφάσματα, ἢ λίθους τῶν διαφανῶν καὶ τιμίων, γῆς ῥέουσαν ὕλην, καὶ κάτω μένουσαν, ἧς ἀεὶ τὸ πλεῖον ἔχουσιν οἱ κακοὶ καὶ δοῦλοι τῶν κάτω καὶ τοῦ κοσμοκράτορος» (Λόγος 1, 4, PG 35, 397Β). Ἀντ ̓ αὐτοῦ προσφέρουμε μόνο ὅ,τι εἶναι ἀρε- στὸ σὲ αὐτόν. Καὶ ἀρεστὸ στὸν Χριστὸ εἶναι ἡ προσφορὰ τῶν σωμάτων μας ὡς θυσίας ζώσας καὶ ἁγίας, κατὰ τὸ ἀποστολικὸ πρόσταγμα (Ρωμ. 12, 1). Τὸ πῶς γίνεται αὐτὴ ἡ θυσία ἐπεξηγεῖται ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο. Μὲ τὸ νὰ μὴν πράττουμε πλέον, μᾶς ἐπισημαίνει, τὸ θέλημα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν μας (Ἐφ. 2, 3), νὰ νεκρώσουμε τὰ μέλη μας «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 3, 5), νὰ μὴν ἀγαποῦμε τὸν κόσμο καὶ τὰ θέλγητρά του, τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴν ἀλαζονεία ποὺ διακρίνει τὴν καθημερινὴ ζωή (Α ́ Ἰω. 2, 15-16), νὰ προσπαθήσουμε δηλαδὴ νὰ μείνουμε μακριὰ ἀπὸ τὴ φιληδονία, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴ φιλοδοξία. Νὰ πορευόμαστε δὲ στὴ ζωή μας σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ πνεύματος (Γαλ. 5, 16), ὑποτασσόμενοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ζῶσα θυσία, ἡ ἁγία καὶ εὐάρεστος στὸν Θεό. Καὶ εἶναι ζῶσα θυσία, διότι ὅσοι θυσιάζονται δὲν πεθαίνουν, ὅπως γινόταν μὲ τὰ ἄλογα ζῶα ποὺ ὁδηγοῦνταν στὴ θυσία (Διδασκαλίαι, 22, δ ́, PG 88, 1824AC).

Συνεπῶς, τὸ «καρποφορήσωμεν ἡμᾶς αὐτούς», τοῦ Ναζιανζηνοῦ, εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τὸν Χριστό, ἡ σύντονη ἄσκηση καὶ ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Εἶναι, κατὰ τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ἡ ἔμπρακτη πίστη, ἡ ὁποία ἔχει «ἐν ἑαυτῇ» τὸν ζωογονοῦντα Θεὸ κατοικοεδρεύοντα στὸν ἄνθρωπο. Τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται ἀπὸ τὴ φωτοφόρο παρουσία τοῦ Πνεύματος καὶ ὀρθοδοξεῖ· δὲν λέει «ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύσαντες», ἀλλὰ «ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», γευόμενος τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση καὶ δόξα καὶ ζωή (Λόγος 13, SC 96, σελ. 200-202). Τοῦτο εἶναι τὸ νόμιμο τῆς κατ ̓ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας μας· ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ τιμιώτερο «πάντων τῶν ὁρωμένων κτισμάτων», ἀλλὰ καὶ τὸ οἰκειότατο στὸν Θεό. Ὄχι μόνο ἐπειδὴ μόνος αὐτὸς δημιουργήθηκε «κατ ̓ εἰκόνα… καὶ καθ ̓ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1, 26-27· 2, 7), ἀλλὰ καὶ διότι, ἐπισημαίνει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, ἐπιδημήσας πρὸς ἡμᾶς ὁ Κύριος «ἀνθρώπου μορφὴν ἀνέλαβε», ἔγινε, ἄλλαις λέξεσι, ἄνθρωπος κατὰ πάντα ὅμοιος μαζί μας «πλὴν τῆς ἁμαρτίας» (Διδασκαλίαι, 22, γ ́, PG 88, 1824D-1825C). Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέτοια ἀξία, ζητᾶ ἀπὸ αὐτὸν ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ τὴν ἀνάλογη βιωτή· νὰ προσφέρει στὸν δημιουργὸ Θεὸ καθαρὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ νὰ λάμψει τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς, τιμῶντας τοιουτοτρόπως τὸ ἀρχέτυπό του, «τοῦ Θεοῦ τὴν εἰκόνα καθ ̓ ἣν γεγόναμεν». Ἐξοῦ καὶ τὸ αἴτημα τοῦ Γρηγορίου: «ἀποδῶμεν τῇ εἰκόνι τὸ ′′κατ ̓ εἰκόνα′′, γνωρίσωμεν ἡμῶν τὸ ἀξίωμα, τιμήσωμεν τὸ ἀρχέτυπον, γνῶμεν τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν, καὶ ὑπὲρ τίνος Χριστὸς ἀπέθανε» (Λόγος 1, 4, PG 35, 397Β).

Α. Ζαχαριου