1000
Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
ΟΜΙΛΙΕΣ

Ομιλία του Μιχάλη Χριστοφορίδη – Γέροντας Αθανάσιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου: Ένας χρόνος από την κοίμηση του (18.1.2021)

Όσοι είχαν την ευλογία να γνωρίσουν και να ζήσουν, έστω και λίγο,  από κοντά τον πρώην Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Γέροντα Αθανάσιο, νιώθουν ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, διότι αυτά που είδαν, άκουσαν και αισθάνθηκαν κοντά του είναι πλέον θησαυροί αναφαίρετοι που φυλάσσονται μέσα στις καρδιές τους. Θησαυροί που συντηρούνται μυστικά και εσωτερικά «συμβάλλοντες εν ταις καρδίαις αυτών». Δεν μπορούν όλα να εξωτερικευτούν και να περιγραφούν, ειδικά όταν πρόκειται για εσωτερικές εμπειρίες που εμφορούνται από το Άγιο Πνεύμα, που απέπνεε η όλη προσωπικότητα του Γέροντα Αθανάσιου.

Ειδικά όμως αυτές τις μέρες, που κλείνει ένας χρόνος από την κοίμησή του, νιώθοντας το μεγάλο κενό της απουσίας του, αδυνατώντας πλέον να ανηφορίσουμε για το Σταυροβούνι για να τον συναντήσουμε, δεν έχουμε άλλο παρά να καταφύγουμε εσωτερικά στη μνήμη, για να ζωντανέψουν όσο είναι δυνατό, όσο επιτρέπουν οι εμπειρίες του καθενός, κάποιες στιγμές που πραγματικά η σοφή και ησύχια  παρέμβασή του προκάλεσε μια ισχυρή έκρηξη, ένα σεισμό στα ενδότερα του εσωτερικού κόσμου μας, που δεν έφερε όμως καταστροφή, αλλά μια ευφρόσυνη ταραχή, μια χαροποιούσα κατάνυξη, που τάραζε τα λιμνάζοντα νερά της ψυχής και προκαλούσε ένα πρωτόγνωρο πόθο και θέληση για ξεδίψασμα με το ύδωρ το ζωοποιόν.

Τα λόγια του ήταν απλά (πλην όχι όμως απλοϊκά) και λιτά, όπως άλλωστε και ο βίος του. Δεν άκουγες από αυτόν πομπώδη φληναφήματα και θεολογικές ρητορείες. Ένιωθες όμως «τον βίον του, αντί λόγου φθεγγόμενον». Στην εξομολόγηση, κατά κανόνα σκυφτός και προσευχόμενος, άκουγε χωρίς να μιλά πολύ. Όταν όμως ένιωθε ότι έπρεπε να μιλήσει, ανασήκωνε το πρόσωπό του και βλέποντάς σε για μια στιγμή, με απλά λόγια έκανε τη σωτήρια επέμβαση: «Όχι, να προσέχεις…», με τον χαρακτηριστικό τόνο της φωνής του, σε διαπερνούσε και ήταν σαν να σου είπε χίλια λόγια. Σαν να σε καθησύχαζε, αλλά και σε ξυπνούσε ταυτόχρονα, διεγείροντας σε μετάνοια και διόρθωση. Ένας απλός του λόγος είχε στην ψυχή βαθύτερη επίδραση από ότι αν άκουγες πνευματική ομιλία δύο ωρών. Ένα  παράδειγμα από τη ζωή ενός αγίου, μια αναφορά σε κάποιο ύμνο της ακολουθίας και εξαφάνιζε  μέσα σου κάθε αμφιβολία, εδραιώνοντας την πίστη ότι αυτό έπρεπε (ή δεν έπρεπε) να κάνεις. Η ανάπαυση που ένιωθες μετά, ήταν η επισφράγιση από τον Θεό, ότι η αρρώστια (ψυχική και σωματική), το πρόβλημα, ο πειρασμός θα περνούσε, ή τουλάχιστον ότι άξιζε να τα υπομείνεις. Είναι  δυσεξήγητο αυτό το συναίσθημα, αλλά ήταν πολύ χαρακτηριστικό της συνομιλίας με τον Γέροντα Αθανάσιο, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης.

Ο Γέροντας Αθανάσιος από μικρό παιδί επέλεξε τι ήθελε να ακολουθήσει στη ζωή του: Την οδό της αγιότητας. Γι αυτό και δεν κατέφυγε ούτε σε σχολεία, ούτε σε πανεπιστήμια, αλλά εκεί όπου υπήρχαν οι κατάλληλοι «καθηγητές». Όχι πτυχιούχοι και διδάκτορες,  αλλά θεοφόροι και θεούμενοι, φωτισμένοι και αγωνιζόμενοι να κερδίσουν το βραβείο της άνω κλήσεως. Διδακτικά του εγχειρίδια έγιναν η Αγία Γραφή, το ψαλτήρι, τα μηναία και η Παρακλητική. Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιούσε ήταν οι συναξαριστές, δηλαδή η ζωή αυτών που πέτυχαν, αυτό που και ο ίδιος ποθούσε. Οι «ακαδημαϊκοί» του σύμβουλοι που όχι μόνο συμβούλευαν, αλλά στην κυριολεξία «επέβλεπαν» την πρόοδό του ήταν οι Θεοφόροι Όσιοι, Ιωάννης της Κλίμακας, Ισαάκ ο Σύρος, Θεόδωρος ο Στουδίτης και πλήθος άλλων της εκλεκτής χορείας των Οσίων. Ακούγοντας τον Αδελφόθεο Ιάκωβο να λέει «Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας» επέλεξε την πιο καλή «σχολή» με τις πιο καλές συνθήκες εργασίας για να τον επιβεβαιώσει μετέπειτα πλήρως με τη ζωή του, ότι  «ἡ  ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος. Καρπὸς δὲ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην». Διαβάζοντας αυτά τα χαρακτηριστικά, όσοι ήξεραν την «καλήν αναστροφήν» του  Γέροντα,  πιστοποιούν ότι όντως ήταν «σοφός και επιστήμων» της πνευματικής ζωής.

Για περίπου 40 χρόνια φοιτούσε και αγωνιζόταν φιλότιμα στο «πανεπιστήμιο» αυτό της πνευματικής ζωής, υπό την εποπτεία των φωτισμένων γερόντων της Μονής Σταυροβουνίου (του παπά Κυπριανού, των πρώην ηγουμένων Βαρνάβα και Γερμανού). Σεβόταν απεριόριστα τη σταυροβουνιώτικη μοναχική παράδοση και πολλές φορές στη μετέπειτα πορεία του ως ηγούμενος, αυτή η παράδοση αποτελούσε γνώμονα στο τι έπρεπε να κάνει. Δεν είχε σκοπό να πρωτοτυπήσει ή να κάνει νεωτερισμούς που να αναδεικνύουν τον εαυτό του. Θεωρούσε μεγάλη τιμή και καθήκον του να διαφυλάττει ακέραια και απαρασάλευτη την τάξη των παλαιών πατέρων, όπως την έμαθε από αυτούς. Κάποια στιγμή, τη δεκαετία κυρίως του ΄70, βρέθηκε να κρατεί στην ουσία μόνος του (με λιγοστούς  ηλικιωμένους μοναχούς)  το μοναστήρι του Σταυρού στην κορυφή του βουνού. Οι πιο πολλοί μοναχοί (όσοι υπήρχαν, αφού είχε ήδη μειωθεί ο αριθμός τους κατά την παρελθούσα δεκαετία 60 – 70) έμεναν στο μετόχι της Αγίας Βαρβάρας, κοντά στα κτήματα της Μονής, τα οποία έπρεπε να δουλέψουν για την εξασφάλιση των βιοτικών πόρων. Αυτά τα χρόνια ο Γέροντας έδειξε υπομονή και καρτερία μεγάλη. Στη Μονή δεν υπήρχε νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα. Το νερό μαζευόταν σε στέρνες από τη βροχή, και το φως εξασφαλιζόταν από κεριά και λάμπες πετρελαίου. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει τους αγώνες και την άσκηση που έκανε ο μακαριστός Γέροντας εκεί στη σιωπή και στη απομόνωση. Υπήρχαν φυσικά επισκέπτες – προσκυνητές,  που πήγαιναν προς τιμήν του Τιμίου Σταυρού και οι οποίοι βοηθούσαν τον ευλογημένο γέροντα στις δύσκολες συνθήκες που ζούσε. Όπως εξομολογήθηκε σε κάποιον μετά από χρόνια, ευχαριστούσε τον Θεό, διότι παρόλες τις δυσκολίες και την έλλειψη μοναχών, δεν έμεινε ποτέ το μοναστήρι χωρίς λειτουργία. Λειτουργούσε καθημερινά, αφού ο καλός Θεός που έβλεπε τον πόθο του, μεριμνούσε πάντα να υπάρχει έστω ένας – δύο άνθρωποι, για να μπορέσει να τελεστεί η Θεία Λειτουργία.

Την ίδια στιγμή που στον Ελλαδικό χώρο συντελούνταν η αναγέννηση του Αγίου Όρους και η πλήρωση των Ιερών Μονών του με πλήθος νέων μοναχών, στην Κύπρο επέβλεπε ο Θεός στον Γέροντα Αθανάσιο, που υπομονετικά αγωνιζόταν, σχεδόν μόνος του πάνω στο Σταυροβούνι,  και τον αντάμειψε με το να δει την αναγέννηση και της δικής του Μονής. Πολλοί νέοι Κύπριοι είδαν και ένιωσαν τη χάρη που είχε ο Γέροντας αυτός, όπως και εν γένει η Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, και άρχισαν να εντάσσονται στις τάξεις της. Κατ’ αυτήν περίπου την περίοδο, το 1982,  ο Γέροντας Αθανάσιος χειροτονείται Ηγούμενος της Μονής, μετά την κοίμηση του πρώην ηγουμένου Γέροντος Γερμανού. Έτσι όσα μυστικά και εν σιωπή κεφαλαιοποίησε όλα αυτά τα χρόνια, μπήκαν και επίσημα πλέον στη διακονία των νέων μελών της αδελφότητας. Έπρεπε με σοφία και σύνεση να καθοδηγήσει νέους, ως επί το πλείστον μορφωμένους και προερχόμενους από ένα κόσμο που σιγά σιγά, αλλά σταθερά επηρεαζόταν από το πνεύμα της εκκοσμίκευσης και της σύγχρονης τεχνολογίας. Ο Γέροντας Αθανάσιος με απαράμιλλη σοφία και διάκριση προσπαθούσε να μετοχετεύσει στην αδελφότητα της Μονής την ανάγκη της άσκησης, της λιτότητας και της εγκράτειας που πρέπει να διέπει τη ζωή του μοναχού, έχοντας πάντοτε τη δική του ζωή μπροστά στα μάτια των μοναχών, ως το υπέρτατο μάθημα. Η αγάπη του για τη σιωπή και την ησυχία, ως προϋποθέσεις της εσωτερικής προσευχής, διαμόρφωσαν ένα κλίμα, όπου οι φλυαρίες, οι γέλωτες και οι αστεϊσμοί, τόσο μεταξύ μοναχών, όσο και μεταξύ κοσμικών επισκεπτών της Μονής δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν εύκολα. Η παρουσία του σιωπηλού και μετρημένου γέροντα σε όλους τους χώρους του μοναστηριού «απέτρεπε»  ακόμα και τις «πνευματικές» συζητήσεις που συνήθως καταλήγουν σε πνευματικά κουτσομπολιά και κατακρίσεις. Προωθούσε ενσυνείδητα την απαγγελία των χαιρετισμών της Παναγίας, την ευχή του Ιησού ή την ανάγνωση πατερικών βιβλίων, δηλαδή αυτών που αυτός τηρούσε στη ζωή του. Μου διηγήθηκε κάποιος φίλος: «Έτυχε κάποια στιγμή ο Γέροντας να πρέπει να κατεβεί με τα πόδια στον χώρο εξομολόγησης των γυναικών στην πύλη της Μονής, μια απόσταση που χρειάζεται περίπου 7-8 λεπτά. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να ξεκινώ να κατεβαίνω και εγώ. Μέσα μου χάρηκα, αφού θα είχα την ευκαιρία να μου πει κανένα λόγο ψυχωφελή. Μόλις βγήκαμε μαζί από την άνω πύλη της Μονής και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, ενώ ήμουν έτοιμος να ανοίξω κάποια συζήτηση, αρχίζει να απαγγέλλει την περικοπή του ευαγγελίου του Ευαγγελισμού της Παναγίας. Ώσπου να πάμε κάτω την ολοκλήρωσε. Έχασα την ευκαιρία ενός λόγου, κέρδισα όμως τη διαμόρφωση ενός ήθους. Κατέβηκα με έναν γέροντα που δεν χρειαζόταν να μου μιλήσει για την αδιάλειπτη προσευχή, αφού την εξασκούσε αυθόρμητα μπροστά μου.» Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω απόλυτα με τον φίλο μου.

Ο Θεός ευλόγησε τον κόπο και τη φιλότιμη προσπάθειά του, καθιστώντας τον πνευματικό πατέρα πολλών μοναχών, αλλά και ιερέων του νησιού, οι οποίοι με τη φωτισμένη του στήριξη, καθοδηγούσαν τους πιστούς των ενοριών και των χωριών τους.

Όταν πριν ένα χρόνο, στις 18/1/2021 κοιμήθηκε, «προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ», στο πλήθος των Οσίων και των Δικαίων, των οποίων τη ζωή ανυποκρίτως και γνησίως μιμήθηκε. Και όπως ο σώφρων Ιωσήφ στον θάνατο του πατρός αυτού Ιακώβ, «επιπεσών επί πρόσωπον του πατρός αυτού, έκλαυσε πικρώς επ’ αυτώ, και εφίλησεν αυτόν», έτσι και το πλήθος των πνευματικών του τέκνων, επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών, συνέρρευσε στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου για να ασπαστούν για τελευταία φορά τη δεξιά του και να τον ευχαριστήσουν που με την αθόρυβη, ταπεινή και πλήρη χάριτος παρουσία του στα χρόνια μας, προκάλεσε, του Θεού συνεργούντος, τη μεγαλύτερη πνευματική επανάσταση της Νήσου μας τον τελευταίο αιώνα.

Ας έχουμε την ευχή του!

Μιχάλης Χριστοφορίδης, Εκπαιδευτικός